Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), σε εξέλιξη βρίσκεται μια επίμονη διασυνοριακή επιδημία σαλμονέλλωσης. Τα πρώτα κρούσματα, τα οποία οφείλονται σε μολυσμένα προϊόντα κρέατος και συγκεκριμένα κεμπάπ, ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 2017 και συνεχίζονται σε πέντε χώρες της Ε.Ε., στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αναφέρει έκθεση του ECDC, η οποία δημοσιεύθηκε την Πέμπτη (30/03/2023).
Συνολικά έχουν αναφερθεί 210 κρούσματα στις εξής χώρες: Δανία (2), Γαλλία (111), Γερμανία (26), Ιρλανδία (4), Ολλανδία (34), Ηνωμένο Βασίλειο (32) και ΗΠΑ (1 ). Η πλειονότητα των περιπτώσεων έχει συνδεθεί με εστιατόρια που σερβίρουν κεμπάπ.
Σύμφωνα με την έκθεση, πιθανώς τα εν λόγω προϊόντα περιέχουν μολυσμένο κρέας κοτόπουλου. Μάλιστα, η σαλμονέλα ενδέχεται να κυκλοφορεί στην αλυσίδα παραγωγής κρέατος πουλερικών της Ε.Ε., τουλάχιστον στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία.
Τα περιστατικά σαλμονέλλωσης που χρειάστηκαν νοσηλεία, κυμαίνονται από 16,7% στο Ηνωμένο Βασίλειο, έως 29,4% και 38,5% στη Γαλλία και τη Γερμανία, αντίστοιχα. Δεν έχουν αναφερθεί θάνατοι.
Το ECDC προειδοποιεί ότι είναι πιθανό να εμφανιστούν νέες λοιμώξεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η Johanna Takkinen, εμπειρογνώμονας του ECDC, καλεί τις αρμόδιες αρχές των χωρών να προχωρήσουν σε έρευνες για την κατανάλωση κρέατος πουλερικών και συναφών προϊόντων, σε στενή συνεργασία με τις αρχές ασφάλειας τροφίμων.
Η σαλμονέλα είναι ένα από τα κυριότερα παθογόνα αίτια των τροφιμογενών λοιμώξεων, καθώς και το κύριο βακτηριακό αίτιο των επιδημιών τροφιμογενούς αιτιολογίας στην Ευρώπη. Αποτελεί συχνή αιτία διαρροϊκού συνδρόμου στα παιδιά και στους ηλικιωμένους, αλλά μπορεί να προσβάλει όλες τις ηλικιακές ομάδες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) για την Ελλάδα, το διάστημα 2004-2020, η σαλμονέλλωση παρουσίασε υψηλότερη συχνότητα δήλωσης στα παιδιά ηλικίας 0-14 ετών και ιδιαίτερα στην ηλικιακή ομάδα 0-4 έτη. Η συχνότητα του νοσήματος παρουσίασε εποχική διακύμανση, με αύξηση κατά τους θερινούς μήνες και κορύφωση τον Αύγουστο. Το ποσοστό των κρουσμάτων που ανέφεραν σύνδεση με άλλο κρούσμα ήταν 16,8%. Οι πέντε συχνότερα αναγνωρισμένοι ορότυποι ήταν οι S. Enteritidis, S. Typhimurium, monophasic S. Typhimurium, S. Bovismorbificans και S. Oranienburg.
Για το διάστημα μετά το 2020, η μείωση της δηλωθείσας επίπτωσης της σαλμονέλλωσης πιθανόν οφείλεται στην πανδημία COVID-19, κατά την οποία ενδεχομένως α) η εφαρμογή περιοριστικών μέτρων περιόρισε την έκθεση του πληθυσμού σε πιθανούς παράγοντες κινδύνου, β) μειώθηκαν οι επισκέψεις στις υπηρεσίας υγείας, γ) μειώθηκαν οι εργαστηριακοί έλεγχοι για τη διάγνωση του νοσήματος, δ) αυξήθηκε η υποδήλωση στα συστήματα επιτήρησης.