Τι μπορεί να κάνει ένα νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού Ωκεανού για να καταπολεμήσει την κλιματική αλλαγή; Μάλλον όχι και πολλά. Όμως το πιθανότερο είναι πως βιώνει τις επιπτώσεις της εδώ και πολλά χρόνια.
Η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, μιας επιστημονικής επιτροπής που έχει συγκροτήσει ο ΟΗΕ και η οποία αποτελεί την πλέον αρμόδια αρχή για την εκτίμηση του μέλλοντος του πλανήτη, φαινομενικά έσκασε σαν βόμβα στην αρχή της εβδομάδας. Στην πραγματικότητα, όμως, για πολλά από τα κράτη του αναπτυσσόμενου κόσμου, απλώς επιβεβαίωσε μια αλήθεια που είχαν μάθει από καιρό – και μάλιστα με τον δύσκολο τρόπο.
«Αυτό που περιγράφουν οι επιστήμονες συμβαίνει ήδη μπροστά στα μάτια μας», δηλώνει στους Times της Νέας Υόρκης ο Μαλίκ Αμίν Άσλαμ, ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού του Πακιστάν για την κλιματική αλλαγή. Πέρσι, η θερμοκρασία στη χώρα του ξεπέρασε τους 50 βαθμούς Κελσίου.
«Είναι λες και μας χτυπάει κάθε μέρα με ένα σφυρί στο κεφάλι».
Ανάμεσα στα κυριότερα συμπεράσματα της έκθεσης για το κλίμα, την οποία ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, χαρακτήρισε «κόκκινο συναγερμό», συμπεριλαμβάνεται η πιο κάθετη ετυμηγορία μέχρι σήμερα για τον ανθρωπογενή χαρακτήρα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και η τρομακτική διαπίστωση ότι πρόκειται για μια διαδικασία που πλέον έχει καταστεί μη αναστρέψιμη.
Ουσιαστικά, πρόκειται για την παραδοχή πως είμαστε καταδικασμένοι σε θερμότερες μέρες, σε πιο έντονα και παρατεταμένα ακραία καιρικά φαινόμενα, σε αύξηση της επισφάλειας επισιτισμού και σε βύθιση μεγάλων τμημάτων των παγκόσμιων εδαφών κάτω από την επιφάνεια ενός ωκεανού που «φουσκώνει» από την τήξη των πάγων.
Και όλα αυτά, αν από εδώ και πέρα τα πάμε πολύ, μα πολύ καλά.
Η κυριότερη «πρωτοτυπία» της έκθεσης, όμως, δεν αφορά τις (ακόμη) πιο δυσοίωνες εκτιμήσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας, αλλά το γεγονός ότι για πρώτη φορά προσδιορίζει τις εκτιμήσεις αυτές και γεωγραφικά. Και αυτό, σύμφωνα με περιβαλλοντικές οργανώσεις, μπορεί να αποτελέσει πολύτιμο νομικό επιχείρημα στη φαρέτρα των αναπτυσσόμενων κρατών, που αιτούνται την αποζημίωσή τους για τις φυσικές καταστροφές που προκλήθηκαν από την εγκληματική περιβαλλοντική αμέλεια της Δύσης.
Η Τζένιφερ Μόργκαν, εκτελεστική διευθύντρια της Greenpeace International, δήλωσε στους Times ότι τα ευρήματα της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής θα δώσει τεράστια ώθηση στις νομικές στρατηγικές που έχει χαράξει τόσο η Greenpeace όσο και άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις. Στις αρχές της χρονιάς, η οργάνωση κέρδισε τη μήνυση κατά της Royal Dutch Shell σε ολλανδικό δικαστήριο, χρησιμοποιώντας τα ευρήματα προηγούμενης έκθεσης της επιτροπής του ΟΗΕ.
Έρευνες έχουν δείξει πως οι λίγοι σε αριθμό πλέον προνομιούχοι του πλανήτη – είτε πρόκειται για κράτη, είτε για άτομα – ρυπαίνουν τον πλανήτη πολλαπλάσια σε σχέση με τα δισεκατομμύρια των φτωχών. Μέχρι πρόσφατα, όμως, οι δεύτεροι ήταν οι μόνοι που βίωναν το πλήρες εύρος της περιβαλλοντικής καταστροφής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η περιβαλλοντική πολιτική των φτωχότερων κρατών δεν επηρεάζει την ατμόσφαιρα που αναπνέουν, την ποιότητα του νερού που καταναλώνουν ή την ευαλωτότητα του πληθυσμού τους στα ακραία φαινόμενα, όπως οι πυρκαγιές ή οι πλημμύρες. Όμως τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου, για παράδειγμα, να μην καταλήξουν να βυθίζονται, σε μεγάλο βαθμό δεν περνούν από το χέρι τους.
Και παρά το γεγονός ότι η έκθεση υποτίθεται ότι προκάλεσε τεράστιο σοκ στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, οι μεγαλύτεροι ρυπαντές – ανάμεσά τους και η Κίνα και οι ΗΠΑ – δεν φαίνονται έτοιμοι να αποκηρύξουν τα ορυκτά καύσιμα όσο άμεσα απαιτείται, προκειμένου η άνοδος της θερμοκρασίας να συγκρατηθεί στα όρια που προβλέπονται από τη Συμφωνία του Παρισιού.
Στο σημείο που έχουμε βρεθεί, ακόμη και η πιο αμυδρή αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, είναι ικανή να προκαλέσει ακόμη πιο καταστροφικές πλημμύρες, πιο φονικούς καύσωνες και φρικτές ξηρασίες, αλλά και να επιταχύνει την άνοδο της στάθμης των ωκεανών, απειλώντας ακόμη και την ίδια την ύπαρξη ορισμένων νησιωτικών κρατών, σύμφωνα με την έκθεση.
Οι ΗΠΑ, που ιστορικά ευθύνονται για περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από οποιαδήποτε άλλη χώρα του πλανήτη, τον Απρίλιο δεσμεύτηκαν να μειώσουν τις εκπομπές τους περίπου στο μισό μέχρι το 2030. Αν και πρόκειται για ένα φιλόδοξο στόχο, παραμένει ελαφρώς πιο συντηρητικός από εκείνους που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της νομοθεσίας της – και πολύ πιο συντηρητικός σε σχέση με τους στόχους της Βρετανίας.
Ο Τζον Κέρι, ο απεσταλμένος της κυβέρνησης Μπάιντεν για το κλίμα, δήλωσε ότι η έκθεση του ΟΗΕ «Δείχνει ότι όλες οι χώρες θα πρέπει να προχωρήσουν στα θαρραλέα βήματα που απαιτούνται» προκειμένου η άνοδος της παγκόσμιας θερμοκρασίας να παραμείνει σε σχετικά ασφαλή επίπεδα. Ωστόσο, παρέλειψε να αναφέρει ότι οι σημερινοί νόμοι των ΗΠΑ δεν επαρκούν προκειμένου η χώρα να επιτύχει τους στόχους που η ίδια έχει ορίσει.
Η Κίνα, που αυτή τη στιγμή κατέχει τα πρωτεία στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, εξακολουθεί να αυξάνει τις εκπομπές της μέσω των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας, των μέσων μεταφοράς και της βιομηχανίας που αναπτύσσει. Στόχος της είναι να φτάσει στο μέγιστο των εκπομπών της μέχρι το 2030 και στη συνέχεια να αρχίσει να τις περιορίζει, ώσπου να φτάσει στην ουδετερότητα άνθρακα μέχρι το 2060.
Η κινεζική κυβέρνηση δεν σχολίασε τα ευρήματα του ΟΗΕ.
Όμως σε πρόσφατη ομιλία του, ο κορυφαίος διαπραγματευτής της χώρας για το κλίμα, Σιε Ζενχουά, πρόβαλε ενστάσεις σε προτάσεις προς την κατεύθυνση του ορισμού νέων στόχων για τις παγκόσμιες εκπομπές, πιο φιλόδοξων από εκείνους που συναποφασίστηκαν το 2015 στο πλαίσιο της Συνθήκης του Παρισιού.
«Από τη στιγμή που έχουμε ήδη φτάσει σε αυτή τη συμφωνία, δεν υπάρχει λόγος να προκαλούμε νέες εντάσεις», δήλωσε ο Σιε σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από ένα ίδρυμα του Χονγκ Κονγκ, προσθέτοντας ότι «το θέμα αυτή τη στιγμή είναι να αναλάβουμε δράση και να κινηθούμε πιο γρήγορα».
Από την άλλη, η Ινδία, που ευθύνεται μεν για πολύ λιγότερες εκπομπές, όμως διαρκώς τις αυξάνει, αρνείται να προχωρήσει σε αντίστοιχες κινήσεις περιορισμού τους, επικαλούμενη το γεγονός ότι οι ανεπτυγμένες χώρες εξακολουθούν να μην έχουν εκπληρώσει τις υποσχέσεις τους, παρά το γεγονός ότι αποτελούν πολύ μεγαλύτερους ρυπαντές.
«Οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν σφετεριστεί πολύ περισσότερο από τη μερίδα των εκπομπών που τους αναλογούσε στο πλαίσιο του παγκόσμιου στόχου για τον άνθρακα», τόνισε ο Μπουπεντέρ Γιαβάντ, ο υπουργός περιβάλλοντος της Ινδίας σε ανακοίνωσή του. Η έκθεση, συνέχισε, «επικυρώνει τη θέση της Ινδίας ότι οι εκπομπές που έχουν συσσωρευτεί ιστορικά αποτελούν την πηγή της κλιματικής κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης».
Για τα πλέον ευάλωτα κράτη, η έκθεση δίνει νέες ελπίδες σε έναν αγώνα που έχει φέρει ανάμεικτα αποτελέσματα στη διάρκεια των τελευταίων ετών: Στην προσπάθειά τους να απαιτήσουν από τις πλούσιες χώρες να πληρώσουν για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που τους πλήττουν σφοδρά εδώ και καιρό.
«Αυτό που συμβαίνει στην επιστήμη μας επηρεάζει άμεσα», εξηγεί στους Times η Τίνα Στέτζ, απεσταλμένη της Δημοκρατίας των Νήσων Μάρσαλ για το κλίμα, ενός κράτους χτισμένου σε κοραλλιογενείς ατόλες του Ειρηνικού Ωκεανού, με υψόμετρο μόλις δυο μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα πλουσιότερα και πλέον ρυπογόνα κράτη οφείλουν να αυξήσουν την υποστήριξη που προσφέρουν «όχι μόνο για να προστατεύσουν τις μελλοντικές μας γενιές, αλλά και τις σημερινές», τονίζει.
Τα νησιωτικά κράτη που είναι ευάλωτα στην κλιματική αλλαγή αιτούνται πόρους για τη μετακίνηση των πληθυσμών τους, για συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και για άλλα κρίσιμα βήματα για την προσαρμογή τους σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα.
Το 2009, τα πλουσιότερα κράτη συμφώνησαν να προσφέρουν $100 δισ. σε ετήσια βάση μέχρι το 2020 για να στηρίξουν τα αναπτυσσόμενα κράτη στην προσπάθεια προσαρμογής τους στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής και στη μετάβαση σε καθαρές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή. Όμως δεν ανταποκρίθηκαν σε αυτή τους την υπόσχεση.
Ταυτόχρονα, τα φτωχότερα κράτη αιτούνται κονδύλια και για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών που συμβαίνουν ήδη αυτή τη στιγμή ως «απόνερα» της κλιματικής αλλαγής.
«Οι άνθρωποι υποφέρουν και κάποιος πρέπει να πληρώσει για αυτό», υποστηρίζει μιλώντας στους Times ο Σαλιμούλ Χουκ, διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου για την Κλιματική Αλλαγή και την Ανάπτυξη στο Ανεξάρτητο Πανεπιστήμιο του Μπαγκλαντές. Παρατηρεί σκωπτικά ότι η Γερμανία αυτές τις μέρες ενέκρινε κονδύλι $472 εκατ. για τους πληγέντες από τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες και αναρωτιέται γιατί τα κράτη δεν καταφέρνουν να βρουν χρήματα για τις καταστροφές που πλήττουν τις χώρες που φταίνε λιγότερο από όλους για την κλιματική αλλαγή.
Ο Σβέινουνγκ Ρότεβατν, υπουργός της Νορβηγίας για το Κλίμα και το Περιβάλλον, απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση των Times για το κατά πόσον τα ανεπτυγμένα κράτη θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στην καταβολή κλιματικής αποζημίωσης στα αναπτυσσόμενα.
Αντ’ αυτού επέλεξε να δηλώσει το αρκετά γενικότερο:
«Παραμένει ζωτικής σημασίας να κατευθύνουμε τους περιορισμένους μας οικονομικούς πόρους στη διάσωση ζωών, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και την άμβλυνση των επιπτώσεών της».
Ο Μοχάμνεντ Άντοου, διευθυντής του Power Shift Africa, μιας δεξαμενής σκέψης για το κλίμα με έδρα το Ναϊρόμπι, υπογραμμίζει πως η έκθεση του ΟΗΕ προβλέπει ένα ζοφερό μέλλον – το οποίο, όμως, είναι ήδη παρόν για μεγάλα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού.
«Εμείς που ζούμε στην Αφρική γνωρίζουμε καλά την επιτακτικότητα της κλιματικής κρίσης εδώ και πολλά χρόνια», τονίζει. «Ζωές και εισοδήματα έχουν καταστραφεί».
Πλέον είναι καιρός, καταλήγει, «να δράσουμε βάσει των όσων μας λέει η επιστήμη».