Συνέντευξη στον Μάνο Χατζηγιάννη
“Να υπάρξει αλλαγή στη στρατηγική που ακολουθεί επί σειρά ετών η χώρα μας απέναντι στην άκρως εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας” ζητάει μιλώντας για τα ελληνοτουρκικά στην αποκλειστική του συνέντευξη στο ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ο κ. Λάμπρος Τζούμης, αντιστράτηγος ε.α. και διατελέσας σε καίριες θέσεις στον τομέα της Άμυνας*
Σχολιάζει τις συμφωνίες της χώρας μας με ΗΠΑ & Γαλλία τονίζοντας πως “οι συμφωνίες αυτές δεν επιλύουν από μόνες τους το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας και κανείς δεν επιτρέπεται να διατηρεί την αυταπάτη παροχής εγγυήσεων από οποιαδήποτε ξένη δύναμη”
Θεωρεί πως χρειάζεται πολλή προσοχή το επόμενο διάστημα, αν και εκτιμάει πως “η Τουρκία δεν επιθυμεί να οδηγηθούμε σε μια στρατιωτική σύγκρουση, καθόσον ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην καθεστωτική σταθερότητα του τουρκικού κράτους”.
Κρίνει και συγκρίνει τους υποψηφίους διαδόχους του Ερντογάν και αναλύει τι αλλαγές μπορεί να υπάρξουν σε τυχόν “αποκαθήλωση” του “σουλτάνου”, δηλώνει σίγουρος πως “σε σχέση με την Τουρκία οι ελληνικές Ε.Δ. υπερτερούν στην ποιότητα και στο ηθικό” και τέλος ζητάει “κόκκινες γραμμές” και από την πολιτική σκηνή στα εθνικά μας ζητήματα, καθώς και εγρήγορση για την κατάσταση στα Βαλκάνια...
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη:
-Στρατηγέ γινόμαστε μάρτυρες το τελευταίο χρονικό διάστημα ενός διπλωματικού μπαράζ συμφωνιών σε αμυντικό ή ενεργειακό/οικονομικό πεδίο με σκοπό την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδος στην ευρύτερη περιοχή. Θεωρείτε πως όσα συμφωνήσαμε με ΗΠΑ, Γαλλία, Αίγυπτο και χώρες του Κόλπου, όπως τα Εμιράτα, μας διασφαλίζουν;
Οι διεθνείς συμφωνίες εξυπηρετούν την αμυντική διπλωματία με διάφορους τρόπους. Υλοποιούνται εξοπλιστικά προγράμματα, εξυπηρετούν την εκπαίδευση των Ενόπλων Δυνάμεων, επιχειρείται προβολή ισχύος, συντελούν στην ενίσχυση του αισθήματος ασφαλείας και δημιουργούν αποτρεπτικές παραστάσεις σε κράτη όπως η Τουρκία που λειτουργεί με αναθεωρητικές λογικές.
Να επισημάνουμε όμως ότι οι συμφωνίες αυτές δεν επιλύουν από μόνες τους το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας και κανείς δεν επιτρέπεται να διατηρεί την αυταπάτη παροχής εγγυήσεων από οποιαδήποτε ξένη δύναμη, μια άποψη που οδηγεί σε εφησυχασμό και «αυτοκαταστροφική ακινησία». Για να αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα απαιτείται να υπάρξει αλλαγή στη στρατηγική που ακολουθεί επί σειρά ετών η χώρα μας στην άκρως εχθρική και επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας. Μια στρατηγική που βασίζεται σε αποσπασματική αντιμετώπιση και κατευναστικές συμπεριφορές οδηγώντας σε διαδοχικές υποχωρήσεις από την πλευρά μας, που εκλαμβάνονται ως αδυναμία από την Τουρκία, την αποθρασύνουν και ελλοχεύουν τον κίνδυνο να μας οδηγήσουν ακόμα και σε στρατιωτική σύγκρουση.
-Θεωρείτε πιθανό η Τουρκία να «το τραβήξει» στα άκρα και να έχουμε ένα θερμό επεισόδιο δεδομένων και των πολλών εσωτερικών προβλημάτων, που αντιμετωπίζει η ίδια καθώς και των σεναρίων για τον «Τούρκο ασθενή» Ερντογάν;
-Αυτή την περίοδο η Τουρκία και ο Ερντογάν πιέζονται ιδιαίτερα από μια σειρά λόγους (οικονομία, υπόθεση τράπεζας Halkbank, αποκαλύψεις μαφιόζου Σεντάτ Πεκέρ, κ.λπ), θέματα που δημιουργούν μια κατάσταση νευρικότητας. Μια νευρική Τουρκία καθίσταται συνήθως και απρόβλεπτη, με κινήσεις εντυπωσιασμού απέναντι στην Ελλάδα, προσπάθεια εξαγωγής των εσωτερικών της προβλημάτων και αποπροσανατολισμoύ της τουρκικής κοινής γνώμης. Το επόμενο διάστημα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή διότι είναι πολύ πιθανόν ο Ερντογάν να δοκιμάσει τα διπλωματικά και στρατιωτικά αντανακλαστικά της χώρας μας.
Η Τουρκία δεν επιθυμεί να οδηγηθούμε σε μια στρατιωτική σύγκρουση, καθόσον ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στην καθεστωτική σταθερότητα του τουρκικού κράτους. Έχει υιοθετήσει απέναντι στη χώρα μας τη στρατηγική του εξαναγκασμού, με στόχο την υλοποίηση των αντικειμενικών της σκοπών, χωρίς να προβληθεί αντίσταση. Οι καθημερινές λεκτικές απειλές που συνοδεύονται από επιχειρησιακές δράσεις έχουν στόχο να δημιουργήσουν φοβικά σύνδρομα, να επιτύχουν την ψυχολογική φθορά και την κάμψη της ελληνικής πολιτικής βούλησης, με απώτερο στόχο την υλοποίηση των αντικειμενικών σκοπών της Τουρκίας χωρίς να προβληθεί αντίσταση. Επιδίωξη της είναι να μας φέρει σε μια κατάσταση που θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ δύο «άσχημων» εξελίξεων, ενός πολέμου ή ενός συμβιβασμού που ενδεχομένως θα είναι επιζήμιος για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η επιλογή λοιπόν από την πλευρά της Τουρκίας να οδηγηθούμε σε ένα θερμό επεισόδιο ελεγχόμενης κλιμάκωσης είναι ενδεχόμενο να συμβεί το επόμενο διάστημα, ώστε με τον τρόπο της δημιουργίας τετελεσμένων και κάτω από την πίεση του διεθνούς παράγοντα για εξεύρεση ειρηνικής λύσης, η Άγκυρα να επιδιώξει να μας σύρει σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων για μια συνολική διευθέτηση των διμερών διαφορών, σύμφωνα με τις επιδιώξεις της.
-Μια αλλαγή στο καθεστώς της Τουρκίας μπορεί να επηρεάσει τις ελληνικές συμμαχίες;
Όπως είναι γνωστό η Ελλάδα έχει αναπτύξει μια σειρά από συμμαχίες με χώρες όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, κ.λπ, χώρες οι οποίες πριν λίγα χρόνια είχαν πολύ καλές σχέσεις με την Τουρκία. Ο Ερντογάν στην προσπάθεια του να εμφανιστεί ως ηγέτης του σουνιτικού ισλάμ, έχει κατηγορήσει τον πρόεδρο της Αιγύπτου ότι καταπιέζει τους ισλαμιστές “Αδελφούς Μουσουλμάνους” και οι σχέσεις των δύο χωρών είναι κάκιστες. Σε ότι αφορά με το Ισραήλ ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα το 2010 με το πλοίο “Μαβί Μαρμαρά”, οι σχέσεις με την Τουρκία μπορεί να χαρακτηριστούν ουδέτερες ή «κακές» και παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες προσέγγισης δεν έχουν προς το παρόν τελεσφορήσει. Για όσο διάστημα είναι ο Ερντογάν στην εξουσία πολύ δύσκολα θα αποκατασταθούν.
Τα τελευταία χρόνια επίσης, οι σχέσεις της Τουρκίας με τις χώρες της Δύσης έχουν μια ραγδαία επιδείνωση και υπάρχει ένας πρωτοφανής μεγαλοϊδεατισμός και αμετροέπεια του Ερντογάν απέναντι στις ΗΠΑ και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό οφείλεται στους μεγαλεπήβολους στόχους του Τούρκου προέδρου που φιλοδοξεί μέχρι το έτος 2023, επέτειο συμπλήρωσης 100 ετών από την ίδρυση του τουρκικού «κράτους», να έχει καταστήσει την Τουρκία υπολογίσιμο γεωπολιτικό παίκτη και μια μεγάλη στρατιωτική και διπλωματική περιφερειακή δύναμη ανεξάρτητη από τη Δύση.
Τυχόν αλλαγή λοιπόν στην ηγεσία της Τουρκίας ενδεχομένως θα οδηγούσε σε αποκατάσταση των σχέσεών της με χώρες όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, κ.λπ και θα δώσει τη δυνατότητα για μια εκ νέου προσέγγιση με τις ΗΠΑ και επαναφορά σε εξοπλιστικά προγράμματα (π.χ, αεροσκάφη F-35) που τώρα έχει αποκλειστεί λόγω της συνεργασίας που έχει αναπτύξει με τη Ρωσία.
-Πως κρίνετε τους υποψηφίους διαδόχους του Ερντογάν;
Οι τρεις που εμφανίζονται ως πιθανοί διάδοχοι του Ερντογάν στο κόμμα Δικαιοσύνης και ανάπτυξης δηλ. ο Υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοιλού, ο επικεφαλής της ΜΙΤ Χακάν Φιντάν και ο Υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, δεν διαθέτουν το «πολιτικό ανάστημα» του Ερντογάν για να βρεθούν στη θέση του Πρωθυπουργού ή του Προέδρου της Τουρκίας. Να επισημάνουμε ότι οι δύο πρώτοι έχουν κατηγορηθεί από τον αρχιμαφιόζο Σεντάτ Πεκέρ για σκάνδαλα (εκβιασμών, ξέπλυμα χρημάτων).
Από το κόμμα της αντιπολίτευσης υπάρχει μια δυναμική τουλάχιστον δημοσκοπικά στα πρόσωπα των δημάρχων Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας, Εκρέμ Ιμάμογλου και Μανσούρ Γιαβάς. Είναι άφθαρτοι σε αντίθεση με τον νυν ηγέτη του ρεμπουμπλικανικού κόμματος Κεμάλ Κιλιντζάρογλου και ενδέχεται ένας εξ αυτών τα επόμενα χρόνια να πρωταγωνιστήσει στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας.
Υπάρχουν και οι προερχόμενοι από το κόμμα του Ερντογάν που έχουν αποχωρήσει όπως ο πρώην πρωθυπουργός Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο πρώην ΥΠ.ΕΞ. Αχμέτ Νταβούτογλου και ο πρώην Υπουργός Οικονομίας και Εξωτερικών Αλί Μπαμπατζάν, που δημοσκοπικά για την ώρα δεν φαίνεται να απειλούν τον Ερντογάν, αλλά είναι πρόσωπα που διαθέτουν κύρος, γνώσεις και μπορεί να βρεθούν στην ηγεσία της Τουρκίας. Κατά την άποψή μου ο επικρατέστερος είναι ο Αλί Μπαμπατζάν με σπουδές στις ΗΠΑ, τεχνοκράτης, οικονομολόγος και προσωπικότητα σεβαστή από τις αγορές.
Να λάβουμε όμως υπόψη ότι οποιοσδήποτε και να βρεθεί στην ηγεσία της Τουρκίας δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί η εθνικιστική τουρκική αντίληψη απέναντι στη χώρα μας. Η αντιπολίτευση ασκεί κριτική στον Ερντογάν για διάφορα θέματα αλλά όχι για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Σ΄ αυτά υπάρχει ενιαία προσέγγιση. Μάλιστα η αντιπολίτευση κάποιες φορές υπερθεματίζει και ζητά από τον Ερντογάν να προβεί σε ενέργειες προκειμένου να πάρει πίσω η Τουρκία τα νησιά που έχει καταλάβει η Ελλάδα. Δυστυχώς στη χώρα μας και πρέπει να το επισημάνουμε ακόμα και σε σοβαρά εθνικά θέματα υπάρχει έλλειψη εθνικής ομοψυχίας.
-Είστε ικανοποιημένος με τη σημερινή ισορροπία δυνάμεων των δύο χωρών; Επειδή έχει ανοίξει ο ασκός του Αιόλου με τις πληροφορίες εκατέρωθεν για νέα εξοπλιστικά, αν χρειαζόταν να προχωρήσουμε σε μια περαιτέρω ενίσχυση εσείς τι θεωρείτε πως θα μας ήταν απαραίτητο;
Σε σχέση με την Τουρκία θεωρώ ότι οι ελληνικές Ε.Δ. υπερτερούν στην ποιότητα και στο ηθικό. Σε οπλικά συστήματα με δεδομένο και το πολύ μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που έχει ανακοινωθεί για την Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό, νομίζω ότι πρέπει να τεθεί ως προτεραιότητα το θέμα αντιμετώπισης των τουρκικών Μη Επανδρωμένων Αεροχημάτων που μας δημιουργούν προβλήματα με τις παραβιάσεις του Εθνικού Εναερίου Χώρυ αλλά και με τις κατασκοπευτικές δραστηριότητες που διεξάγουν. Το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί με την απόκτηση τεχνολογίας αντιμέτρων που μπορούν να προκαλέσουν παρεμβολές στα συστήματα πλοήγησης τους, από χώρες του εξωτερικού που διαθέτουν την υπόψη τεχνολογία και η Ελλάδα έχει αναπτύξει με αυτές στρατιωτική συνεργασία (π.χ. Ισραήλ, ΗΠΑ)
Το μεγάλο πρόβλημα για τη χώρα μας εστιάζεται στην Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία που δεν βρίσκεται στην καλύτερη κατάσταση, σε αντίθεση με την Τουρκία που 60 με 65% των οπλικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται από τις τουρκικές Ε.Δ. κατασκευάζονται από την εγχώρια βιομηχανία.
-Πιστεύετε πως ως χώρα πρέπει να έχουμε μια «κόκκινη γραμμή» στα εθνικά που να μην αλλάζει από τις πολιτικές σκοπιμότητες των εκάστοτε κυβερνήσεων και αν ναι ποια πρέπει να είναι αυτή η γραμμή;
Κόκκινη γραμμή πρέπει να αποτελεί οποιαδήποτε παραβίαση ή αμφισβήτηση των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Να επισημάνουμε ότι ο καθορισμός «κόκκινων γραμμών» σημαίνει και ανάλογη δέσμευση για την προάσπισή τους και βασική προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη πολιτικής βούλησης για χρησιμοποίηση της στρατιωτικής δύναμης. Δηλώσεις κρατικών αξιωματούχων για τις κόκκινες γραμμές που μετατοπίζονται με επικοινωνιακή σκοπιμότητα ή για να διατηρηθεί μια «επίπλαστη ηρεμία», στέλνουν λάθος μηνύματα και αποθρασύνουν στην Τουρκία.
Στις Ένοπλες Δυνάμεις για κάθε ενδεχόμενη πρόκληση ή επεισόδιο από πλευράς Τουρκίας, υπάρχουν λεπτομερείς οδηγίες αντιμετώπισης, δηλαδή αποτυπώνονται με σαφήνεια οι «κόκκινες γραμμές». Σκοπός αυτών είναι να καθοριστεί ο βαθμός και ο ορθός τρόπος αντίδρασης των Ε.Δ. σε εχθρικές προθέσεις ή εκδηλούμενες εχθρικές ενέργειες, προκειμένου να τηρηθεί μια ενδεχόμενη κρίση στο επιθυμητό επίπεδο. Αποβλέπουν τόσο στη διατήρηση του εθνικού γοήτρου όσο και στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής επιβιώσεως Μονάδων των Ε.Δ. χωρίς την από μέρους μας εκδήλωση άσκοπων και προκλητικών ενεργειών. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές οι Ε.Δ. ενεργούν με βάση τις πολιτικές εντολές και τους κανόνες που αποδεσμεύει – εξουσιοδοτεί το ΚΥΣΕΑ.
Τα όρια όμως ανεκτικότητας που πολλές φορές ονομάζεται «στρατηγική ψυχραιμία» απέναντι στην Τουρκία που παραβιάζει ακόμα και την εθνική μας κυριαρχία τα θέτει η εκάστοτε κυβέρνηση. Δεν υπάρχει κάποιο θεσμικό κείμενο εθνικής στρατηγικής στο οποίο να καθορίζονται οι εθνικοί στόχοι και ο τρόπος που θα επιτευχθούν και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έλλειμμα που διαπιστώνεται όσον αφορά τη δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας για την υλοποίηση των επιλογών της, στον ευαίσθητο τομέα της εθνικής άμυνας και ασφάλειας.
-Τέλος, σας ανησυχούν όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα στα Βαλκάνια, σε Κόσσοβο, Βοσνία αλλά και για την πολιτική αναταραχή στα Σκόπια;
Οι χώρες των Βαλκανίων βρίσκονται στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων Ασίας-Ευρώπης-Αφρικής και δύο θαλασσών πολύ μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας του Εύξεινου Πόντου και της Μεσογείου και εξ΄ αιτίας αυτού η περιοχή αποτελεί πεδίο ανταγωνισμών και έχει χαρακτηριστεί η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Μετά το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία νέων κρατών στην περιοχή οι Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ θεώρησαν σκόπιμο να επικεντρωθούν στον έλεγχο των Βαλκανίων, αφενός μεν να περιορίσουν το γεωπολιτικό ρόλο της Ρωσίας, αλλά και να ελέγχουν τους ενεργειακούς αγωγούς στον άξονα Καύκασος - Βαλκάνια - Μεσόγειος.
Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών και την προσχώρηση των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, οι μόνες χώρες που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ είναι η Βοσνία - Ερζεγοβίνη, η Σερβία και το Κοσσυφοπέδιο. Η Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν θεωρείται πιθανό να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, λόγω αντιδράσεων του πληθυσμού της Σερβικής Δημοκρατίας και της ισχυρότατης επιρροής που ασκεί η Μόσχα μεταξύ του ορθόδοξου πληθυσμού.
Η ένταξη της Σερβίας στο ΝΑΤΟ είναι ένα σενάριο που συγκεντρώνει πολύ μικρές πιθανότητες, καθώς στο εσωτερικό υπάρχει μεγάλο αντινατοϊκό κλίμα λόγω των αναμνήσεων του παρελθόντος που σχετίζονται με τις νατοϊκές επεμβάσεις, αλλά και γιατί κάτι τέτοιο έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Ρωσίας στα Βαλκάνια, η οποία ασκεί μεγάλη επιρροή στη Σερβία η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο ορθόδοξο δόγμα.
Σε ότι αφορά το Κοσσυφοπέδιο μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το έδαφος του, έγινε πεδίο βίαιων συγκρούσεων μεταξύ του Σερβικού Στρατού και Αλβανών Κοσοβάρων του UCK. Για το Κόσσοβο συζητούνται προτάσεις που περιλαμβάνουν ακόμα και αλλαγή συνόρων με ανταλλαγή εδαφών που θα προκαλέσουν γεωπολιτικές αναταράξεις, στην περιοχή των Βαλκανίων. Στην περιοχή της Μητρόβιτσας κατοικεί πολύ μεγάλος αριθμός Σέρβων και αποτελεί πολύ συχνά πεδίο ταραχών και συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Αλβανών. Η περιοχή αυτή συζητείται να ανταλλαγεί με την Κοιλάδα του Πρέσεβο στη Σερβία που κατοικούν Αλβανόφωνοι. Σήμερα στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου το αλβανικό στοιχείο ανέρχεται περίπου στο 93 % του πληθυσμού. Οι Σέρβοι μαζί με άλλες εθνότητες όπως Ρομά, Βόσνιοι, κ.λπ είναι το υπόλοιπό ποσοστό. Αν γίνει η ανταλλαγή η εθνική ομογενοποίηση που θα επέλθει στο Κοσσυφοπέδιο στο αλβανικό στοιχείο θα ανέλθει σε ποσοστά που ενδεχομένως θα ανέλθει στο 100%.
Η Σερβία ενδεχομένως θα επιθυμούσε κάτι τέτοιο με αντάλλαγμα την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανώς θα το επιθυμούσε και το Κοσσυφοπέδιο γιατί ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώρισή του ακόμα και από τη Σερβία. Η Αλβανία το θέλει με δεδομένο ότι συνορεύει με το Κοσσυφοπέδιο και αφού θα υπάρχει αυτή η εθνική ομογενοποίηση γιατί όχι να υπάρξει ακόμα και ένωση των δύο κρατών. Το τελευταίο διάστημα η Αλβανία διακατέχεται από έναν μεγαλοϊδεατισμό. Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα έχει δηλώσει κατ επανάληψη ότι η Αλβανία και το Κόσσοβο, πέρα από την κοινή εξωτερική πολιτική, θα πρέπει να έχουν και τον ίδιο πρόεδρο. Οι κίνδυνοι στην περιοχή των Βαλκανίων από τα εθνικιστικά οράματα και τον μαξιμαλισμό της Αλβανίας είναι κατανοητοί.
Επίσης τυχόν επίλυση του ζητήματος του Κοσσυφοπεδίου μετά από πιέσεις του διεθνούς παράγονται για ένταξή του κρατιδίου στο ΝΑΤΟ, δημιουργεί προβληματισμούς για τυχόν αποσχιστικές τάσεις και από άλλες μειονότητες της περιοχής μεταξύ αυτών και τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, η οποία σε μεγάλο βαθμό διαπνέεται από τουρκική εθνική συνείδηση.
*Ο Λάμπρος Τζούμης είναι αντιστράτηγος ε.α. Απόφοιτος της Σχολής Διοίκησης Επιτελών του Στρατού Ξηράς, της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου και της Σχολής Εθνικής Άμυνας. Υπηρέτησε στο ΓΕΣ και στο ΓΕΕΘΑ ως επιτελής και σε διευθυντικές θέσεις. Σε εθνικό επίπεδο, τμηματάρχης Συνδρομής στην Αντιμετώπιση Καταστροφών. Στο ΝΑΤΟ εθνικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στις επιτροπές Civil Emergency Planning και Senior Civil Emergency Planning Committee. Διοικητής του 286ου Τάγματος Πεζικού στη Λήμνο, του 38ου Συντάγματος Πεζικού στη Ρόδο της Ελληνικής Δύναμης Κοσσυφοπεδίου και της 88ης ΣΔΙ (Ταξιαρχίας Λήμνου). Υποδιοικητής της ΧVI Mηχανοκίνητης Mεραρχίας Πεζικού (Διδυμότειχο).