Αν και ο ιδρυτής της και ιθύνων νους Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι πλέον νεκρός, αν και έχουν δαπανηθεί αμύθητα ποσά για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, η Αλ Κάιντα εξακολουθεί να είναι ζωντανή.
Οι μεμονωμένες τρομοκρατικές ομάδες επιζούν 5-10 χρόνια. Τα 33 χρόνια της Αλ Κάιντα είναι, αναμφίβολα, μια μεγάλη επιτυχία, πολύ περισσότερο γιατί οι αντίπαλοι της οργάνωσης έχουν άριστο εξοπλισμό, δυνατότητα συνεχούς παρακολούθησης, δυνατότητα συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών και πολύ μεγαλύτερους ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Στην ιστορία της, όπως αναφέρει ο Guardian σε εκτενές ρεπορτάζ του, η οργάνωση άλλαξε πολλές φορές στόχο και μέσα, χωρίς να εγκαταλείπει τη λογική της. Κατάφερε μάλιστα να αντιμετωπίσει δυναμικούς διεκδικητές, όπως το ISIS, που επένδυσαν στη βαρβαρότητα και βγήκαν μακροπρόθεσμα χαμένοι.
Πώς τα κατάφερε η Αλ Κάιντα
Το καλοκαίρι του 1988, λίγο πριν αποχωρήσουν οι Σοβιετικοί από το Αφγανιστάν, μια ομάδα ανδρών από χώρες της Μέσης Ανατολής συναντήθηκαν στο Πεσαβάρ του Πακιστάν. Είχαν να συζητήσουν κάποια ζητήματα που αφορούσαν την τροφοδοσία σε υλικά, αντιπαλότητες με τους ντόπιους, αλλά και ένα νέο σχέδιο. Πώς θα φτιαχτεί μια ομάδα από έμπειρους και αφοσιωμένους ισλαμιστές μαχητές που θα αναλάμβανε δράση όπου την χρειάζονταν οι μουσουλμάνοι.
Ατυπος ηγέτης, ένας Σαουδάραβας, ο Οσάμα μπιν Λάντεν. Το όνομα που διάλεξαν για την οργάνωση ήταν μια λέξη με πολλές σημασίες, όπως οργανωτική αρχή, θεμέλια, στρατιωτική βάση – κυρίως το τελευταίο εννοούσαν. Ηταν η γέννηση της Αλ Κάιντα που 13 χρόνια αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, θα εξαπέλυε ένα χτύπημα με 3.000 νεκρούς στην καρδιά των ΗΠΑ, χτύπημα με τεράστια επίδραση στον δυτικό κόσμο.
Στα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η Αλ Κάιντα εξαπέλυσε κύμα βίαιων επιθέσεων με στόχο να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους της, να ριζοσπαστικοποιήσει τους οπαδούς και να κινητοποιήσει νέους. Πέτυχε μόνο τα δύο πρώτα και πάλι όχι πλήρως.
Οι εξετρεμιστές με τις σφαγές τους αργά αλλά σταθερά απονομιμοποιούνταν στα μάτια του πληθυσμού (από όπου θα αντλούσαν νέους οπαδούς) στη Μέση Ανατολή. Ως το 2010 ο Μπιν Λάντεν σκεφτόταν να αλλάξει όνομα, ενώ ζητούσε να περιοριστεί το κύμα βίας. Στις αρχές του επόμενου έτους ανησυχούσε για την περιθωριοποίηση λόγω της Αραβικής Ανοιξης, που καλούσε σε δημοκρατία και όχι ισλαμοκρατία.
Το 2011 θα εξελισσόταν ακόμη χειρότερα. Η εξόντωση του Μπιν Λάντεν από τους Αμερικανούς στο Αμπονταμπάντ του Πακιστάν, μαζί με αρκετά άλλα ηγετικά στελέχη, άφησε την οργάνωση στον αέρα. Παρά ταύτα, υπό την ηγεσία του ως τότε υπαρχηγού Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, ενός διόλου χαρισματικού, χωρίς ιδιαίτερες συμπάθειες Αιγύπτιου, αλλά με στρατηγικό ταλέντο, η Αλ Κάιντα κατάφερε να αλλάξει πορεία.
Η στρατηγική του Μπιν Λάντεν ήταν το κυνήγι του «μακρινού εχθρού» (της Δύσης και των ΗΠΑ), παρά του «εγγύς εχθρού» (κυβερνήσεις στη Μέση Ανατολή). Ο Αλ Ζαουάχρι την ανέτρεψε ενώ άρχισε να καλλιεργεί δεσμούς με τις κατά τόπους κοινότητες. Η Αλ Κάιντα άρχισε να πουλά υπηρεσίες κράτους, προστασία, ασφάλεια, ακόμη και διακυβέρνηση.
Γρήγορα η στρατηγική απέδωσε καρπούς σε μια μεγάλη ζώνη από την Αφρική, στην Υεμένη και το Αφγανιστάν· ειδικά στο τελευταίο η Αλ Κάιντα έχτισε σχέσεις με τους Ταλιμπάν.
Η απόσχιση, το 2014, μιας ομάδας ακραίων που σχημάτισαν το ISIS στο Ιράκ και τη Συρία θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφική για την Αλ Κάιντα. Οι άνθρωποι του ISIS αποδείχτηκαν πιο πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για προπαγάνδα, αλλά βέβαια δεν έφτανε μόνο αυτό. Η βαρβαρότητα που επέδειξαν δεν θα μπορούσε να κερδίσει συμπάθειες, ενώ αντίθετα η πραγματιστική πολιτική του Αλ Ζαουάχρι απέδιδε καρπούς.
Ως το 2019, με την κατάρρευση του ISIS, η Αλ Κάιντα ήταν ξανά σε θέση αν διεκδικήσει την παγκόσμια ηγεσία του τζιχαντισμού. Μια εικόνα για τη νέα προσέγγιση δείχνει η ανακοίνωση της Αλ Κάιντα μετά την πτώση της Καμπούλ, η οποία είναι σε χαμηλούς τόνους, σε σχέση με τους πολεμικούς τόνους του Μπιν Λάντεν, αλλά χωρίς να εγκαταλείπει τα οράματα για την κυριαρχία.
Συνεχής αλλαγή
Αυτό είναι, λοιπόν, το μυστικό της. Η Αλ Κάιντα αλλάζει και επαναπροσδιορίζει τον τόπο όπου στρέφει την προσοχή της, ενώ φροντίζει να εκμεταλλεύεται κάθε τρόπο για να επεκτείνει την επιρροή της.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Guardian «η Αλ Κάιντα επέζησε 33 χρόνια επειδή εξελίχθηκε». Από τη Σαουδική Αραβία η οποία ενδιέφερε την Αλ Κάιντα αρχικά (λόγω καταγωγής του Μπιν Λάντεν), κατάφερε να συγκινήσει -έστω με τον τρόπο της- ένα μαζικό κοινό χάρη στα θεαματικά, πολυαίμακτα χτυπήματά της.
Παγκοσμιοποιήθηκε, με άλλα λόγια, σε εποχή ακατάσχετης παγκοσμιοποίησης. Ανακάλυψε το ίντερνετ και αποκεντρώθηκε με μικρές, δορυφορικές οργανώσεις. Αργότερα, επικεντρώθηκε και πάλι σε μικρότερης εμβέλειας στόχους, χωρίς να ξεχνά τα κοινωνικά δίκτυα και τον ρόλο τους στην προπαγάνδα.
Σήμερα, είναι άγνωστη η κατάσταση της υγείας του Αλ Ζαουάχρι – ίσως κιόλας να έχει πεθάνει. Ο διάδοχος είτε δεν υπάρχει ακόμη, είτε μας είναι ακόμη άγνωστος. Η οργάνωση όμως μπορεί να επιβιώσει.