Τον τελευταίο χρόνο παρατηρούμε μια λίαν αυξημένη διπλωματική και στρατιωτική κινητικότητα του Ερντογάν για την Διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο σε συγκερασμό με την περαιτέρω στρατικοπόιηση του, το οποίο είχαμε επισημάνει πολύ νωρίτερα, με κυριότερη έκφανσή της, την αποδοχή των κατεχομένων από τον "Οργανισμό τουρκικών κρατών", με την ιδιότητα του παρατηρητή και την δημιουργία βάσης drones στο Λευκόνοικο καθώς και ναυτικής βάσης στην Καρπασία.
Σε αυτήν την προσπάθεια του Τούρκου Προέδρου είναι συστρατευμένος ο φίλα προσκείμενα σε αυτόν τουρκικός τύπος και τα ΜΜΕ της γειτονικής χώρας, όπου αναφέρουν πως το μέλλον της ΤΔΒΚ είναι στην Ασία και την Αφρική.
Η ΤΔΒΚ θα πρέπει να παρουσιάσει μια ολιστική στρατηγική βασισμένη στη συνεργασία με τις αφρικανικές χώρες. Για παράδειγμα, το «ΤΔΒΚ-Αφρική Οικονομία και Επιχειρηματικό Φόρουμ» μπορεί να οργανωθεί για να προωθήσει τις οικονομικές και κοινωνικές ευκαιρίες της ΤΔΒΚ σε Αφρικανούς γραφειοκράτες και επιχειρηματίες.
Ο Rauf Raif Denktaş (1925-2012), ο ιδρυτικός ηγέτης της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), είπε στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Νοέμβριο του 1983, αμέσως μετά την ανακήρυξη της ΤΔΒΚ: «Νιώθετε άβολα με το ότι οι τουρκοκυπριακές αρχές ανακηρύσσουν το ανεξάρτητο κράτος μας. Το είπες. λέτε ότι η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου είναι άκυρη. Λέω επίσης ότι χθες αγνόησατε την Κίνα για 30 χρόνια. Αγνοήσατε την Ανατολική Γερμανία για 25 χρόνια. Αλλά δεν πειράζει, γιατί τώρα κάθονται εδώ μαζί μας και σας χαιρετούν με σεβασμό..."
Το είδαν ως μπλόφα
Όταν ανακηρύχθηκε η ΤΔΒΚ στις 15 Νοεμβρίου 1983, τα περισσότερα κράτη, ιδιαίτερα η ελληνική πλευρά, εκτίμησαν ότι αυτό το κράτος, που κήρυξε την ανεξαρτησία του, δεν θα διαρκέσει πολύ. Σύμφωνα με αυτούς, η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας ήταν μια μπλόφα για να πείσουν τους Έλληνες να καθίσουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Σύγχυση υπήρξε και στην Τουρκία σχετικά με την ΤΔΒΚ. Ίσως ενδιαφέρον και εξίσου τραγικό είναι ότι μεταξύ των Τουρκοκυπρίων δεν ήταν λίγος ο αριθμός των ανθρώπων που ήταν δύσπιστοι για την ύπαρξη και το μέλλον της ΤΔΒΚ. Αυτό ήταν το πιο αδύναμο μέρος της ΤΔΒΚ. Το κράτος γεννήθηκε, αλλά η μοίρα του ήταν άγνωστη. Αυτή η αβεβαιότητα είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο τόσο στο κοινό όσο και στις επίσημες αρχές. Επιπλέον, ενίσχυσε τη θέση της ελληνικής πλευράς.
Σε όλες τις διαπραγματεύσεις που προσέγγισαν μια λύση, όπως το Σχέδιο Ανάν (2004) και το Crans-Montana (2017), έγινε αποδεκτό το δικοινοτικό, διζωνικό μοντέλο ομοσπονδίας που έβαλε τέλος στην ύπαρξη της ΤΔΒΚ.
Τέτοιες διαπραγματεύσεις δεν ήταν μοναδικές στη δεκαετία του 2000.
Από τη δεκαετία του 1970, η φόρμουλα της ομοσπονδίας βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την Κύπρο και ακόμη και η ανακήρυξη της ΤΔΒΚ δεν μπορούσε να εξαφανίσει τη θέση της ομοσπονδίας από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Απαίτηση ίσης κατάστασης
Σημείο καμπής για την ΤΔΒΚ ήταν η Διάσκεψη της Γενεύης στις 27 Απριλίου 2021. Η άτυπη Διάσκεψη για την Κύπρο σε μορφή 5+1 πραγματοποιήθηκε υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) με τη συμμετοχή των κυπριακών μερών και των εγγυήτριων χωρών (Τουρκία , Ελλάδα και Αγγλία).
Για πρώτη φορά η τουρκική πλευρά ήρθε στο τραπέζι με νέο σχέδιο εκτός των παραμέτρων του ΟΗΕ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες συνομιλίες.
Η τουρκική αντιπροσωπεία δήλωσε επίσημα ότι δεν θα διαπραγματευόταν πλέον τη θέση της ομοσπονδίας, υποστηρίζοντας ότι οι διαπραγματεύσεις για μια «διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία» επί μισό αιώνα δεν απέφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Ο Πρόεδρος της ΤΔΒΚ Ερσίν Τατάρ παρουσίασε στον Αντόνιο Γκουτέρες έναν οδικό χάρτη 6 σημείων, εξηγώντας ότι οι επόμενες διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να γίνουν μόνο για την πρόταση «λύσης δύο κρατών».
Στις προτάσεις που έκανε ο Τατάρ, ήθελε την αναγνώριση της κυρίαρχης ισότητας και του ισότιμου διεθνούς καθεστώτος που είναι εγγενής στον τουρκοκυπριακό λαό. Στην πραγματικότητα, η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε όλα τα προσόντα να είναι κράτος όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η τουρκική πλευρά είχε αναπτύξει το μοντέλο της «λύσης δύο κρατών» με βάση την πραγματικότητα στο νησί.
Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε να γίνει αποδεκτή η ύπαρξη δύο χωριστών κρατών στην Κύπρο και τα δύο αυτά κράτη να ζήσουν δίπλα-δίπλα στο πλαίσιο των κανόνων καλής γειτονίας και καλής θέλησης. Έτσι, για πρώτη φορά στις διεθνείς διαπραγματεύσεις, έγινε ένα συγκεκριμένο βήμα προς τη συνέχιση της ύπαρξης της ΤΔΒΚ και όχι τον τερματισμό της.
Ένα ιστορικό κατώφλι
Πολλοί ήταν δύσπιστοι για την πρόταση «λύσης δύο κρατών», η οποία επισημοποιήθηκε στη Γενεύη, μέχρι την ομιλία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.
Γιατί μέχρι τότε πολλοί ειδικοί δεν δίσταζαν να δηλώσουν ότι η πρόταση αυτή ήταν προσωρινή και κάθε άλλο παρά κρατική πολιτική. Όμως η ομιλία του Ερντογάν προκάλεσε τη διάλυση αυτής της ατμόσφαιρας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Ερντογάν μιλώντας από το βήμα του ΟΗΕ, είπε:
«Καλούμε τη διεθνή κοινότητα να βάλει τέλος στη δίωξη των Τουρκοκυπρίων, που προσπαθούν να διαχωριστούν από τον κόσμο με εμπάργκο, σε αντίθεση με τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και να αναγνωρίσει επίσημα την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου το συντομότερο δυνατό».
Μάλιστα, με αυτό το κάλεσμα που απεύθυνε σε όλο τον κόσμο από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο Ερντογάν ζήτησε «λύση δύο κρατών», δήλωσε ότι η πρότασή του είχε πλέον μετατραπεί σε κρατική πολιτική.
Αυτό σήμαινε αποσαφήνιση των μυαλών που θολώνονταν για την ύπαρξη και το μέλλον της ΤΔΒΚ. Έτσι, η ύπαρξη της ΤΔΒΚ αποκτούσε μια ηθική ισορροπία. Για να το πούμε πιο ξεκάθαρα, για πρώτη φορά, η ΤΔΒΚ εγκατέλειπε την ψυχολογική αμυντική της θέση έναντι των Ελληνοκυπρίων.
Το γεγονός ότι η ΤΔΒΚ έλαβε την ιδιότητα μέλους παρατηρητή, στον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών στην 9η Σύνοδο Κορυφής των Αρχηγών Κρατών του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών (TDT), που πραγματοποιήθηκε στις 11 Νοεμβρίου στην πόλη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, με θέμα «Νέο Εποχή για τον Τουρκικό Πολιτισμό- Προς Κοινή Ανάπτυξη και Ευημερία» καταγράφεται ως μια σημαντική πολιτική εξέλιξη.
Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν γεγονότα που θεράπευσαν τις ψυχολογικές αδυναμίες της ΤΔΒΚ .
Προς αυτή την κατεύθυνση, η πρόσφατη επίσκεψη του αντιπροέδρου της Γκάμπια Badara Joof στον Πρόεδρο της ΤΔΒΚ Ersin Tatar μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια έκρηξη-σήμα ιστορικής ρήξης.
Η Δημοκρατία της Γκάμπια μπορεί να είναι μια μικρή χώρα της Δυτικής Αφρικής, αλλά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εκ των προτέρων τι είδους τρύπα στον τοίχο θα σκάψει η Γκάμπια.
Η συγκυρία είναι πλέον υπέρ της Τουρκίας
Για το λόγο αυτό, μια από τις πιο στρατηγικές κινήσεις που πρέπει να γίνουν σε μια εποχή που η Τουρκία δυναμώνει στην Αφρική θα πρέπει να είναι η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της ΤΔΒΚ και των αφρικανικών χωρών.
Είναι πολύ δύσκολο για την ΤΔΒΚ να λάβει διπλωματική υποστήριξη από δυτικές χώρες.
Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλες αυτές οι χώρες αντιτίθενται στη λύση των δύο κρατών που υποστηρίζουν η ΤΔΒΚ και η Τουρκία.
Ως εκ τούτου, θα ήταν μια ρεαλιστική προσέγγιση για την ΤΔΒΚ να στραφεί προς τις ασιατικές και αφρικανικές χώρες και να προσπαθήσει να δημιουργήσει διπλωματικές, πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις εκεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι πολύ σημαντικό να αναδιοργανωθεί η Προεδρία της ΤΔΒΚ και το Υπουργείο Εξωτερικών, στο όραμα της εξωτερικής πολιτικής ώστε να συμπεριλάβει χώρες της Ασίας και της Αφρικής και να υιοθετήσει μια στρατηγική αποστολή μέσω των ανθρώπων ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής που ζουν στην ΤΔΒΚ.
Μέχρι σήμερα, οι Ελληνοκύπριοι έχουν παίξει πιο ενεργό ρόλο στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες σε σύγκριση με τους Τουρκοκύπριους.
Προφανώς, δεν δόθηκε μεγάλη σημασία σε αυτές τις χώρες από την ΤΔΒΚ. Αυτό ήταν ένα σοβαρό λάθος.
Ωστόσο, αυτές οι χώρες αποτελούν τη βασική ραχοκοκαλιά του ΟΗΕ.
Σήμερα η συγκυρία σε Ασία και Αφρική είναι υπέρ της Τουρκίας.
Επομένως, στην παρούσα συγκυρία, είναι απαραίτητο να δράσουμε πολύ γρήγορα για να μετατραπεί η νέα ψυχολογική κατάσταση της ΤΔΒΚ σε στρατηγικό αποτέλεσμα. Οι συναισθηματικές αντιδράσεις στα γεγονότα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια δείχνουν την ψυχολογική και πολιτική ηθική κατάρρευση της ελληνοκυπριακής διοίκησης και της Ελλάδας.
Φυσικά, η ελληνοκυπριακή και η ελληνική πλευρά θα είναι σε εγρήγορση στην Ασία και την Αφρική και θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν την αναγνώριση της ΤΔΒΚ εκεί.
Ωστόσο, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες είναι πολύ πιθανό να πιαστούν από την ισχυρή πολιτική ηγεσία της Τουρκίας. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική πλευρά δεν είχε αποτελεσματική δύναμη στην Ασία και την Αφρική όπως ήταν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα οι Έλληνες δεν έχουν την ίδια ισχύ σε αυτές τις χώρες.
Όπως είναι γνωστό, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας ιδρύθηκε το 1963, προκειμένου οι αφρικανικές χώρες να αποκτήσουν την ανεξαρτησία και κυριαρχία τους και να τερματίσουν την αποικιοκρατία στην Αφρική.
Η οργάνωση συμμετείχε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Ο Κύπριος Πρόεδρος της εποχής Μακάριος είχε ενεργό ρόλο στην Ομάδα των Αδέσμευτων με την αντιαποικιακή του ρητορική. Ωστόσο, αυτή η περίοδος έχει τελειώσει.
Η ελληνοκυπριακή διοίκηση είναι πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της «αποικιακής Δύσης».
Προς αυτή την κατεύθυνση, η ΤΔΒΚ μπορεί να δημιουργήσει διπλωματικές επαφές με τον Οργανισμό Αφρικανικής Ένωσης, ο οποίος μετονομάστηκε σε Αφρικανική Ένωση (AfB) το 2002, και να καταβάλει προσπάθειες να γίνει «μέλος παρατηρητής» του οργανισμού.
Ενώ θα τα κάνει όλα αυτά, από την άλλη, αναπτύσσοντας πολιτική, κοινωνική και οικονομική συνεργασία με τις αφρικανικές χώρες, διατηρώντας την ειρήνη και τη σταθερότητα, μπορεί να ξεκινήσει μια σοβαρή πρωτοβουλία για τη λήψη αμοιβαίων βημάτων σε θέματα όπως η καταπολέμηση των επιδημιών.
Εν ολίγοις, η ΤΔΒΚ θα πρέπει να προτείνει μια ολιστική στρατηγική βασισμένη στη συνεργασία με τις αφρικανικές χώρες.
Διαπιστώσεις-Συμπεράσματα
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι οι Τούρκοι αναγνωρίζουν πως το ψευδοκράτος δεν θα τύχει αναγνώρισης από Ευρωπαϊκές χώρες, καθώς επίσης και την εμβάθυνση των σχέσεων της Κύπρου και Ελλάδας με ΕΕ και Δύση γενικότερα.
Το γεγονός αυτό τους ωθεί στη διαμόρφωση της εξωτερικής τους πολιτικής στο συγκεκριμένο θέμα, στο να αναζητήσουν την Διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους μέσω Αφρικανικών και Ασιατικών χωρών, όπου εκτιμούν πως θα βρούν πρόσφορο έδαφος , ποντάροντας στην ποτικοοικονομική διείσδυση της Τουρκίας σε αυτές, στην αδυναμία που αυτές επιδεικνύουν σε όλους τους τομείς, ως κράτη, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ζάμπια, της οποίας ο Αντιπρόεδρος επισκέφθηκε το ψευδοκράτος, δίνοντας του έμμεσα υπόσταση κράτους και στην κατά τη γνώμη τους αδυναμία της Ελληνικής και Κυπριακής εξωτερικής πολιτικής σε αυτές.
Αναγνωρίζουν ωστόσο ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα κινηθούν αποτρεπτικά σε αυτές τις Τουρκικές κινήσεις.
Η Ελληνική αντίδραση
Αντιλαμβανόμαστε ότι η Τουρκική εξωτερική πολιτική με ή χωρίς τον Ερντογάν στην εξουσία, αναφορικά με το Κυπριακό, δεν πρόκειται να αλλάξει εφεξής , κινούμενη στη βάση της δημιουργίας 2 ανεξάρτητων κρατών στην Κύπρο, αφού αυτό εξυπηρετεί και τα ευρύτερα σχέδια της Άγκυρας για τη ΝΑ Μεσόγειο και τον προσπορισμό μέσω του ψευδοκράτους μεγάλου μέρους των κοιτασμάτων φυσικού αερίου που βρίσκονται στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Επίσης γίνεται αντιληπτό ότι η Τουρκία θα στραφεί σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, καθώς και του Οργανισμού Τουρκικών κρατών, προκειμένου να πετύχει την Διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους στην Κύπρο
Με δεδομένο αυτό Ελλάδα και Κύπρος θα πρέπει να ανασχέσουν την τουρκική προσπάθεια, προβαίνοντας στις εξής κινήσεις:
1.Ενεργοποίηση των Πατριαρχείων από πλευράς εκκλησίας στις εν λόγω περιοχές , για συστράτευση του αποδήμου Ελληνισμού , μαζί με τα ΥΠΕΞ Ελλάδας-Κύπρου και των διπλωματικών αποστολών τους στις εν λόγω χώρες, για άσκηση της επιρροής τους στις τοπικές κυβερνήσεις, προκεινέμου να μην ευοδωθεί η προσπάθεια της Τουρκίας για αναγνώριση του ψευδοκράτους από αυτές.
Για τον λόγο αυτό προτείνεται η δημιουργία κοινού φορέα υπό κεντρικό έλεγχο του ΥΠΕΞ είτε της Κύπρου, είτε της Ελλάδας.
2. Βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη πολιτικών-εμπορικών-οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με τις Αφρικανικές-Ασιατικές και χώρες του τουρκικού κόσμου και όχι περιθωριωποίησή τους από εμάς.
3. Κατάδειξη σε αυτές της ισχυρής θέσης Ελλάδας και Κύπρου εντός της ΕΕ και της προώθησης των συμφερόντων τους στις Βρυξέλλες με όχημα τον Ελληνισμό, κάτι το οποίο αδυνατεί να προσφέρει η περιθωριοποιημένη σε ΕΕ-ΗΠΑ και Δύση γενικότερα Τουρκία.