Μέχρι τώρα, οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί υπέθεταν ότι το βακτήριο της πανώλης Yersinia pestis, που μεταδίδεται από ψύλλους τρωκτικών, δεν διέσχισε τη Σαχάρα προς το νότο, σύμφωνα με την ερτ.
Μέχρι σήμερα, οι ερευνητές δεν έχουν βρει καμία αναφορά στην πανούκλα στα λίγα γραπτά αρχεία της μεσαιωνικής υποσαχάριας Αφρικής, ούτε μαζικούς τάφους που να θυμίζουν τους λεγόμενους «λάκκους του Μαύρου Θανάτου» που έχουν βρεθεί στην Ευρώπη. Επιπλέον, ούτε οι Ευρωπαίοι εξερευνητές του 15ου και 16ου αιώνα βρήκαν σημάδια της νόσου, αν και οι επιδημίες συνέχισαν να μαστίζουν την Ευρώπη.
Τώρα όμως, οι επιστήμονες ανακάλυψαν νέα στοιχεία τα οποία, όπως λένε, αποτελούν ένδειξη ότι η πανούκλα έπληξε και την υποσαχάρια Αφρική. Τα στοιχεία αυτά, που παρουσιάστηκαν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα σε συνέδριο στο Παρίσι, είναι μέχρι στιγμής έμμεσα, σύμφωνα με τη γενετίστρια Αν Στόουν του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα.
Η πανούκλα στην Αφρική
Η πανούκλα ενδημεί σε μέρη της Αφρικής ακόμη και σήμερα και οι περισσότεροι ιστορικοί υποθέτουν ότι έφτασε εκεί τον 19ο αιώνα από την Ινδία ή την Κίνα. Ο αρχαιολόγος Ζεράρ Σουίν αναρωτήθηκε αν η πανούκλα είχε φτάσει στην υποσαχάρια Αφρική πολύ νωρίτερα, όταν ανέσκαψε την γεωργική κοινότητα Ακροκρόγουα (Akrokrowa) στην Γκάνα, η οποία ιδρύθηκε γύρω στο 700 π.Χ. και ήταν περιτριγυρισμένη από τάφρο και υψηλούς χωμάτινους τύμβους. Ο ερευνητής διαπίστωσε ότι κάποια στιγμή στα τέλη του 13ου αιώνα, η Ακροκρόγουα και όλοι οι άλλοι χωμάτινοι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους.
«Υπήρξε μια βαθιά, δομική αλλαγή στα πρότυπα των οικισμών», ανέφερε ο Σουίν, «ακριβώς την ώρα που ο Μαύρος Θάνατος μαινόταν σην Ευρασία και τη Βόρεια Αφρική». Ο επιστήμονας ανακάλυψε και έναν άλλο εγκαταλελειμμένο οικισμό, αυτή τη φορά, στη Νιγηρία.
Εκτός από τον Σουίν, και άλλοι αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει εγκαταλελειμμένα χωριά που χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα, στο Κιρικόνγκο (Kirikongo) της Μπουρκίνα Φάσο. Εκεί, οι άνθρωποι καλλιεργούσαν, έβοσκαν βοοειδή και επεξεργάζονταν τον σίδηρο συνεχώς για πάνω από 1500 χρόνια. Όμως, κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, ο πληθυσμός του οικισμού μειώθηκε ξαφνικά στο μισό. Παράλληλα, οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να βρουν στοιχεία για φυσικές ή πολεμικές καταστροφές. Αυτές οι ξαφνικές αλλαγές στους πληθυσμούς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, μοιάζουν εντυπωσιακά με εκείνες που παρατηρήθηκαν στις Βρετανικές Νήσους κατά τη διάρκεια της πανώλης του Ιουστινιανού, από τον έκτο έως τον όγδοο αιώνα μ.Χ..
Οι ιστορικοί ανακάλυψαν σε αιθιοπικά κείμενα του 13ου, 14ου και 15ου αιώνα, αναφορές για επιδημίες, συμπεριλαμβανομένης μιας που σκότωσε «τόσους πολλούς ανθρώπους που δεν έμεινε κανείς να θάψει τους νεκρούς».
Αν και δεν είναι σαφές ποια ήταν η ασθένεια, η ιστορικός Μαρί- Λωρ Ντερά, του Γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών στο Παρίσι, διαπίστωσε ότι τον 15ο αιώνα, οι Αιθίοπες «υιοθέτησαν» δύο Ευρωπαίους αγίους που θεωρείτο ότι προστάτευαν από την πανούκλα, τον Άγιο Χαράλαμπο και τον Άγιο Σεβαστιανό.
Ορισμένα γενετικά στοιχεία υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία. Για παράδειγμα, μια μελέτη του 2016 που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Cell Host & Microbe», αποκάλυψε ότι ένα ξεχωριστό υποσύνολο του βακτηρίου Yersinia pestis που σήμερα απαντάται μόνο στην Ανατολική και Κεντρική Αφρική, είναι ξάδελφος ενός στελέχους στελέχη που βρέθηκε στην Ευρώπη του 14ου αιώνα. Πρόκειται για τον πλησιέστερο εν ζωή «συγγενή» του μεσαιωνικού στελέχους του «Μαύρου Θανάτου». Αυτός ο ξάδελφος της πανώλης έφτασε στην Ανατολική Αφρική πιθανότατα τον 15ο ή 16ο αιώνα – αφού ένα άλλο, εξαφανισμένο πλέον στέλεχος του Yersinia pestis σάρωσε τη Δυτική Αφρική.
Ωστόσο, για να επιβεβαιωθεί αυτή η θεωρία, οι επιστήμονες θα πρέπει να συνεχίσουν να αναλύουν ανθρώπινα λείψανα από την υποσαχάρια Αφρική εκείνης της εποχής. Αν και η ζέστη και η υγρασία στην περιοχή αυτή καταστρέφουν γρήγορα το DNA, οι επιστήμονες πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να το ανιχνεύσουν στα ανθρώπινα δόντια, όπου είναι πιο πιθανό να διατηρηθεί.