History

1821: Η πολιορκία της Λιβαδειάς και η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο

Γράφει ο
Δημήτρης Λάμπρου

Δεν είναι μόνον η καταστροφή της πλέον πολυάνθρωπης, της πιο πλούσιας και της ισχυρότερης πόλης στην Ανατολική Ελλάδα, ούτε ο μεγάλος φόρος αίματος που οι Λιβαδείτες πλήρωσαν με χίλιους πεντακόσιους -ή κατ’ άλλους δύο χιλιάδες νεκρούς. Είναι κυρίως η Εξοδος των πολιορκημένων κατοίκων από το Κάστρο της πόλης, η οποία, απετέλεσε προάγγελο της ιστορικής, της μεγάλης Εξόδου του Μεσολογγίου και σηματοδότησε την ακλόνητη αποφασιστικότητα των Λιβαδειτών, των Ελλήνων για την κατάκτηση της πολιτικής τους ελευθερίας. Ή, όπως το θέτει ο κορυφαίος ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης Διονύσιος Κόκκινος:

Η ηρωική αυτή έξοδος των ενόπλων Λειβαδιτών με τα γυναικόπαιδα διά μέσου των τάξεων του τουρκικού στρατού, καλώς προπαρασκευασθείσα, δεν είχεν πολλάς ζημίας. Εξήντα μόνον εκ των δύο χιλιάδων, υπολογιζόμενων και των γυναικόπαιδων, εχάθησαν. Πολύ ολίγοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν του απεγνωσμένου και του επικινδύνου του τολμήματος. Αλλ’ η πράξις αυτή, νέον ηρωικόν κίνημα των Λειβαδιτών μετά την κήρυξιν της επαναστάσεως και την υπεράσπισιν της γέ­φυρας της Αλαμάνας από τους περί τον Διάκον συμπολίτας των, είναι η πρότυπος μικρογρα­φία του μετ’ ολίγα έτη επισυμβάντος δράματος της εξόδου εις το Μεσολόγγι”.

Οταν έγιναν γνωστές οι πρώτες ειδήσεις για τον ξε­σηκωμό των χριστιανών στην ελληνική χερσόνησο, οι τουρκικές στρατιές που πολιορκούσαν τον Αλή πασά στην Ηπειρο έλαβαν εντολή να σπεύσουν -μετά την ε­ξόντωσή του- προς ενίσχυση των Οθωμανών της Τριπολιτσάς, Ομως για να διαπεραιώσουν στην Πελοπόννησο έπρεπε να καταπνίξουν τις εστίες της εξέγερσης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Δράμαλης επιτέθηκε από τη Λάρισα και διέλυσε τα σώματα των Θεσσαλών και δια­σκόρπισε τους επαναστάτες του Πηλίου. Ο Χουρσίτ πασάς, υπεύθυνος για τη Νότια Ελλάδα, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ι­κανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν στην Ανατολική Στερεά με στόχο την κατάπνιξη της ελληνι­κής εξέγερσης και ακολούθως την εισβολή στην Πελο­πόννησο. Οι δύο στρατηγοί, αφού εξουδετέρωσαν τον Αθανάσιο Διάκο στην θρυλική μάχη της Αλαμάνας κι αφού ηττήθηκαν στο Χάνι της Γραβιάς από τη στρα­τηγική ιδιοφυΐα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, εμφανί­στηκαν στις αρχές Ιουνίου στις πύλες της Λιβαδειάς και για την ακρίβεια στρατοπέδευσαν στο Τουρκοχώρι. Από εκεί, όπως ο Ιωάννης Φιλήμων περιγράφει στο Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως
“απέστειλαν προς τον Οδυσσέα από κοινού Χατσή Μαχμούτ αγάν τινα, Κρητικόν, πρώην βοεβόνδαν Λεβαδείας, υπισχνούμενοι λήθην μεν των πα­ρελθόντων, αξιώσεις δε μεγάλας και αμοιβάς, ει εφιλιούτο μετ’ αυτών και ενήργει ειλικρινώς διά την υποταγήν των κατοίκων. Εν ταύτη τη ώρα ο Οδυσσεύς δύο τινά επεδίωκε, πρώτον το κέρδος καιρού τινος, έως αν φθάση η βοήθεια των Πελοποννησίων, και δεύτερον την αναστολήν της περαιτέρω κινήσεως των εχθρών, όπως οι πεδινοί παραμερίσωσι τας οικογενείας αυτών και τα ποί­μνια. Ωφελούμενος λοιπόν εκ της περιστάσεως ταύτης, υπεκρίθη επιτηδείως, εζήτησεν ως όρο ίνα μη προχωρήσωσιν οι πασσάδες και εξαγριώσωσιν ούτω τον κόσμον, και υπεσχέθη ότι συνομιλήσει μετά των γερόντων του τόπου, ίνα πείση αυτούς προς την υποταγήν
Ματαίως οι Τούρκοι περιέμενον επί ημέρας τινάς αποτέλεσμα τι. Και διά τούτο κινήσαντες τη 9η Ιουνίου κατά της Λεβαδείας, προσε-κάλεσαν εις υποταγήν τους κατοίκους αυτής επί αμνηστεία και πλήρει ασφάλεια ζωής, τιμής και ιδιοκτησίας, αποστείλαντες τον αυτόν Χατσή Μαχμούτ αγάν βοεβόνδαν. Οι Λεβαδειείς ουδεμίαν εδέχθησαν ομιλίαν μετ’ αυτού, ειδοποιήσαντες μόνον ότι έχουσι πόλεμον. Εξελθόντες μάλιστα προσέβαλον τούτον και τους πεντακοσίους αυτού ιππείς, ότε εφόνευσάν τινας και εφονεύθησαν ολίγοι. Ούτε την έκτασιν και το απερίφρακτον της πόλεως έβλεπον, ούτε περί των συνεπειών της προσβολής κατά πόλεως πληθούσης γυ­ναικοπαίδων εσκέπτοντο, Εστηρίζοντο μεγάλως επί τη παρουσία του Οδυσσέως, εισελθόντος τότε εις την πόλιν, και λίαν παρήγορον είχον ελπίδαν περί της πελοποννησιακής βοηθείας. Ο Οδυσσεύς προέτρεψεν αυτούς όπως αποσύρωσιν ευθύς όλα τα γυναικόπαιδα την νύκτα. Ουκ εισακούσθη όμως, διότι υπέρ παν άλλο εκυρίευε τότε το πλήθος ο ενθουσιασμός και η απειρία”.

Επίθεση στη Λιβαδειά

CONTINUE READING

Οπως βλέπουμε, οι δύο πασάδες, αφού μέχρι τις 9 Ιουνίου έμειναν στο Τουρκοχώρι περιμένοντας απάντηση από τον Ανδρούτσο στην πρότασή τους για ειρηνική υποταγή των κατοίκων, αμνηστία και αμοιβή για τους αρχηγούς τους, ξεκίνησαν για τη Λιβαδειά, όπου λίγο πριν φτά­σουν έστειλαν και πάλι απεσταλμένους στους προκρίτους με προτάσεις για ειρήνη,

Παίρνει τη σκυτάλη ο Διονύσιος Κόκκινος, που περιγράφει με συγκλονι­στική ενάργεια τα γεγονότα:

Αλλ’ οι Λειβαδίται, που είχαν εμπιστοσύνην εις τας δυνάμεις των και είχαν εγκαρδιωθή από την είδησιν της ευρισκομένης καθ’ οδόν ε­νισχύσεως των Πελοποννησίων, δεν εδέχθησαν καμμίαν συνεννόησιν, ούτε εφρόντισαν διά παρελκύσεως με δήθεν διαπραγματεύσεις να κερδίσουν καιρόν έως ότου δυνηθούν τα εις την επαρχίαν ευ­ρισκόμενα σώματα ή οι αναμενόμενοι εκ Πελοποννήσου να τους βοηθήσουν. Τουναντίον έκαμαν έξοδον εκ της πόλεως και επετέθησαν κατά των προφυλακών του εχθρού. Τούτο ήτο εντελώς άστοχον. Διότι, εκτός της ανεπαρκείας της δυνάμεως που διέθεταν προς υπεράσπισιν του φρουρίου απέναντι τόσον ισχυρού εχθρού, η πόλις ήτο απολύτως άφρακτος και τα γυναικόπαιδα εκτεθειμένα εις άμεσον κίνδυνον εν περιπτώσει προσβολής. Ο Ανδρούτσος, που είχε κατορθώσει να εισδύση εις την πόλιν, τους συνεβούλευσε ν’ απομακρύνουν κατά την νύκτα τα γυναικό­παιδα προς τα ορεινά μέρη. Αλλ’ οι Λειβαδίται δεν ηθέλησαν να ακούσουν τον έμπειρον αρχηγόν. Επιπολαία αντίληψις ηρωισμού τους παρωθούσεν εις άμυναν μέχρις εσχάτων ή μάλλον εις την παραμονήν των εις την πόλιν μεθ’ ολοκλήρου του πληθυσμού, διότι η πραγματική άμυνα ήτο αδύνατος“.

Στις 10 Ιουνίου τρία σώματα τουρκικών στρατευμάτων έκαναν επίθεση στην πόλη. Στη θέα των Τούρκων στρατιωτών, γυναίκες και παιδιά, ο ά­μαχος πληθυσμός εν γένει, πάγωσε και καταλήφθηκε από τρόμο. Ετρε­χαν στους δρόμους καταδιωκόμενοι προσπαθώντας να βρουν οδό διαφυγής από τον θάνατο, κραύγαζαν και θρηνούσαν με τέτοια ένταση που σκέπαζε κι αυτούς ακόμα τους πυροβολισμούς. Και συνεχίζει:.

Οσοι είχαν όπλα εκλείσθησαν εις τα ισχυρότερα σπίτια και επυροβολούσαν, αλλά ετούτο επέτεινε την σύγχυσιν του πληθυσμού, την μανίαν των εισβαλλόντων και την καταδίωξιν. Η φρουρά της πόλε­ως εκλείσθη εις το παλαιόν φρούριον μαζί με μερικούς από τους άνδρας του Ανδρούτσου. Αλλά η καταφυγή εις το φρούριον δεν είχεν άλλον λόγον παρά την κατά το δυνατόν προστασίαν των γυ­ναικοπαίδων. Το φρούριον δεν ήτο δυνατόν να αντισταθή επί πο­λύ εις τον διαθέτοντα ήδη ισχυρόν πυροβολικόν εχθρόν, και ο Αν­δρούτσος κρίνων ορθώς ότι η βοήθειά του θα ήτο αποτελεσματικωτέρα αν είχεν ελευθέρας κινήσεις -δεν διέθετεν, άλλωστε, παρά ολίγους άνδρας- έφυγεν από την Λειβαδιάν προς την Γρανίτσαν“.

Το ίδιο το βράδυ του αποκλεισμού, ο Ανδρούτσος επικεφαλής διακοσί­ων πενήντα στρατιωτών περνάει στον βράχο της Αγίας Ιερουσαλήμ απέναντι από το κάστρο της Λιβαδειάς και όπως αναφέρει ο Τάκης Λάππας:
Για να ψυχώσει τους κλεισμένους στο κάστρο της Λειβαδιάς και να τους δώσει είδηση πως κει κοντά τριγυρίζει, φτάνει στον αντίπερα από το κάστρο βράχο της Αγιουρσαλής. Ρίχνει από το καταρράχι πάνω μια μπαταριά για σύνθημα και πηγαίνει στο χωριό Σούρπη“.

Η σφαγή των Λιβαδειτών

Συνεχίζοντας την παράθεση των γεγονότων ο Δ. Κόκκινος περιγράφει τον όλεθρο που ακολούθησε την κατάληψη της φημισμένης πολιτείας: “Η πόλις εγκατελείφθη εις το έλεος του εχθρού. Οι δρόμοι της κα­τέστησαν θέατρον των δραματικωτέρων σκηνών μεταξύ των διωκόντων και των διωκομένων γυναικών και παιδιών, ενώ τα σπίτια ελεηλατούντο. Εις χιλίους ανήλθον περίπου οι νεκροί, μεταξύ των ο­ποίων ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών που εσφάγησαν δεν ήτο μικρός. Δυόμισι χιλιάδες γυναικόπαιδα ηχμαλωτίσθησαν και εις δύο ακόμη χιλιάδας υπελογίσθησαν οι κλεισθέντες εις το φρού­ριον”. 

Ο Ανδρούτσος από τη Γρανίτσα μετέβη στη Σούρπη, για να συνεννοη­θεί με τους άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην επαρχία για το τι μέλλει γενέσθαι, για την επίθεση στους Τούρκους και τη λύση της πο­λιορκίας του φρουρίου – υπήρχε ενημέρωση για όσα διαδραματίζονταν εκεί από έναν ποιμένα που έμπαινε από τη μικρή είσοδο στον χώρο που εικάζεται ότι βρίσκεται το Τροφώνειο μαντείο. Ο Γκούρας έφτασε τέσσερις μέρες μετά.

Εν τω μεταξύ έφθασεν η εκ Πελοποννήσου αναμενομένη βοήθεια διά των Μεγάρων. Ο Ανδρούτσος έσπευσε να συνάντηση τους ερ­χομένους εις το Στεβενίκο και από εκεί ωδήγησε τους καταφθάσαντας πρώτους Νικηταράν και Ηλίαν Μαυρομιχάλην και Τσαλαφατίνον εις την Σούρπην. Οι ελθόντες ολίγον αργότερα άλλοι αρχηγοί, εις τους οποίους είχαν ήδη προστεθή ο Κυριακούλης Μαυρομιχά­λης, ο Σταυριανός Καπετανάκης και ο Χατζη-Βασιλείου, εξ αγνοίας της οδού, έπεσαν προ ενός οχυρώματος των Τούρκων κατά την μονήν της Ιερουσαλήμ και κατόπιν απωλείας δεκαπέντε ανδρών κα­τέφυγον εις την Γρανίτσαν όπου ωχυρώθησαν. Εκεί, μεταξύ των ευρισκομένων εις την Σούρπην και των ωχυρωμένων εις την Γρανίτσαν, κατεστρώθη σχέδιον νυκτερινής εφόδου κα­τά του εχθρικού στρατοπέδου“.

Η άφιξη του Ηλία Μαυρομιχάλη στο Στεβενίκο έγινε γνωστή στο κάστρο της Λιβαδειάς και αναπτέρωσε το ηθικό των πολιορκούμενων Λιβαδειτών, Ο Ιωάννης Φιλήμων διασώζει αυτό που στόμα με στόμα έλεγαν μετα­ξύ τους οι καταπονημένοι Ελληνες του κάστρου: Ό Μπεζαϊντές έφτασε στο Στεβενίκο”, περιγράφοντας τον Ηλία Μαυρομιχάλη, τον νεαρό και γενναιότατο γιο του μπέη της Μάνης, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.

Οι Πελοποννήσιοι

Πάντα σύμφωνα με τον Διονύσιο Κόκκινο, στρατιωτικές δυνάμεις “κατά τας αρχάς Ιουνίου απεστάλησαν εις την Ανατολικήν Ελλάδα υπό του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη κατόπιν αιτήσεως των εκεί αρχη­γών και πιθανώτατα μόνον του Ανδρούτσου. Αι συνεχιζόμενοι πολιορκίαι των φρουρίων της Πελοποννήσου και ιδίως της Τριπολιτσάς, όπου ήτο εστραμμένη όλη η προσοχή, δεν επέτρεπαν την απομάκρυνσιν ούτε ενός ανδρός. Τουναντίον οι πολιορκηταί είχον αυτοί ανάγκην βοηθειών διά να γίνουν κύριοι των φρουρίων και επομένως κύριοι της καταστάσεως, πριν διαβούν τον Ισθμόν ισχυρά τουρκικά στρατεύματα. Εν τούτοις διά να απο­τραπή ο κίνδυνος της τουρκικής εισβολής εκρίθη ανάγκη να ενισχυθούν οι εις την Ανατολικήν Ελλάδα μαχόμενοι εναντίον του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ Μεχμέτ Ρουμελιώται αρχηγοί. Ο αγών της Ανατολικής Ελλάδος είχεν ακόμη τότε την θέσιν ισχυράς αλλ’ επικινδύνως πιεζομένης προφυλακής της επαναστάσεως της Πελο­ποννήσου”.

Ο τελικός σκοπός, άλλωστε, της εκστρατείας των Τούρκων πασάδων ή­ταν η καταστολή της εξέγερσης από τον Ισθμό και κάτω, όπου εντοπι­ζόταν η ουσιαστική απειλή. Και η επαναστατική αντίσταση σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ελλάδας, που ήταν ανοιχτή από τον βορρά στην προέλαση των στρατευμάτων τους ενοχλούσε και τους εμπόδιζε: έπρεπε να εξουδετερωθεί, για να φτάσουν στην Πελοπόννησο και να χτυπή­σουν την επανάσταση στην κύρια εστία της. Γι’ αυτό και “δεν εβράδυναν εις το περί την Τριπολιτσάν στρατόπεδον να απο­φασίσουν την αποστολή βοηθείας εις την Ανατολικήν Ελλάδα, έστω κι αν εκ τούτου απεσύρωντο εκ της Πελοποννήσου δυνάμεις και αρ­χηγοί χρήσιμοι διά τας ενεργουμένας εκεί πολεμικάς επιχειρήσεις. Την διά την Στερεάν προοριζομένην εκ Πελοποννήσου δύναμιν α­νέλαβε, κατόπιν εντολής του Κολοκοτρώνη, να οργανώση ο Νικητα­ράς, απησχολημένος έως τότε με την πολιορκίαν του Ναυπλίου. Ο Νικηταράς άφησεν εις το Ναύπλιον αντικαταστάτην του τον αδελφόν του Νικόλαον, παρέλαβε τους διαθεσίμους εκ των ανδρών του και μετέβη εις το Αργος, όπου τον ηκολούθησαν με τους υπ’ αυ­τούς άνδρας ο Ηλ. Μαυρομιχάλης, ο Ν, Δεληγιάννης και ο Αχ. Θε­οδωρίδης και όλοι μαζί μετέβησαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον του Ακροκορίνθου, το απησχολημένον με την πολιορκίαν του φρουρίου. Εκεί ηνώθησαν μαζί των ο Δημ. I, Κριεζής με Υδραίους, ο Κυρ. Δουζίνας, ο Χριστ. Μέξης και ο Γεωργ. Κριεζής με Ποριώτας και Σπετσιώτας και εξεκίνησαν διά την Στερεάν“.

Το αποτυχημένο σχέδιο της ελληνικής αντεπίθεσης

Η ελληνική δύναμη ανερχόταν σε χίλιους διακόσιους άντρες. Επελέγησαν τα σημεία απ’ όπου θα γινόταν η επίθεση, αποφασίστηκε ο χρόνος για την έφοδο και ορίστηκαν οι αρχηγοί. Ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς θα έκαναν επίθεση εκεί όπου είχε στήσει τις σκηνές του ο Ομέρ Βρυώνης. Το σχέδιο ήταν καλό, αλλά στην εκτέλεσή του συνέ­βη κάτι που θα εμπόδιζε την ευόδωσή του. Ο Δ. Κόκκι­νος αναφέρει ότι “ενώ εκινείτο η ελληνική εμπροσθοφυλακή, οι στρατιώται του Γκούρα την εξέλαβαν ως τουρκικόν απόσπα­σμα και ήρχισαν να την πυροβολούν. Επήλθε σύγχυσις και αταξία. Η επίθεσις ανεκόπη και ανεβλήθη δι’ άλλην νύκτα. Αλλά εκ του επεισοδίου τούτου απεκαλύφθη και η θέσις των Ελλήνων και το σχέδιόν των. Την επο-μένην έγινεν επίθεσις τριών χιλιάδων τουρκικού στρα­τού και εξακοσίων Αλβανών εναντίον των ευρισκομέ­νων εις την Γρανίτσαν. Οι Ελληνες επολέμησαν γενναί­ως, αλλ’ η εναντίον των επιπεσούσα δύναμις ήτο με­γάλη. Τριάντα νεκροί έπεσαν και μεταξύ αυτών ο επιδείξας πραγματικόν ηρωισμόν και μαχόμενος εις την πρώτην σειράν Δουζίνας. Ο Ανδρούτσος κατέφθασεν εγκαίρως και απασχολήσας τους Τούρκους απήλλαξε τους υπερασπιστάς της Γρανίτσας από του κινδύνου και έδωσε τέλος εις την μάχην. 
Επέκειτο ήδη η εκτέλεσις της νυκτερινής εφόδου κατά των Τούρκων κατόπιν της πρώτης ματαιώσεώς της. Η συγκέντρωσις όλων έγινεν εις την Σούρπην. Αλλά ο Ομέρ Βρυώνης, που είχεν ήδη κατοπτεύ­σει μόνος του τας ελληνικάς θέσεις, επρόλαβεν. Επί κεφαλής πέ­ντε χιλιάδων στρατού και με την σύμπραξιν του Κιοσσέ Μεχμέτ ενήργησεν νυκτερινήν επίθεσιν κατά του ελληνικού στρατοπέδου. Οι προ του χωρίου ευρισκόμενοι Ελληνες φρουροί καταληφθέντες εξ απροόπτου κατεσφάγησαν. Και θα ήτο οικτρά η τύχη των στρατοπεδευόντων εις την Σούρπην και μη αναμενόντων ακόμη επίθεσιν και κοιμωμένων κατ’ εκείνην την ώραν, αν ο ευρισκόμενος με τους Τούρκους αρχηγούς Χρήστος Παλάσκας δεν είχεν μίαν ευφυά έμπνευσιν διά να τους σώση. Είπεν εις τον Ομέρ Βρυώνην και τον Κιοσσέ Μεχμέτ ότι δεν ήρμοζεν εις στρατηγούς όπως αυτοί και εις ισχυρόν σουλτανικόν στρατόν να επέρχεται αθορύβως ως εξ ενέ­δρας εναντίον τόσον ασημάντου εχθρού και ότι, διά να δείξουν ό­τι δεν φοβούνται τους ολίγους κλέφτες της Σούρπης, έπρεπε να διατάξουν να αρχίσουν να κτυπούν τα τύμπανα τα αναγγέλλοντα την πολεμικήν πορείαν. Ηθελε να ειδοποιηθούν δι’ αυτού του τρό­που οι Ελληνες αρχηγοί περί της ενεργουμένης επιθέσεως. Τα τουρκικά τύμπανα ήρχισαν να κτυπούν δαιμονιωδώς, πριν οι Τούρ­κοι εισέλθουν εις την Σούρπην, και οι Ελληνες επρόφθασαν να φύ­γουν εκείθεν και να σκορπισθούν“.

Η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο

CONTINUE READING

Υστερα από αυτά χάθηκε κάθε ελπίδα για τους πολιορκούμενους Λιβαδείτες, οι οποίοι εν συνεχεία δέχτηκαν νέες προτάσεις με ευνοϊκούς ό­ρους, για να αναχωρήσουν από το φρούριο χωρίς κίνδυνο, από τους πασάδες που βιάζονταν να φύγουν από την περιοχή. Οι έγκλειστοι, απελ­πισμένοι καθώς δεν ανέμεναν βοήθεια από πουθενά πια, συμφώνησαν στην παράδοση του φρουρίου και δεδομένου ότι δεν θα δέχονταν ό­χληση από τους Τούρκους. Ομως ο Παλάσκας, επειδή φοβόταν αιματο­κύλισμα κατά την έξοδό τους, με ένα του νεύμα την ώρα που άνοιγαν την πύλη για να μπουν οι Τούρκοι, απαίτησε να την κλείσουν ξανά πα­ρά τη συμφωνία. Τελικά αποφασίστηκε η έξοδος από το φρούριο δια­μέσου του τουρκικού στρατοπέδου τη δέκατη έβδομη ημέρα από την έ­ναρξη της πολιορκίας, οπότε:

Οι Λειβαδίται με τους ενόπλους επί κεφαλής, με τα γυναικόπαιδα εις το μέσον και με οπισθοφυλακήν ώρμησαν έξω από την προς το Τροφώνειον μαντείον πύλην του φρουρίου. Οι αποτελούντες την εμπροσθοφυλακήν με τα σπαθιά εις τα χέρια ήνοιξαν δίοδον διά τα ακολουθούντα γυναικόπαιδα μεταξύ των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι καταληφθέντες εξ απροόπτου υπεχώρησαν επ’ ολίγον, αλλά έπειτα εστράφησαν εις καταδίωξιν των εξελθόντων. Η ηρωική αυτή έξοδος των ενόπλων Λειβαδιτών με τα γυναικόπαιδα διά μέ­σου των τάξεων του τουρκικού στρατού, καλώς προπαρασκευασθείσα, δεν είχεν πολλάς ζημίας. Εξήντα μόνον εκ των δύο χιλιά­δων, υπολογιζομένων και των γυναικοπαίδων, εχάθησαν. Πολύ ολί­γοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν του απεγνωσμένου και του επικινδύνου του τολμήματος. Aλλ’ η πράξις αυτή, νέον ηρωικόν κίνημα των Λει­βαδιτών μετά την κήρυξιν της επαναστάσεως και την υπεράσπισιν της γεφύρας της Αλαμάνας από τους περί τον Διάκον συμπολίτας των, είναι η πρότυπος μικρογραφία του μετ’ ολίγα έτη επισυμβάντος δράματος της εξόδου εις το Μεσολόγγι“.

Την ηρωική έξοδο και τις τραγικές στιγμές της παράδοσης των ανήμπο­ρων να ακολουθήσουν Λιβαδειτών περιγράφει και ο Ιωάννης Φιλήμων: “Μετά παρέλευσιν δε τριών ημερών απεφάσισαν, συμφωνήσαντες προς αλλήλους οι Λεβαδειείς, όπως οι μεν παντη αδύνατοι, ανίκα­νοι και άοπλοι μείνωσιν εν τω φρουρίω, οι δε λοιποί εξέλθωσιν διά πολέμου. Ητο ήδη 17η ημέρα της πολιορκίας (δηλ. 26 Ιουνίου 1821). Ούτω δε εξελθόντες εκ της μικράς προς το Τροφώνειον πύ­λης οι ένοπλοι επέπεσον αίφνης κατά των εκεί εχθρών, κατεδιώχθησαν ωσεί μίαν ώραν, και διεσώθησαν απωλεσθέντες περίπου εξήκοντα. Ηκολούθησαν αυτούς και ικανά γυναικόπαιδα εκ των μάλ­λον ευρώστων και ωκυπόδων. 
Παραδοθέντες τη επιούση τους λοιπούς του φρουρίου οι πασσάδες ουδόλως εκάκωσαν. Εξ εναντίας και αμνηστεία απένειμαν και διά παντός δυνατού τρόπου εφιλοφρονήθησαν τούτοις και ως ο Κεχαγιά βεγής εν τω Άργει, κατέστησαν τας συνήθεις αρχάς του βοεβόνδα, του καδδή και των προεστώτων. Ως βοεβόνδαν μεν διώρισαν τον Χατσή Μαχμούτ αγάν, ως καδδήν δε τον Χατσή Σερήφ εφφένδην και ως προεστώτας τον Νικόλαον Νάκον, Ιωάννην Λογοθέτην και Δημήτριον Σαράτσογλουν, αρχιέμπορον όντα (μπεζιργιάμπασην) του Κιοσσέ Μεχμέτ πασσά“.

Ο Ομέρ Βρυώνης για την καταστροφή της Λιβαδειάς

Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τα γεγονότα της πολιορκίας και της Εξόδου στη Λιβαδειά παρουσιάζουν οι εκθέσεις των Οθωμανών στρατηγών. Ο Ομέρ Βρυώνης γράφει στον διοικητή του στρατοπέδου στη Λαμία, τον Χαλίλ Μπέη, και ο Κιοσέ Μεχμέτ στον Χουρσίτ πασά. Ομως ο ταχυδρό­μος που μετέφερε τις επιστολές συνελήφθη στις Θερμοπύλες από ελ­ληνικό στρατιωτικό απόσπασμα και τα έγγραφα έφτασαν στα χέρια των Ελλήνων αρχηγών,

Ο Ομέρ Βρυώνης εμφανίζεται αλαζονικός και αδίστακτος: “… Εις την Λεβαδείαν εμβαίνοντες αρχήσαμεν τον πόλεμον. Επασχίσαμεν πολύ με κολακείας να καταπείσωμεν τους Ρωμαίους διά να προσκυνήσωσι και να μη διαφθαρή η πόλις, Πλην εστάθηοαν χαΐνιδες και πεισματώδεις, Εν ω δε αυτοί επέμενον εις την κακίαν των, εγώ έκαμα το στράτευμά μου εις τρία μπουλούκια, και την αυγήν, ότε εφώναξε ο χότσας, ήρχισα τον πόλεμον, νικήσας όλους τους εις Λεβαδείαν απίστους. Επήραμεν κεφαλάς 1.000, αυτία αρκετά και μήτας. Εως 1.000 ακόμη αναθεματισμένους εκλείσαμεν εις τας οι­κίας, μη ευρόντας καιρόν φυγής. Και, διά να ευκολυνθή το ασκέ­ρι, εδόσαμεν φωτιάν, και διά θαύματος Θεού ηκολούθησε συγχρό­νως σφοδρότατος αήρ, από τον οποίον ενδυναμωθείσα η φωτιά περιετριγύρισε τα τέσσαρα της χώρας μέρη. Το εν τρίτον αυτής εκάη, καθώς και όλοι οι κλεισμένοι, ως ποντικοί, εκτός μερικών πε­σόντων από τας σκέπας των εσπητίων και σκοτωθέντων. Εως 1.500 άπιστοι εμβήκαν εις το φρούριον, τους οποίους 16 ολοκλήρους η­μέρας επολεμούσαμεν και με τα κανόνια. Το φρούριον τούτο δεν ήτο επισκευασμένον, και εκ τούτου εβοηθήθημεν να βλάψωμεν αρ­κετούς. Εις εν χωρίον πλησίον της Λεβαδείας, όπου εστρατοπέδευεν ο Οδυσσεύς, εστείλαμεν μερικούς ιππείς και πεζούς, οι οποί­οι με τον ορισμόν του Θεού επέρασαν από την σπάθην 150 αρχηγούς απίστους με τους στρατιώτας των, και επλήγωσαν πολλούς, κινδυνεύοντας και τούτους. Πολλοί αναθεματισμένοι εχαλάσθηκαν. Οι εδικοί μου έκαυσαν τα χωρία των. Οι πολιορκημένοι άπιστοι βλέ­ποντες αυτόν τον καϊγμόν, απελπίσθησαν. Μερικοί από τούτους κλέπται ερρίφθησαν κάτω με την άλυσσον την νύκτα, και εθανατώθησαν όλοι. Οι λοιποί την αυγήν εζήτησαν ράι, και ημείς τους εδέχθημεν. Μετά ταύτα διωρίσαμεν καδδήν, βοϊβόδαν και κοτσαπάσιδας. Εδόσαμεν ομοίως ράι και εις τα χωρία, καθήμενα τώρα εις την ησυχίαν των, θεωρούντα το αλισβερίσι των και απέχοντα από τους κλέπτας. Το στράτευμά μας τροπαιούχον εφορτώθη από λά­φυρα και θησαυρούς, οι δε άπιστοι εντροπιασμένοι εψόφησαν, εσκλαβώθησαν και υπέκλιναν. Αυτά ηκούσατε. Αλλ’ ο Βαϊράμ πασσάς και Χατσή Βεκήρ πασσάς πλησιάζουν να έλθουν εις το Ζητούνι; Α­πό τα Ιωάννινα ελπίζομεν να έλθη στρά­τευμα αρκετό αυτάς τας ημέρας; Με τον ίδιον, καθώς και με τους προτέρους πε­ζούς, να μας φανερώσετε περί των ειρημένων πασσάδων, πώς είναι και πού ευρί­σκονται…” 

Ο Κιοσέ Μεχμέτ

Η προς τον στρατάρχη Χουρσίτ πασά, που ήταν ο μέγας βεζύρης, έκθεση του Κιοσέ Μεχμέτ πασά για την άλωση της Λιβαδειάς θεωρείται “λίαν μετριοπαθής και κατά τα πολλά φιλαλήθης” από τον Ιωάννη Φιλήμονα που διασώζει και τις δύο επιστολές:

“Πληροφορώ την υμετέραν Υψηλότητα, ό­τι εις τας 23 (11) Ιουνίου έφθασα ενώπιον της Λεβαδείας… Οι ραγιάδες της επαρχίας ταύτης έσφαξαν το μεγαλήτερον μέρος των Μουσουλμάνων, παρεβίασαν τας γυ­ναίκας αυτών και έκαμαν δούλους τας οι­κογενείας. Επέμενον εις την αποστασίαν’ και, ότε έμαθον ότι στρατεύματα εκινούντο εναντίον αυτών, συνήθροισαν τους προς τα όρια αποστάτας, τους σχηματίζο­ντας την προφυλακήν του Μορέως, και ωχυρώθησαν εν τη πόλει. Οπως αποφύγω την καταστροφήν του τόπου, επολιτεύθην προς αυτούς μετ’ επιτηδειότητος, αποστείλας διαφόρους απεσταλ­μένους. Ούτοι προέτρεψαν τούτοις την αποφυγήν της επαπειλουμένης δυστυχίας, και εγνωστοποίησαν ότι, εάν υπετάσσοντο, η υ­ψηλή Πύλη απονέμει αυτοίς συγχώρησιν και ασφάλειαν. Αλλ’ εις ουδέν λογισάμενοι οι ραγιάδες την μεγαλόψυχον ταύτην προσφοράν, συνωρκίσθησαν, όπως μη θεωρώνται εν τω μέλλοντι ως ρα­γιάδες, και ήρξαντο του πυροβολισμού εκ του φρουρίου και των οχυρωμάτων. 

Περί την αυγήν ο στρατός εσχηματίσθη εις τρεις γραμμάς, και η μάχη ήρξατο. Η νίκη εκηρύχθη υπέρ των Μουσουλμάνων, και το με­γαλήτερον μέρος των αποστατών κατεκερματίσθη. Περίπου των χι­λίων άνδρες εσώθησαν εις το φρούριον, και χίλιοι πεντακόσιοι εν ταις οικίαις. Εθεσα το πυρ εις μίαν ή δύο εξ αυτών, όπως φωτίσω την εμπροσθοφυλακήν του στρατού και δυνηθώ έφοδον εις περίστασιν ανάγκης. Βίαιος άνεμος, αιφνιδίως πνεύσας, ηύξησε την πυρκαϊάν. Σχεδόν το ήμισυ των μεγάλων τούτων και ωραίων οικο­δομών εγένετο βορά των φλογών, και μετά πολλού κόπου διεσώ­θησαν αι εις τα υψηλότερα της πόλεως κείμενοι. Επειδή το πυρ ηπείλει και την οικίαν, εν η ευρισκόμην, μετέβην εξ ανάγκης εις άλλην. 

Καθ’ ην έφθασα ημέραν ενώπιον της Λεβαδείας, εις καπετάνιος, λε­γόμενος Λυσσέος (φωτό), εξήλθε της πόλεως μετά πολλών άλλων, και συ­νήγαγε μίαν φύκτην στρατιωτών εν τινι χωρίω, μακράν της Λεβαδεί­ας εν και ήμισυ μίλιον. Οφείλων τότε, όπως δι’ όλων των μέτρων αποτρέψω την βοήθειαν αυτών υπέρ των αποστατών, των περικυκλουμένων εν τω φρουρίω, προσέβαλον το χωρίον μετά δισχιλίων. Ο εχθρός εκτυπήθη καθ’ ολοκληρίαν. Εκατόν πεντήκοντα νεκροί, ε­κτός άλλων τόσων τραυματιών, έμειναν επί του πεδίου της μάχης. Οτε δε είδον οι εν τω φρουρίω εχθροί, ότι ουδεμία δι’ αυτούς σω­τηρία υπήρχεν, εκρημνίσθησαν εν τη απελπισία αυτών από των προτειχισμάτων. Πολλοί εφονεύθησαν, και άλλοι ηκρωτηριάσθησαν διά του τρομεροτέρου τρόπου. Οι δ’ έτι μείναντες εντός της ακρο­πόλεως, εζήτησαν χάριν δι’ εαυτούς, τας γυναίκας και τα τέκνα αυ­τών. Απένειμα ταύτην. 
Εις την μάχην αυτήν επέκεινα των τρεισχιλίων εχθρών εχάθησαν διά του σιδήρου και των φλογών. Καθώς λέγει το Κοράνιον: “όταν κερδίσης την νίκην κατά του εχθρού σου, απόδως την συγχώρησιν, ί­να αποδείξης την ευγνωμοσύνην σου” και επειδή το λοιπόν μέρος των αποστατών εστηρίχθη επί τη μεγαλοψυχία και τη επιεικεία της υψηλής Πύλης, διά τούτο απένειμα αυτοίς την συγχώρησιν, άμα εβεβαίωσαν την υποταγήν εαυτών και, ότε εζήτησαν την άδειαν της επανόδου εις τας οικίας αυτών, εις μπουλούκμπασης εστάλη μεθ’ ενός αποσπάσματος, ίνα δεχθή τούτους κατά την έξοδον εκ της α­κροπόλεως και οδηγήση εις τας εστίας αυτών. Τούτο εγένετο μετά πολλής επισημότητος, ανευφημουμένων των νικητών, ενώπιον των οποίων έφερον και παρέδιδον τας σημαίας αυτών οι αποστάται”.

Οπως καθίσταται φανερό, με βάση όλες τις πηγές, περισσότεροι από 1.000 Λιβαδείτες σκοτώθηκαν, αποτεφρώθηκαν ή και κατακρημνίστηκαν τον Ιούνιο-Ιούλιο του 1821 στην άλωση της πόλης από τα οθωμανικά στρατεύματα ποτίζοντας το δέντρο της λευτεριάς με το αίμα τους. Οπως στον ξε­σηκωμό στις 31 Μαρτίου 1821 και μετά στην Αλαμάνα με τον Αθανάσιο Διάκο, οι Λιβαδείτες πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ανεξαρτησία. Η ηρωική έξοδος από το Κά­στρο μένει ορόσημο της παραγνωρισμένης βοιωτικής ιστορίας στη γενναία αυτή γωνιά της Ελλάδας, στην ξακουστή Γκιαούρ Λιβα­δειά.

CONTINUE READING

Οι πρωταγωνιστές της πολιορκίας της Λιβαδειάς

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον Οδυσσέα Ανδρού­τσο ούτε με τον Ιωάννη Γκούρα που είναι γνωστοί Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, όπως και οι Λιβαδείτες πρόκριτοι Νάκος και Λογοθέτης. Οι Πελοποννήσιοι που έσπευσαν να συνδράμουν τους Λιβαδείτες αξί­ζουν όμως μια υπόμνηση. Μερικοί από τους πρωτα­γωνιστές των μαχών γύρω από τη Λιβαδειά είναι οι ακόλουθοι:

Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης (1795 – 1822) ήταν αγωνι­στής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και γό­νος της ιστορικής οικογένειας των Μαυρομιχαλέων, Γεννήθηκε στην Μάνη και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Πολέμησε ηρωικά στις μάχες γύρω από τη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821 μαζί με άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Με την έναρξη του Αγώνα έ­λαβε μέρος στην απελευθέρωση της Καλαμάτας, στην μάχη του Βαλτετσίου όπου διακρίθηκε μαζί με τον θείο του Κυριακούλη, στην πο­λιορκία της Τρίπολης, στην πολιορκία της Ακροκορίν­θου, στην πολιορκία της Α­κρόπολης και στην Εύβοια, όπου στάλθηκε μαζί με τον θείο του Κυριακούλη για να συνδράμει τον Καρύστου Νεόφυτο και τους ο­πλαρχηγούς Μαυροβουνιώτη και Κριεζώτη. Σκοτώθη­κε στα Στύρα Ευβοίας στις 12 Ιανουαρίου του 1822 στη θέση Κοκκινόμυλος, όπου αυτοκτόνησε για να μην πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων, ενώ το κεφάλι του κόπηκε και στάλθηκε στην Κωνσταντι­νούπολη, Ο θάνατός του αποτέλεσε σοβαρό πλήγ­μα για την Επανάσταση.

Οταν μαθεύτηκε ο ηρωικός θάνατος του Ηλία Μαυ­ρομιχάλη στην έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσί­ας, στην Ακροκόρινθο, ο Πρόεδρος αυτής Δημ. Υ­ψηλάντης θέλησε να την ανακοινώσει με τρόπο πε­ριφραστικό στον Πετρόμπεη, ο οποίος ήταν Αντι­πρόεδρος της Γερουσίας. Αφού άκουσε με ψυχραι­μία το θλιβερό συμβάν, είπε στον Δημήτριο Υψηλά­ντη: “Μη με λυπάσαι. Εκαμα γιο στρατιώτη, ο οποίος επλήρωσε το χρέος του προς την Πατρίδα!”. Ο ιστο­ρικός Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλεγε “πως μόνο ο Ηλίας ηδύνατο να διαφιλονικήση ποτέ τη στρατιωτική ηγεσία της Πελο­ποννήσου”.Κυριάκος Δουζίνας Καταγόμενος από πλούσια οικογένεια του Πόρου, μύησε τους αδελφούς του στη Φιλική Εταιρεία και α­νακηρύχθηκε επικεφαλής των συμπολιτών του στο στρατόπεδο της Ακροκορίνθου. Ακολούθησε τον Νι­κηταρά στη Λιβαδειά τον Ιούλιο του 1821, όπου και ηρωικά έπεσε στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών, πιθανότατα στο λόφο της Ιερουσαλήμ. Αναγνωρί­στηκε αξιωματικός Ε’ τάξεως. Στη Λιβαδειά πολέμη­σαν και οι αδελφοί του Αλέξανδρος Δουζίνας και Α­ναγνώστης Δουζίνας μαζί με άλλους πολλούς Πο­ριώτες,

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρ­κοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Με­γάλη Αναστάσοβα). Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα και ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώ­νη. Το 1805, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώ­θηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολού­θησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, ό­που εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Να­πολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα εί­χαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ. Ηταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12-13 Μαΐου 1821 (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς, που κρατούσε με 200 άντρες τα Ανω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επετίθεντο με πυροβολικό. Επει­δή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκεί­νη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκο­φάγο. Πολέμησε στη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821. Διακρίθηκε κυρίως στην πολιορκία και την ά­λωση της Τρίπολης.

Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Πέθανε το 1849 στον Πειραιά.Η άλλη πλευρά
Ομέρ Βρυώνης Γενικώς παραδεκτό είναι ότι ο Ομέρ Βρυώνης ανα­δείχθηκε στον σημαντικότερο Οθωμανό στρατηγό κατά τις αρχές της Ελληνικής επανάστασης. Αυτός εκπόρθησε τη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1821 μετά από πολιορκία 17 ημερών. Ο Ομέρ Βρυώνης ήταν Τουρκαλβανός πασάς. Μεγά­λωσε στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Αργότε­ρα πήγε στην Αίγυπτο, όπου βοήθηοε τον Μωχάμετ Αλη στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Μαμελούκων.Γρήγορα απέκτησε φήμη ικανού στρατιωτικού και πλούτη. Επιστρέφοντας στα Ιωάννινα χρησιμοποιήθηκε από τον Αλή στους αγώνες του τελευταίου εναντίον των άλλων πασάδων και του σουλτάνου. Τελικά όμως, προβλέποντας την ήττα του Αλή, τον πρόδωσε και αντα­μείφθηκε με το πασαλίκι του Βεράτιου,Μετά την έκρηξη της Ελληνι­κής Επανάστασης πήρε ε­ντολή να κατεβεί στην Ανα­τολική Ελλάδα, να καταπνί­ξει την επανάσταση της πε­ριοχής και να συνεχίσει προς την Πελοπόννησο. Έ­φυγε από τα Ιωάννινα στις 9 Απριλίου 1821 και προ­σπάθησε να συνθηκολογήσει με μερικούς οπλαρχη­γούς, αλλά απέτυχε. Μετά απ’ αυτό διέλυσε σε μάχη τα τμήματα του Δυοβουνιώτη και Πανουργιά στη Χαλκομάτα και του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμά­να, τον οποίο, αφού αιχμαλώτισε, σούβλισε. Στη συ­νέχεια προχώρησε προς την Αμφισσα, για να περά­σει με πλοία στην Πελοπόννησο. Αλλά στο Χάνι της Γραβιάς συνάντησε αντίσταση από τμήματα Ελλήνων με αρχηγό τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τα οποία τελι­κά νίκησε, αλλά φοβήθηκε να προχωρήσει στην Πε­λοπόννησο. Κατόπιν εισβάλλει στα ορεινά χωριά της Γκιώνας, κυριεύει τη Λιβαδειά και προχωρεί προς την Εύβοια. Αλλά στα Βρυσάκια συναντά ισχυρή αντίσταση και παθαίνει σοβαρές ζημιές, Μετά βάδισε κατά της Αθήνας και έλυσε την πολιορκία της Ακρόπολης. Στο μεταξύ είχε επαναστατήσει η Δυτική Στερεά και οι Αλβανοί είχαν συμμαχήσει με τους Σουλιώτες ενα­ντίον των Τούρκων. Ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς ανα­κάλεσε τον Βρυώνη στα Ιωάννινα, όπου διέσπασε τη συμμαχία και ανάγκασε τους Σουλιώτες σε συνθη­κολόγηση (2 Σεπτεμβρίου 1822) μετά από αποκλει­σμό. Μετά την πτώση του Σουλίου, οι Τούρκοι με αρχηγούς τους Κιουταχή και Βρυώνη πολιόρκησαν το Μεσολόγγι. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα κυ­ρίευσης, τη νύκτα των Χριστουγέννων του 1822, έ­λυσαν την πολιορκία κι αυτό προκάλεσε τη δυσμέ­νεια του σουλτάνου. Αργότερα κατέβηκε πάλι στη Δυτική Στερεά και προσπάθησε για την αποτυχία των άλλων Τούρκων αρχηγών, για να δικαιολογήσει τη δική του. Τέλος, διέλυσε οριστικά το στρατόπεδό του και γύρισε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Βεράτι και τέ­λος στη Θεσσαλονίκη. Μετά χάνονται τα ίχνη του.Ενδεικτικές πηγές βιογραφικών σημειωμάτων:

www.mani.org
www.wikipedia.org

viotiaplus.gr

Follow Pentapostagma on Google news Google News

POPULAR