Ο Σωτηράκης ή Σωτήρος Κουγιάς, καταγόμενος από πλούσια οικογένεια της Τριπολιτσάς, ήταν αντίθετος με τον εθνικό ξεσηκωμό και μάλιστα αρνήθηκε να γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας, όταν το φθινόπωρο του 1820 τον πλησίασε για τον σκοπό αυτό ο πρόκριτος της Ανδρίτσαινας Παναγιώτης Ζαριφόπουλος. Επίσης, έφτασε στο σημείο να προδώσει στους Τούρκους ένα σπίτι μέσα στο οποίο συσκέπτονταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Για καλή τους τύχη, η καταγγελία του θεωρήθηκε αόριστη από τους κατακτητές, επειδή δεν ανέφερε συγκεκριμένα πρόσωπα, κι έτσι δεν ελήφθησαν μέτρα κατά των Ελλήνων.
Ο φιλοτουρκισμός του συνεχίστηκε καθ’ όλο το διάστημα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς από τα ελληνικά στρατεύματα. Απέφυγε να έλθει σε επαφή με τους ευρισκόμενους σε αιχμαλωσία Έλληνες προκρίτους για να μην χάσει την εμπιστοσύνη των Τούρκων. Μόλις τις τελευταίες ημέρες πριν από την άλωση προσφέρθηκε να τους μεταφέρει καθαρά ρούχα στη φυλακή, όταν διαπίστωσε ότι και οι κατακτητές θα έκαναν το ίδιο.
Την ημέρα της άλωσης της Τριπολιτσάς κάποιοι Έλληνες κάτοικοι της πόλης οδήγησαν τον Αργείο οπλαρχηγό Γιαννάκο Νταγρέ ή Δαγρέ στο σπίτι του Κουγιά, τον οποίο κατηγορούσαν ως προδότη. Ο Δαγρές μπήκε στο σπίτι του Κουγιά, τον συνέλαβε, τον ανάγκασε να γονατίσει και άρχισε να τον βασανίζει μπροστά στην οικογένειά του. Του προσφέρθηκαν μεγάλα ποσά για να τον αφήσει ελεύθερο. Αλλά ο Δαγρές δίψαγε για εκδίκηση. Ήταν ενήμερος για τις παρασπονδίες του Κουγιά και ήταν νωπός ακόμη ο θάνατος του αδελφού του Θανάση στη Μάχη της Γράνας πριν από ένα μήνα (10 Αυγούστου 1821).
Ο Δαγρές δεν συγκινήθηκε ούτε από τις ικεσίες της οικογένειας του Κουγιά, ούτε από τις προσφορές της. Έκοψε το αυτί του τριπολιτσιώτη προκρίτου και του το έδωσε να το φάει. Ο ταλαίπωρος Κουγιάς αναγκάστηκε να μασήσει το κομμένο αυτί του. Τότε οι συγγενείς του έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια από την πανίσχυρη οικογένεια των Δεληγιανναίων για να σώσουν τον κατακρεουργημένο άνθρωπό τους. Ήταν, όμως, αργά, καθώς ο εξαγριωμένος Δαγρές τον αποτελείωσε.
Ο Κουγιάς, σύμφωνα με τον συντοπίτη του συγγραφέα και πολιτικό Νικόλαο Σπηλιάδη (1785-1862), δεν υπήρξε προδότης, αλλά φάνηκε άνανδρος την κρίσιμη στιγμή. Προτίμησε να συνταχθεί με τους κατακτητές, επειδή δυσπιστούσε με την επιτυχία της Επανάστασης, όταν η πλειονότητα των ανθρώπων της τάξεώς του διακινδύνευσαν τη ζωή και την περιουσία τους για την επιτυχία του Αγώνα.