Το 2009, η αυστραλιανή κυβέρνηση αποφάσισε πως θα αντικαταστήσει τις οχτώ φρεγάτες κλάσης Anzac με εννιά πλοία, βελτιστοποιημένα για ανθυποβρυχιακό πόλεμο. Δεν υπήρξε καμία δικαιολόγηση στην κορωνίδα του βασιλικού αυστραλιανού ΠΝ για την απόκτηση και βελτιστοποίηση μίας φρεγάτας για ανθυποβρυχιακή χρήση, η οποία θεωρείται ως μία από τις δυσκολότερες ναυτικές επιχειρήσεις (γίνεται συνήθως αποτελεσματικότερα από αεροσκάφη ή υποβρύχια). Πλοία γενικού σκοπού μπορούν να συνδράμουν στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, αλλά ο βασικό τους ρόλους είναι η αεράμυνα, οι αντιπλοϊκές επιθέσεις, οι επιθέσεις εδάφους και η διοίκηση και ο έλεγχος στην θάλασσα. Σύντομα, τέτοια σκάφη μπορεί να επιχειρούν ως κόμβοι ελέγχου για μη επανδρωμένα οχήματα διαφόρων τύπων.
Υπήρξαν τρεις ανταγωνιστές στο πρόγραμμα που τελικά ονομάστηκε κλάση Hunter (Κυνηγός). Η ιταλική FREMM ήταν ήδη σε υπηρεσία. Η ισπανική Navantia προσέφερε μία έκδοση της κλάσης Hobart, γνωστή ως F-5000, με παρατεταμένο κατάστρωμα πτήσης, δύο υπόστεγα αεροσκαφών και ενσωματωμένο κατάρτι για να συγκρατεί το CEA ραντάρ.
Ο τρίτος σχεδιασμός, η φρεγάτα BAE Systems Type 26, δεν ήταν ολοκληρωμένη, αλλά το πρώτο σκάφος του βασιλικού ναυτικού ξεκίνησε να κατασκευάζεται. Η προσφορά της Navantia έφερε το μικρότερο τεχνικό ρίσκο, αλλά η FREMM, και πολύ περισσότερο η Type 25, χρειάζονταν σημαντικές τροποποιήσεις για να εξοπλιστούν με τις καθορισμένες αλλαγές του αυστραλιανού ΠΝ. Οι αλλαγές αυτές περιλαμβάνουν το αμερικανικό σύστημα μάχης Aegis, στο οποίο ενσωματώθηκε νέο αυστραλιανής παραγωγής εξελιγμένο phased-array ραντάρ, το αμερικανικό πυραυλικό σύστημα Standard, αυστραλιανά συστήματα επικοινωνίας και ελικόπτερα του αμερικανικού ΠΝ.
Το 2018, η Αυστραλία επέλεξε την Type 26, στην οποία θα βασιστεί η κλάση Hunter. Η BAE Systems δεν είχαν ενσωματώσει ποτέ αμερικανικό σύστημα μάχης σε σχεδιασμούς πλοίων του αυστραλιανού ΠΝ. Οι αμυντικές υπηρεσίες της χώρας περιέγραψαν το εγχείρημα αυτό ως ακραία ριψοκίνδυνο.
Με εκτιμώμενο εκτόπισμα 10.000 τόνων, η φρεγάτα θα αποτελεί το μεγαλύτερο σκάφος του αυστραλιανού βασιλικού ναυτικού αλλά παράλληλα και το λιγότερο οπλισμένο. Χωρίς εκτοξευτές καταστρώματος, το πλοίο θα έχει 32 κελιά πυραύλων, δηλαδή 16 λιγότερα από την μικρότερη κλάση Hobard (η οποία έχει 48) και 64 λιγότερα από το USN DDG-51 (ένα πλοίο λίγο μικρότερο από το Hunter που έχει 96). Ο "Κυνηγός" θα επιχειρεί ένα μόνο ελικόπτερο, με χώρο για την μεταφορά ενός δεύτερου (σε αντίθεση με τα δύο του DDG-51). Το κινεζικό αντιτορπιλικό Type 055 είναι περίπου 12.000 τόνων και έρχεται με 136 κελιά και δύο ελικόπτερα.
Από το 2016 μέχρι και τα μέσα του 2020, το κόστος του μελλοντικού προγράμματος φρεγατών αυξήθηκε από τα εκτιμώμενα 30 δισεκατομμύρια δολάρια στα 45,6 δισεκατομμύρια, ενώ περαιτέρω αυξήσεις είναι πολύ πιθανές. Πιο απλά, το προσεγγιστικό κόστος ενός κελιού πυραύλου στην κλάση εννιά πλοίων Hunter θα είναι 158 εκατομμύρια δολάρια, νούμερο αρκετά μεγάλο συγκριτικά με αυτό των 31 εκατομμυρίων στα 10 πλοία DDG-51 Flight III. Το πλήρωμα των "Κυνηγών" αναμένεται να είναι 180, ενώ στα DDG-51 θα είναι 329. Όμως μην ξεχνάτε πως χρειάζονται τρεις φρεγάτες Hunter για να φθάσουν την ισχύ πυρός ενός DDG-51 σκάφους, δηλαδή 211 ναύτες παραπάνω.
Το 2013, η κυβέρνηση ανέμενε πως το μελλοντική πολεμικό της σκάφος θα παρείχε την επιλογή εκτέλεση στρατηγικών χτυπημάτων. Το 2021, η επιλογή αυτή αφαιρέθηκε μέσω της ανακοίνωσης απόκτησης του πυραυλικού συστήματος Tomahawk, το οποίο θα εξοπλίσει στην κλάση Hobart. Οι φρεγάτες Hunter μπορούν και αυτές να το λάβουν αλλά δεν θα έχουν αρκετά κελιά για την μεταφορά ενός φονικού φορτίου. Θα είναι επίσης ικανές να συνδράμουν σε μελλοντικό αμυντικό ρόλο εναντίων βαλλιστικών πυραύλων, αλλά όπως είπαμε και πριν, ο αριθμός κελιών τους είναι ανεπαρκής.
Ανεξάρτητα από το πως εξελίσσεται ο ναυτικός πόλεμος, περισσότεροι πύραυλοι σημαίνουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας. Μία λανθασμένη έμφαση στην βελτιστοποίηση ανθυποβρυχιακών πολέμων είχε ως αποτέλεσμα η Αυστραλία να διαλέξει ένα πλοίο ακατάλληλο για τις απαιτήσεις του.
Ο David Shacklet, του The Strategist, προτείνει πως μία αλλαγή κατεύθυνσης είναι απαραίτητη. Προσθέτει επίσης πως πρέπει να γίνει συμφωνία μεταξύ αμερικανικής κυβέρνησης και Αυστραλίας για την κατασκευή εννιά αντιτορπιλικών USN DDG-51 Flight III, τα οποία θα ενσωματώνουν το αυστραλιανό phased-array ραντάρ.
Συνεχίζει λέγοντας πως εάν οι διαπραγματεύσεις δεν καταλήξουν κάπου, πρέπει να ξεκινήσει η κατασκευή ακόμη τριών ή τεσσάρων σκαφών της κλάσης Hobart, χρησιμοποιώντας όσα περισσότερα συστήματα μάχης και εξοπλισμό προμηθεύτηκαν για την κλάση Hunter.