Μέσα σε συνθήκες ραγδαίας πνευματικής, οικονομικής και δημογραφικής ανάπτυξης του σκλαβωμένου γένους όλη την εκατονταετία 1715-1821, παράλληλα με την απόκτηση πλούσιας επαναστατικής και πολεμικής εμπειρίας (λόγω των δεκάδων κινημάτων και εξεγέρσεων, ιδίως την περίοδο 1770-1821), αυτοπεποίθησης αλλά και το διάχυτο αίσθημα απογοήτευσης και απόλυτης διάψευσης των ελπίδων για βοήθεια από ξένες δυνάμεις, δημιουργήθηκε η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό της Ρωσίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, που ανέλαβε να συντονίσει όλο τον υπόδουλο ελληνισμό με στόχο την απελευθέρωση του γένους. Η ανάπτυξη της Φιλικής ενώ παρέμενε στάσιμη μέχρι το 1817, εξελίχθηκε ταχύτατα μετά την εγκατάστασή της στην Κωνσταντινούπολη το 1818. Το μεγάλο μυστικό δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί και έπρεπε να παρθούν αποφάσεις για τον τόπο και το χρόνο έναρξης της επανάστασης.
του Χρόνη Βάρσου, Φιλολόγου-ιστορικού ερευνητή
Οι συνθήκες ήταν φαινομενικά υπέρ των Ελλήνων. Η οθωμανική αυτοκρατορία στις αρχές του 19ου αιώνα εισερχόταν, ανεπιστρεπτί, σε μια περίοδο έντονης παρακμής, αντιμετωπίζοντας την σε βάρος της ανατροπή των ισορροπιών στα βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο καθώς και την εξόφθαλμη οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υστέρηση έναντι των Ρώσων και των δυτικών ανταγωνιστών της. Την εντυπωσιακή ισχύ και εδαφική επέκταση της αρχικής περιόδου 1421-1683, ακολούθησαν, ιδίως μετά την ήττα στη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (1683), συνεχείς ατυχείς, μακροχρόνιοι και φθοροποιοί πόλεμοι με Βενετούς, Ρώσους, Αυστριακούς και Πέρσες όλο το προηγούμενο της επανάστασης διάστημα (1683-1812), με συνέπεια τεράστια οικονομικά προβλήματα, αναταραχές και εσωστρέφεια, ιδίως στα χρόνια του σουλτάνου Σελήμ Γ΄ (1789-1807).
Παράλληλα η Υψηλή Πύλη βίωνε και τις περαιτέρω συνέπειες της ανάσχεσης της επεκτατικής της ορμής με τη μορφή μεγάλων τοπικών επαναστάσεων, ποικίλων εξεγέρσεων, αποσχιστικών κινημάτων αλλά και τάσεων αυτονόμησης φιλόδοξων πασάδων, όλο το διάστημα των δύο πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα (1800-1820).
Ο Καραγιώργης Πέτροβιτς Το 1804-1813 εξερράγη η μεγάλη σερβική επανάσταση (υπό τον Καραγεώργεβιτς) την εποχή του Ρωσο-τουρκικού πολέμου (1806-1812) καθώς και η δεύτερη φάση της το 1815-17 (υπό τον Μίλος Ομπρένοβιτς). Η εισβολή όμως του Ναπολέοντα στη Ρωσία τον Ιούνιο του 1812, ανάγκασε την Πετρούπολη να υπογράψει ανακωχή με τους Τούρκους που είχε ως άμεση συνέπεια την ήττα των Σέρβων επαναστατών.
Την περίοδο 1811-1818 στην αραβική χερσόνησο ξέσπασε η Βαχαβιτική εξέγερση (υπό τον Αμπντουλάχ μπιν Σαούντ (1814-1818), του εμιράτου της Ντεράγια του οίκου των Σαούντ, ανεξάρτητου από το 1744-1818), που κατεστάλη με τη βοήθεια του Ιμπραήμ πασά γιού του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου.
Στις επαρχίες της βόρειας Αφρικής και τα τέσσερα μεγάλα πασαλίκια βρίσκονταν υπό καθεστώς ουσιαστικής αυτονόμησης και ημι-ανεξαρτησίας από την Πύλη παρά τη μετέπειτα συμμετοχή τους, κυρίως ναυτική, στην προσπάθεια καταστολής της ελληνικής επανάστασης.
Ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου (1804-1848), ημιαυτόνομος πασάς της Αιγύπτου ήδη από το 1804 (όταν σταθεροποιήθηκε οριστικά η εκεί πολιτική κατάσταση μετά την αναταραχή που επέφερε η εισβολή του Ναπολέοντα και η γαλλική παρουσία την περίοδο 1798-1801), αποτελούσε σημαντικό γεωπολιτικό και στρατιωτικό παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο, με τεράστιες φιλοδοξίες που εποφθαλμιούσε ακόμη και τη θέση του ίδιου του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Η εμπλοκή του μάλιστα στην ελληνική επανάσταση, επικουρικά στην αρχή και απολύτως ενεργά από το 1824 και μετά, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή της.
Η Λιβύη, δυτικότερα, βίωνε μια ανεξαρτησία ήδη από το 1711 υπό τον οίκο των Καραμανλήδων (1711-1835) και ο πασάς της Τρίπολης, Γιουσούφ Ιμπν Αλή Καραμανλή (1795-1832) διατηρούσε απλώς μια χαλαρή αμυντική σχέση με το σουλτάνο.
Στη διπλανή Τυνησία (ημιαυτόνομο πασαλίκι υπό τη δυναστεία των Χουσεϊνηδων την περίοδο 1705-1857), ο πασάς της Τύνιδας, Μαχμούτ Ιμπν Μουχάμαντ (1814-1824) όπως και ο διάδοχός του Αλ Χουσεϊν Β’ Ιμπν Μαχμούντ (1824-1835), ήταν σχεδόν ανεξάρτητοι σύμμαχοι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη.
Τέλος στην Αλγερία, ο Χουσεΐν νταή πασάς (1818-1830) συμπεριφερόταν περισσότερο ως αρχηγός ενός πειρατικού ναυτικού κράτους, συμμάχου του σουλτάνου, παρά ως πιστός υποτελής της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στη Μέση Ανατολή ο εμίρης του Λιβάνου, Μπασίρ Σιχάμπ Β’ (1789-1840) είχε λίαν εχθρικές σχέσεις με την Πύλη ενώ το 1826 συμμάχησε και με τους επαναστατημένους Έλληνες εναντίον του σουλτάνου (αποτυχημένη εκστρατεία των Ελλήνων στη Βηρυτό το Μάρτιο του 1826). Επιπλέον από τον Απρίλιο του 1821 και για 2 χρόνια έως τον Απρίλιο του 1823 θα σημειωθούν στο χώρο Συρίας-Λιβάνου-Παλαιστίνης μεγάλης κλίμακας πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ του Αμπντουλάχ Ιμπν Αλή, βαλή της Σιδώνας (Άκκρα), συμμάχου του Μπασίρ του Λιβάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, εναντίον των φιλοσουλτανικών πασάδων της Δαμασκού , του Χαλεπίου και των Αδάνων για τον έλεγχο της περιοχής.
Ανατολικότερα, ο τοπικός Νταούντ πασάς της Βαγδάτης (1816-1831), είχε αυτονομηθεί τελείως στα πλαίσια του ημιανεξάρτητου πασαλικίου των Μαμελούκων της Βαγδάτης (1704-1831).
Στα Βαλκάνια ο ισχυρότατος Αλβανός πασάς της Σκόδρας, Μουσταφά ή Μουσταής (1810-1831) του οίκου των Μπουσατλί, ηγούνταν ενός (ήδη από το 1757) ημιανεξάρτητου πασαλικίου στη βόρεια Αλβανία. Το 1823 μάλιστα ως σύμμαχος του σουλτάνου θα εκστρατεύσει για πέντε μήνες στη δυτική Ελλάδα (Ιούλιος-Νοέμβριος) και μετά τη μάχη στο Κεφαλόβρυσο θα πολιορκήσει ανεπιτυχώς το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι.
Η περίπτωση του Αλή πασά των Ιωαννίνων (1788-1822) και η αποστασία του ήδη από το Μάρτιο του 1820 καθώς και η στρατιωτική σύγκρουση που ακολούθησε (Ιούλιος 1820-Ιανουάριος 1822) με τα πολυάριθμα σουλτανικά στρατεύματα που στάλθηκαν εναντίον του, βοήθησε τα μέγιστα την ελληνική υπόθεση αφού ενέπλεξε πολύ μεγάλες οθωμανικές δυνάμεις στο χώρο της Ηπείρου αποσπώντας τες από τα κύρια μέτωπα της Ρούμελης και του Μοριά.
Ο 35χρονος σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) αντιμετώπισε δραστήρια την ανταρσία του φιλόδοξου και πολύ ισχυρού πασά από το καλοκαίρι του 1820 και πολυάριθμος οθωμανικός στρατός είχε σταλεί υπό τον Ισμαήλ Πασόμπεη στην Ήπειρο για να επαναφέρει τον απείθαρχο Αλβανό στην τάξη. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (Ιούλιος-Αύγουστος 1820) καταλήφθηκε ουσιαστικά όλο το κράτος του Αλή, από το Μεσολόγγι μέχρι το Δυρράχιο, τουλάχιστον 18.000 άνδρες του με τον Ομέρ Βρυώνη αυτομόλησαν στους σουλτανικούς και ο ίδιος με την από 8.000 Αλβανούς φρουρά του πολιορκούνταν από το φθινόπωρο στο κάστρο των Ιωαννίνων.
Από το Δεκέμβριο του 1820 είχε συναφθεί και μια παράδοξη συμμαχία, προφανώς κατ’ εντολή της Φιλικής Εταιρείας, μεταξύ του Αλή πασά και των Σουλιωτών υπό τον Μάρκο Μπότσαρη, που αρχικά από την Κέρκυρα προσέγγισαν τους σουλτανικούς (τέλη Νοεμβρίου 1820), κατόπιν όμως τάχθηκαν με τον αποστάτη πασά και απελευθέρωσαν έως τα τέλη Δεκεμβρίου το Σούλι και όλη την παλιά τους επικράτεια, προσδοκώντας να παρατείνουν τον οθωμανικό εμφύλιο δρώντας στα μετόπισθεν των Ιωαννίνων και απασχολώντας μεγάλες τουρκικές δυνάμεις. Αυτή η ιδιότυπη ελληνο-αλβανική συμμαχία κράτησε ως τα τέλη του 1821 και έδωσε πολύτιμες ανάσες στην επανάσταση.
Η αποστολή στην Ήπειρο τον Ιανουάριο του 1821 από την Τρίπολη, του εμπειρότατου και ικανότατου Μόρα βαλεσή, Χουρσίτ Αχμέτ πασά, ως αρχισερασκέρη, προς αντικατάσταση του αποτυχόντος Πασόμπεη, διευκόλυνε εξαιρετικά την έναρξη της επανάστασης στο Μοριά. Σύμφωνα με διάφορες προσεγγίσεις, ο σουλτάνος κινητοποίησε εναντίον του Αλή πασά συνολικά 26 πασάδες και 80.000 στρατό. Η τουρκική δύναμη στην Πελοπόννησο αποδυναμωνόταν έτσι αισθητά τόσο σε άντρες όσο και από τη φυσική της ηγεσία, μένοντας με τη λανθασμένη εντύπωση ότι οι πληροφορίες για τον ξεσηκωμό των ραγιάδων ήταν απλά φήμες του ραδιούργου Αλή.
Επιπλέον την ίδια εποχή στα μακρινά ανατολικά σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας διεξαγόταν, από τον Οκτώβριο του 1820, ο 9ος κατά σειράν πόλεμος με τη σιϊτική Περσία του Φαθ Αλή Σαχ (1797-1834), της δυναστείας των Κατζάρων, που η 3ετής διάρκειά του (έως τον Ιούλιο 1823) θα επηρέαζε πολύπλευρα, τη δυνατότητα του σουλτάνου να κινητοποιήσει καθολικά το δυναμικό του εναντίον των Ελλήνων επαναστατών.
Η επανάσταση όμως επρόκειτο να ξεσπάσει και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες διπλωματικές συγκυρίες στις οποίες ζούσε η μεταναπολεόντεια Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας αποτελούμενης από τους νικητές του Ναπολέοντα (Αυστρία, Ρωσία, Πρωσσία, Αγγλία και τη Γαλλία της παλινόρθωσης), εχθρικής σε κάθε επαναστατική κίνηση, υπό τον απόλυτο έλεγχο του αυστριακού καγκελαρίου και υπουργού εξωτερικών Κλέμενς φον Μέττερνιχ (1809-1848).
Στις αρχές του 1820 ο ισπανικός στρατός που ετοιμαζόταν να αποσταλεί στη Λατινική Αμερική για την καταστολή των επί μιας 10ετίας εκεί απελευθερωτικών κινημάτων (ιδίως της επανάστασης του Σιμόν Μπολιβάρ), εξεγέρθηκε στο λιμάνι του Κάδιξ υπό τον στρατηγό Ραφαέλ ντελ Ριέγκα ι Νούνιεζ εναντίον του ισπανού βασιλιά Φερδινάρδου VII (1808/1813-1833). Το Μάρτιο μάλιστα κατέλαβε τη Μαδρίτη και επέβαλε Σύνταγμα στον αιχμάλωτο βασιλιά. Στην περίπτωση της Ισπανίας η Ιερά Συμμαχία αντέδρασε πολύ αργά με την αποστολή 120.000 γαλλικού στρατού εναντίον των επαναστατών μόλις τον Απρίλιο του 1823.
Στη διπλανή Ιταλία από τον Ιούνιο του 1820 ξέσπασε η επανάσταση των Καρμπονάρων υπό το στρατηγό Γουλιέλμο Πέπε στο βασίλειο της Νεάπολης (Δύο Σικελιών) εναντίον του βασιλιά Φερδινάρδου Α΄ (1816-1825). Οι επαναστάτες εισήλθαν στη Νεάπολη και επέβαλαν Σύνταγμα.
Στις 8/20 Οκτωβρίου του 1820 στο Τροππάου συνήλθε το συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας για να αντιμετωπίσει την τρέχουσα κατάσταση που επιδεινώνονταν διαρκώς όπως κατέδειξε και η εξέγερση (16/28 Οκτωβρίου) υπέρ της παραχώρησης Συντάγματος μέσα στην ίδια την Πετρούπολη του επίλεκτου ρωσικού συντάγματος «Σεμενόφσκυ». Την 1/13 Δεκεμβρίου του 1820 αποφασίστηκε από την Ιερά Συμμαχία η επέμβαση του αυστριακού στρατού στη Νεάπολη για την καταστολή της επανάστασης.
Στο βασικό σχεδιασμό των φιλικών, εκτός του ότι λαμβανόταν υπόψη το γενικότερο γεωπολιτικό τοπίο της εποχής, δίνονταν ιδιαίτερο βάρος στην αξιοποίηση της σύγκρουσης του σουλτάνου με τον Αλή πασά και την Περσία αλλά και στην με κάθε τρόπο πρόκληση ρωσο-τουρκικού πολέμου που θα διευκόλυνε απίστευτα το επαναστατικό εγχείρημα, δεσμεύοντας μεγάλες δυνάμεις του οθωμανικού στρατού και στόλου στο Βόσπορο, το Δούναβη και τον Καύκασο.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης Το σχέδιο («Σχέδιον Γενικόν») διαμορφώθηκε αρχικά το Μάιο του 1820 και τον Οκτώβριο στην Οδησσό έλαβε μια πιο ξεκάθαρη μορφή από τον αρχηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη. Προέβλεπε έναρξη της επανάστασης από τις Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας λόγω της εκεί ισχυρής ελληνική πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής παρουσίας, ενώ παράλληλα οι Σέρβοι υπό το Μίλος Ομπρένοβιτς, οι Βλάχοι υπό τοΘεόδωρο Βλαδιμηρέσκου και οι Βούλγαροι θα ξεσηκώνονταν εναντίον του σουλτάνου. Η γεωγραφική επιλογή συσχετιζόταν με το γεγονός ότι σύμφωνα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1812, που τερμάτισε το ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1806-1812, απαγορευόταν η είσοδος του οθωμανικού στρατού στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες χωρίς την άδεια της Ρωσίας. Στη συνέχεια η επανάσταση θα απλωνόταν σε όλο τον ελλαδικό χώρο με επίκεντρο την Πελοπόννησο, δεδομένης της απουσίας του Χουρσίτ στην Ήπειρο. Ήδη από τις 8 Σεπτεμβρίου σε προκήρυξή του ο Αλ. Υψηλάντης από το Ισμαήλιο προς τους κατοίκους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών καλούσε τους Έλληνες πλοιάρχους να ετοιμάσουν τον επαναστατικό στόλο. Στις 7 Οκτωβρίου αποφασίστηκε σε σύσκεψη στο Ισμαήλιο η επίσπευση έναρξης της Επανάστασης από τις Ηγεμονίες και η μετάβαση του αρχηγού στο Μοριά μέσω Τεργέστης. Με γράμμα του καλούσε τους Έλληνες να επαναστατήσουν ενώ αποστέλλονταν ο Παπαφλέσσας στο Μοριά ως εκπρόσωπος της Φιλικής. Στις 24 Οκτωβρίου πάρθηκε στο Κισνόβιο (Κίσινεφ Μολδαβίας) η απόφαση ματαίωσης της μετάβασης του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο και η έναρξη της επανάστασης στις 15 Νοεμβρίου σε Ιάσιο, Βουκουρέστι και Σερβία. Την 1η Νοεμβρίου ακυρώθηκε εκ νέου η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου ενώ το Δεκέμβριο συντάχθηκε το «Μερικόν περί Κωνσταντινουπόλεως Σχέδιον» που περιελάμβανε δολοφονία του σουλτάνου, δηλητηρίαση του πόσιμου νερού των ανακτόρων, συστηματικούς εμπρησμούς στην Κωνσταντινούπολη για την πρόκληση χάους, πυρπόληση του οθωμανικού στόλου και κατάληψη μεγάλων σκαφών της εχθρικής αρμάδας από τα υπηρετούντα σ’ αυτή ελληνικά πληρώματα (περίπου 400 ναυτικοί υπό τον Υδραίο Κων. Γκιούστο). Προβλέπονταν ακόμη και μαζικές μυήσεις Ρώσων αξιωματικών της στρατιάς του Προύθου στο επαναστατικό εγχείρημα προς ευόδωση των επιχειρήσεων στη Μολδοβλαχία.
Τελικά λόγω του φόβου μήπως το μεγάλο μυστικό προδοθεί, των πληροφοριών ότι οι Τούρκοι ήταν ήδη ενήμεροι από τα μέσα Ιανουαρίου για τον ελληνικό ξεσηκωμό (ίσως και από τον Άγγλο πρέσβη στην Πύλη, Στράγκφορδ) και με δεδομένο ότι είχε ήδη εκδηλωθεί η ανταρσία του Βλαδιμηρέσκου έπειτα από συνεννόηση με τον Γ. Ολύμπιο και τη Φιλική Εταιρεία από τις 17 Ιανουαρίου στην Κραϊόβα της μικρής Βλαχίας, αποφασίστηκε στο Κισνόβιο στις 16 Φεβρουαρίου η επανάσταση να ξεκινήσει από τη Μολδαβία στις 27 του μήνα. Παράλληλα προωθούνταν κείμενο ελληνο-σερβικής συμμαχίας στον Μίλος Ομπρένοβιτς από τον Φιλικό Αριστείδη Παππά που όμως συνελήφθη στο Βουκουρέστι στις 27 Φεβρουαρίου.
Στις 21 Φεβρουαρίου ο Β. Καραβίας κατέλαβε το Γαλάτσι ενώ στις 22 ο Αλ. Υψηλάντης, επισπεύδοντας το κίνημα, διέβη τον Προύθο ποταμό, μπήκε στο Ιάσιο και κήρυξε επισήμως πια την επανάσταση στις Ηγεμονίες με την περίφημη επαναστατική του προκήρυξη στις 24 Φεβρουαρίου 1821.
Οι πέντε μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Αυστρία και Πρωσσία) συνεδρίαζαν ξανά στο Λάυμπαχ (Λιουμπλιάνα)(14/26 Ιανουαρίου-1/13 Μαΐου 1821), την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση με αντικείμενο τη βίαιη καταστολή των επαναστάσεων στην Ιταλία και την Ισπανία με την αποστολή αυστριακού και γαλλικού στρατού αντίστοιχα.
Και ενώ ο αυστριακός στρατός ετοιμαζόταν να εισβάλλει στη νότιο Ιταλία, στις 28 Φεβρουαρίου 1821 έφτασαν τα νέα στο Λάυμπαχ για μια νέα καρμποναρική επανάσταση στο Πεδεμόντιο (βασίλειο της Σαρδηνίας) αυτή τη φορά. Οι Ιταλοί επαναστάτες εισήλθαν νικηφόρα στο Τορίνο επιβάλλοντας Σύνταγμα στο βασιλιά Βίκτωρ-Εμμανουήλ Α΄ (1802-1821) και ανατρέποντάς τον υπέρ του διαδόχου του Καρόλου (1821-1831). Μια εβδομάδα (7/19 Μαρτίου) μετά, έφτασε στο Λάυμπαχ, μέσα σε απολύτως δυσμενές για την ελληνική υπόθεση, διπλωματικό περιβάλλον και η είδηση για το κίνημα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες και η επιστολή του στον τσάρο Αλέξανδρο Α’ (1801-1825), με την προσδοκία μιας ευμενούς ρωσικής στάσης.
Εντός του Μαρτίου ο αυστριακός στρατός κατέστειλε βίαια τις δύο επαναστάσεις στην Ιταλία για λογαριασμό της Ιεράς Συμμαχίας: στις 11 Μαρτίου κατέλαβε τη Νεάπολη και στις 27 του μήνα το Τορίνο, διαλύοντας το στρατό των Δημοκρατικών και επαναφέροντας την προτεραία τάξη πραγμάτων.
Με δεδομένο λοιπόν τον υπαρκτό κίνδυνο επέμβασης ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ελλάδα υπέρ του σουλτάνου, απαιτούνταν λεπτοί χειρισμοί, ιδίως από την πλευρά του Έλληνα υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννη Καποδίστρια. Μέσα σ’ αυτό το αρνητικό διπλωματικό τοπίο και με δεδομένη την πολιτική ισχύ του Μέττερνιχ, αποδοκιμάστηκε στις 14 Μαρτίου από τη Ρωσία το κίνημα του Υψηλάντη και δόθηκε η άδεια σε 30.000 οθωμανικά στρατεύματα συγκεντρωμένα κατά μήκος του Δούναβη να εισβάλλουν μετά την 1η Μαΐου στις Ηγεμονίες και να καταστείλουν την επανάσταση.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822)Η διπλωματική ευστροφία όμως του Καποδίστρια με τη μνεία της ρήτρας ουδετερότητας που περιείχε το ρωσικό αυτοκρατορικό διάταγμα καταδίκης του Υψηλάντη, απέκλεισε την ευρωπαϊκή στρατιωτική επέμβαση υπέρ του σουλτάνου, ενώ παράλληλα εργαζόταν μεθοδικά στην κατεύθυνση όξυνσης των ρωσο-τουρκικών διπλωματικών σχέσεων. Η επανάσταση που ξέσπασε στο σύνολο του ελλαδικού χώρου μεταξύ 17-25 Μαρτίου κέρδιζε έτσι πολύτιμο χρόνο έως ότου να στερεωθεί τους επόμενους μήνες τουλάχιστον στα νησιά, το Μοριά, και τη Ρούμελη και να πετύχει τις πρώτες μεγάλες νίκες της σε στεριά και θάλασσα.
** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλαιό ιουλιανό ημερολόγιo