Ήταν 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1999 όταν το ελληνικό χρηματιστήριο, έπειτα από χρόνια ανοδικής πορείας και γενικότερης εφορίας, ξεκίνησε αιφνιδίως μια μεγάλη πτώση. Μία πτώση η οποία μηδένισε περιουσίες και ανθρώπινα όνειρα, και έμεινε στην ιστορία γνωστή ως το «Κραχ του ‘99».
Η εμπειρία του Χρηματιστηρίου «στιγμάτισε» τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς χάθηκαν τεράστιες περιουσίες και υπήρξε βίαιη αναδιανομή του πλούτου στη χώρα, με τους αδύναμους να χάνουν αποταμιεύσεις μιας ζωής.
Το 1999 όλη η Ελλάδα «έπαιζε» στο Χρηματιστήριο. Σε πόλεις και χωριά, μέσα από τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες και ΕΛΔΕ, οι Έλληνες ζούσαν και ανέπνεαν στους ρυθμούς της Σοφοκλέους. Οι ενεργοί κωδικοί επενδυτών έφταναν το 1,5 εκατομμύριο, όταν την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι Έλληνες ανέρχονταν σε 4,5 εκατομμύρια.
Στις ημέρες του χρηματιστηριακού πυρετού που ζούσε τότε η χώρα ο ημερήσιος τζίρος στη Σοφοκλέους έφτανε τα 400 δισ. δραχμές (περίπου 1,15 δισ. ευρώ) και οι εντολές αγοράς έφταναν από όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας. Συνολικά, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 100 δισ. ευρώ πραγματικού χρήματος που άλλαξαν χέρια την περίοδο της χρηματιστηριακής φρενίτιδας.
Η ξέφρενη κούρσα του Χρηματιστηρίου είχε ξεκινήσει κάποιους μήνες πριν, αλλά κορυφώθηκε το ό καλοκαίρι του '99. Ενάμιση χρόνο πριν, τον Μάρτιο του 1998, ο γενικός δείκτης βρισκόταν στις 1.400 μονάδες. Το καλοκαίρι του '99 είχε ξεπεράσει τις 5.000 μονάδες, ενώ η Σοφοκλέους έκανε ιστορικό ρεκόρ στις 21 Σεπτεμβρίου 1999, όταν ο γενικός δείκτης σκαρφάλωσε στις 6.484,38 μονάδες. Ακόμη και ο σεισμός στην Αττική, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, δεν ήταν αρκετός για να κάμψει την ξέφρενη πορεία.
Τον Σεπτέμβριο του 1999 η αξία των εισηγμένων εταιρειών αντιστοιχούσε στο 192% του ΑΕΠ ή σε περίπου 77 τρισ. δραχμές. Στο τέλος του 1998 η συνολική κεφαλαιοποίηση ανερχόταν στο 64,3% του ΑΕΠ, έναντι 31,7% το 1997 και μόλις 20% το 1996.
Η φρενίτιδα των «επενδυτών» στην Ελλάδα πήρε εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω του ελλιπούς ρυθμιστικού πλαισίου αλλά και της πλημμελούς εφαρμογής του.
Ο «αέρας», η αγορά δηλαδή μετοχών χωρίς το διαθέσιμο κεφάλαιο, ήταν καθημερινή πρακτική, όχι μόνο από γνώστες και ειδικούς της αγοράς αλλά και από τους μικροεπενδυτές, οι οποίοι με περιορισμένα χρήματα αγόραζαν μετοχές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ. Παράλληλα, τα μετοχοδάνεια δίνονταν αφειδώς και χωρίς ουσιαστικά κριτήρια από τις τράπεζες, καθώς οι πελάτες τους έσπευδαν να δανειστούν χρήματα ώστε να μη χάσουν το «πάρτι» της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, μεγαλοεπενδυτές, θεσμικοί και επιχειρηματίες είχαν επιδοθεί σε έναν ξέφρενο χορό χειραγώγησης, διαδίδοντας φήμες για δήθεν επιχειρηματικές συμφωνίες, υπερκέρδη και επικείμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, προκειμένου να δελεάσουν τους υποψήφιους επενδυτές και να «ξεφορτώσουν» σε αυτούς μετοχές που είχαν αγοράσει πολύ χαμηλότερα.
Πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνου του καλοκαιριού απασχόλησαν αργότερα τη Δικαιοσύνη και οι «μετοχές φούσκες» συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο νομικής αντιπαράθεσης στις αίθουσες των δικαστηρίων.