Οι «Πράξεις των Αποστόλων», ένα από τα 27 θεόπνευστα βιβλία της Καινής Διαθήκης, ιστορικά περιλαμβάνει γεγονότα της περιόδου 30 – 63 μ.Χ. Μελετώντας το, μεταξύ των άλλων χαρακτηριστικών του, διακρίνεις και ένα που αβίαστα μπορείς να το χαρακτηρίσεις ναυτικό.
Ο Άγγλος πλοίαρχος James Bryan Smith (1782 - 1867), στο έργο του «Voyage and Shipwreck of St Paul» «Το ταξίδι και το ναυάγιο του Αποστόλου Παύλου» (1848), αναπτύσσει από ναυτικής απόψεως με λεπτομέρειες τη διήγηση του ταξιδίου και αναφέρει : «Το πολυτιμότερο ναυτικό έγγραφο της αρχαιότητας είναι η περιγραφή του ταξιδίου και του ναυαγίου του Αποστόλου Παύλου στις Πράξεις των Αποστόλων. Κάθε ναυτικός με την πρώτη ματιά διακρίνει ότι η περιγραφή του ταξιδίου και του ναυαγίου τούτου μόνον υπό αυτόπτου μάρτυρος ήταν δυνατόν να γραφτεί».
Ο Γερμανός Γεωγράφος και καθηγητής Ναυτιλίας στη Ναυτική Ακαδημία της Βέρνης, Arthur Breusing (1818 - 1892) στο έργο του «Die Nautik der Alten» «Η Ναυτιλία των Αρχαίων» (Βέρνη 1886) το οποίο επανεκδόθηκε το 2013 και το 2018 αναφέρει σχεδόν τα ίδια.
Ο Γερμανός ιστορικός Eduard Meyer (1855 - 1930), ο οποίος χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία σε θέματα ιστορίας του 1ου μΧ αιώνα αναφέρει ότι το κατά Λουκά Ευαγγέλιο και οι ‘Πράξεις των Αποστόλων’ είναι «μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εργασίες που κατέχουμε από την αρχαιότητα».
Λέγεται, ότι ο περίφημος ναύαρχος του Βασιλικού Βρετανικού Ναυτικού, Οράτιος Νέλσον, πριν ξεκινήσει τη νικηφόρο ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, (1805) εναντίον του συμμαχικού στόλου του γαλλικού και ισπανικού ναυτικού, διάβασε το 27ο κεφάλαιο του βιβλίου των Πράξεων.
Το ταξίδι του Παύλου (από Καισάρεια μέχρι Ρώμη)
Ολόκληρο το 27ο κεφάλαιο (στίχοι 1- 44) και το πρώτο μέρος του 28ου (στίχοι 1-16) του βιβλίου των Πράξεων, μας μεταφέρουν στο περιπετειώδες θαλασσινό ταξίδι, του Αποστόλου Παύλου, από την Καισάρεια στην πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τη Ρώμη. Ένα ταξίδι στη Μεσόγειο, στις χώρες όπου ο Θειος Παύλος, έσπειρε το λόγο του Θεού.
Ήταν ένα ταξίδι που έγινε σε μια εποχή με ατελή ναυσιπλοΐα και τεράστια εμπόδια και δυσκολίες. Όχι μόνο δεν υπήρχαν ναυτιλιακά όργανα αλλά ούτε καν και η πυξίδα. Οι ναυτικοί για τον προσανατολισμό τους, είχαν μοναχά τον ήλιο και τα αστέρια ενώ για μέσα πρόωσης, τα κουπιά και τον άνεμο.
Ήταν μια πραγματική Οδύσσεια, στη θάλασσα της Μεσογείου. Ξεκίνησε από την Καισάρεια της Φοινίκης (Παλαιστίνη) και τελείωσε στους Ποτιόλους (Potiolus) της Ιταλίας σημαντικό εμπορικό λιμάνι των Ρωμαϊκών χρόνων, τη σημερινή πόλη Pozzuoli .
Έγινε σε μια περίοδο που η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ελέγχουσα όλες σχεδόν τις χώρες της Μεσογείου, ως ρωμαϊκές επαρχίες με το υπερήφανο «mare nostrum» (η θάλασσά μας), είχε κηρύξει το «mare clausum» (κλειστή θάλασσα), αποτρέποντας από το Νοέμβριο μέχρι το Μάρτιο τη ναυσιπλοΐα στη Μεσόγειο.
Το ταξίδι του Αποστόλου Παύλου πραγματοποιήθηκε μέσα σε αυτή τη δύσκολη και απαγορευτική περίοδο καθώς άρχισε περί τα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 60 μ.Χ και τελείωσε περί τα τέλη Φεβρουαρίου 61 μ.Χ όχι με το ίδιο αλλά, εξαιτίας διαφόρων δυσμενών καταστάσεων, με τρία διαφορετικά πλοία.
Εκείνη την εποχή αλλά και μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε όλη την Αυτοκρατορία, τα προβλήματα που αφορούσαν το θαλάσσιο εμπόριο, με νόμο που είχε επιβληθεί από την εποχή του Οκταβιανού Αύγουστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.), επιλύονταν σύμφωνα με το «Νόμο Ροδίων Ναυτικός». Αυτός περιελάμβανε διατάξεις σχετικά με τα πληρώματα και τα καθήκοντά τους, με παραβιάσεις των κανόνων ναυσιπλοΐας, με συμβάσεις μεταφοράς αγαθών, ναυτικά δάνεια, ασφάλιση πολύτιμων αντικειμένων κατά τη μεταφορά τους, αλλά κυρίως, θέματα ναυαγίου και αβαρίας, δηλαδή αποβολής φορτίου.
Από την Καισάρεια μέχρι τη Σιδώνα
Η συνωμοσία των Ιουδαίων στα Ιεροσόλυμα, έφερε τον Παύλο απολογούμενο ενώπιον του Βασιλιά Ηρώδου Αγρίππα και του Ανθύπατου Πόρκιου Φήστου. Αφού δέχτηκε την ειρωνεία του πρώτου και την ωμότητα του δευτέρου, μετά την απολογία του, για να βρει τη δικαίωσή του όπως όριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο, επικαλέστηκε τον Καίσαρα με το περίφημο (Kaesarem appello – Καίσαρα επικαλούμαι). Αυτό έγινε και η αφορμή για τη μεγάλη θαλασσινή περιπέτειά του.
Περί τα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου του 60 μ.Χ, ο Παύλος μαζί με άλλους φυλακισμένους κυρίως πολιτικούς κρατούμενους και εγκληματίες της Παλαιστίνης, παραδόθηκε υπό φρούρηση σε ρωμαϊκό τάγμα καλούμενο «Σπείρα Σεβαστή» με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Ιούλιο για να μεταφερθεί στη Ρώμη. Συνοδοί του ήσαν ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας και ο Απόστολος Λουκάς.
Πλοίο από το λιμάνι της Καισάρειας για να αποπλεύσει απευθείας για τη Ρώμη δεν υπήρχε. Το λιμάνι της Καισάρειας, που αριθμούσε τότε περί τους 400.000 κατοίκους ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο καθώς βρισκόταν στη διασταύρωση των μεγάλων δρόμων που οδηγούσαν στη Μεσοποταμία, την Αρμενία, το Βόσπορο και το Αιγαίο.
Σε αυτό έτυχε να βρίσκεται μεταξύ άλλων και ένα εμπορικό πλοίο που είχε ως βάση το Αδραμύττιο της Μυσίας, λιμάνι στην ακτή της Μ. Ασίας απέναντι από τη Λέσβο. Αυτό το πλοίο εκτελούσε τακτικά μεταφορές με προσεγγίσεις σε πολλά λιμάνια της Μικρασιατικής ακτής όπως τα λιμάνια Ελλησπόντου, Τρωάδος, Άσσου, Περγάμου και Μιλήτου. Έτσι, ο Εκατόνταρχος σκέφτηκε πως επιβιβάζοντας τους στρατιώτες και τους κρατούμενους σε αυτό, σε κάποιο από τα ενδιάμεσα λιμάνια προσέγγισής του, θα έβρισκε και πλοίο που θα απέπλεε με προορισμό τη Ρώμη. Έτσι και έπραξε.
Το πλοίο την επόμενη κιόλας μέρα, έχοντας προφανώς ευνοϊκό άνεμο, προσέγγισε στη Σιδώνα της Φοινίκης για φορτοεκφόρτωση. Εκεί, ο Παύλος με την άδεια του Εκατόνταρχου αποβιβάστηκε για λίγο και είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με φιλικά του πρόσωπα τα οποία τον προμήθευσαν με τα αναγκαία για το μεγάλο ταξίδι του.
Από τη Σιδώνα στα Μύρα
Από τη Σιδώνα το πλοίο ανοίχτηκε για να πλεύσει νότια της Κύπρου και παρακάμπτοντάς την, να πάρει βορειοδυτική πορεία και να προσεγγίσει τις ακτές της Μ. Ασίας. Όμως, επειδή συνάντησαν αντίθετο (δυτικό) άνεμο αναγκάστηκαν να αλλάξουν πορεία και να κινηθούν αρχικά ανατολικά και βόρεια της Κύπρου και στη συνέχεια να πάρουν πορεία δυτικά προς τα Μύρα της Λυκίας όπου κατέπλευσαν μετά από αρκετές μέρες.
Στα Μύρα της Λυκίας, ο Εκατόνταρχος βρήκε ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο το οποίο είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια με τελικό προορισμό τη Ρώμη. Ήταν φορτωμένο με σιτάρι, και βρέθηκε εκεί ή για να εκφορτώσει μέρος του φορτίου του ή το πιθανότερο, εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Ο Εκατόνταρχος συμφώνησε για την επιβίβαση των στρατιωτών και των κρατουμένων, αναλαμβάνοντας και τη διοικητική εξουσία μέσα στο πλοίο το οποίο έφτασε να μεταφέρει, εκτός από το βαρύ φορτίο του σιταριού και 276 επιβάτες.
Στα ρωμαϊκά χρόνια η Αίγυπτος ήταν ο κύριος προμηθευτής σιτηρών για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η οποία για τις ανάγκες της, χρειαζόταν κάθε χρόνο 50.000 τόνους σιτάρι. Τα πλοία που εκτελούσαν τετοιες μεταφορές, τα καλούμενα «σιταγωγά» ήταν αιγυπτιακής κατασκευής, τύπου Νάβα, μήκους 45-50 περίπου μέτρων με διπλά καταστρώματα.
Από τα Μύρα στους Καλούς λιμένες
Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, το μεγάλο Αλεξανδρινό «σιταγωγό» πλοίο, αποπλέει για τη Ρώμη. Το ταξίδι προς δυσμάς ήταν δύσκολο και χρειάστηκαν πολλές μέρες μέχρι που κατάφεραν να καταπλεύσουν στο λιμάνι της Κνίδου, στις νοτιοδυτικές ακτές της Μ. Ασίας.
Τώρα, άρχιζε το δυσκολότερο μέρος. Ήθελαν να πλεύσουν προς Ιταλία, πλέοντας ανάμεσα στη βόρεια Κρήτη και την Πελοπόννησο ώστε να βγουν στο Ιόνιο. Όμως, αντίθετος άνεμος τους οδήγησε νότια της Κρήτης. Αφού πέρασαν το ακρωτήριο Σαλμώνη της ανατολικής Κρήτης, συνέχισαν το ταξίδι τους προς δυσμάς, πλέοντας παράλληλα στις νότιες ακτές της Κρήτης.
Μετά από αρκετές μέρες, πολύ αργότερα από τον προγραμματισμένο χρόνο, έφθασαν στους Καλούς Λιμένες, κοντά στην πόλη Λασαία.
Είχε ήδη μπει ο χειμώνας και ο θεοκίνητος Απόστολος μη στερούμενος και ναυτικής πείρας, αφού όπως ο ίδιος αναφέρει «τρις εναυάγησα, νυχθημερόν εν τω βυθώ πεποίηκα» (Β’ Κορ. ια 25), προβλέποντας την επιδείνωση του καιρού, προσπάθησε χωρίς να εισακουστεί, να αποτρέψει τον απόπλου του πλοίου.
Τελικά, επικράτησε η γνώμη των περισσοτέρων που έκριναν ότι έπρεπε να κατευθυνθούν δυτικότερα, στον Φοίνικα, λιμάνι με δυο ανοίγματα «βλέποντα κατά λίβα» και «κατά χώρον», προασπισμένο από βορειοανατολικούς και νοτιοανατολικούς ανέμους και εκεί να παραχειμάσουν.
Πράγματι, το πλοίο απέπλευσε από τους Καλούς λιμένες αλλά στον Φοίνικα δεν έφτασε ποτέ.
Από τους Καλούς λιμένες στη Μάλτα - Η τρικυμία και το ναυάγιο
Το πλοίο δεν μπόρεσε να καταπλεύσει στον Φοίνικα, διότι «μετ’ ου πολύ έβαλε κατ’ αυτής άνεμος τυφωνικός ο καλούμενος Ευροκλύδων» (Πραξ. Κζ 14).
Σύμφωνα με την επιστήμη της Ναυτικής Μετεωρολογίας, η ιδιάζουσα κατανομή της θερμοκρασίας και της πιέσεως, εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους, δημιουργεί σε κάποιες περιοχές σφοδρούς τοπικούς ανέμους. Στη Μεσόγειο θάλασσα, παρατηρούνται δώδεκα (12) τέτοιοι σφοδροί άνεμοι.
Ένας από αυτούς είναι ο Gregale ή Euroclydon ή Euraquilo ή Γραίγος κατά την κοινή ελληνική ονομασία. Είναι κρύος, θυελλώδης, βορειοανατολικός άνεμος, εξαιρετικά βίαιος και επικίνδυνος. Επικρατεί στην Κεντρική Μεσόγειο και κυρίως στην περιοχή της Μάλτας, το χειμώνα με διάρκειά που φτάνει και τις πέντε (5) ημέρες.
Το κλύδων σημαίνει κύμα, το τυφών σημαίνει άνεμος, το Gregale παραπέμπει στο vento grecale (ελληνικός άνεμος) και το Euroclydon παραπέμπει στο άνεμος ευρέως κλυδωνίζων, χαρακτηριζόμενος από τα μεγάλα κύματα τα οποία διεγείρει. Το Euraquilo παραπέμπει σε σύνθετη (ελληνική και λατινική) λέξη, από το εύρος (ανατολή) και aquilon (βορράς), συνεπώς ο βορειοανατολικός άνεμος
Ένας τέτοιος άνεμος, Μεσογειακός Κυκλώνας, τον οποίο οι μετεωρολόγοι είχαν ονομάσει “Ζορμπά”, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2018, «χτύπησε» παράκτιες περιοχές στη νοτιοδυτική Ελλάδα, με θυελλώδεις ανέμους 8-9 μποφόρ δηλ. ταχύτητα γύρω στα 80 χλμ/ώρα, ύψος κύματος γύρω στα 8μ, και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.
Και η μεγάλη περιπέτεια αρχίζει.
Αφού σήκωσαν την άγκυρα, βοηθούντος και του νοτίου ανέμου που άρχισε σιγά σιγά να πνέει, πήραν δυτική πορεία για να προσεγγίσουν στον Φοίνικα (σημερινό Λουτρό Κρήτης).
Ξαφνικά, ξέσπασε ο Ευροκλύδων, ο θυελλώδης βορειοανατολικός άνεμος και το πλοίο άρχισε να παρασύρεται χωρίς να μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα για να το συγκρατήσουν. Έπλεε ακυβέρνητο, έρμαιο των κυμάτων, νότια από ένα μικρό νησί, την Κλαύδη (σημερινή Γαύδο) και μια βοηθητική λέμβο που είχαν δέσει από την πρύμνη του, κινδύνευε να καταστραφεί. Και δεν τους έφτανε μόνο αυτός ο κίνδυνος, αλλά το πλοίο κινδύνευε να κοπεί στα δυο.
(Ακόμη και στις μέρες μας, παρά την πρόοδο της ναυπηγικής επιστήμης, «Η αποκοπή στα δυο» εξακολουθεί να υπάρχει ως μορφή ναυτικού ατυχήματος η οποία μπορεί να οφείλεται στην κόπωση του πλοίου από διάφορες αίτιες, αλλά κυρίως λόγω καιρού).
Αφού σήκωσαν τη λέμβο και την τοποθέτησαν πάνω στο πλοίο, με σχοινιά και αλυσίδες, που πέρασαν κάτω από την καρίνα του, το έζωσαν σφίγγοντας τα πλευρά του.
Και ο ένας κίνδυνος διαδεχόταν τον άλλο. Ο άνεμος εξακολουθούσε σφοδρός κάνοντας την απόσταση Κρήτης – Αφρικής, να φαίνεται όλο και πιο μικρή. Φοβούμενοι μήπως τους παρασύρει στη Μεγάλη Σύρτη, στις ακτές της Αφρικής (Λιβύη), έριξαν την άγκυρα να κρέμεται μέσα στο νερό για επιβραδύνουν τον πλου.
Επειδή η τρικυμία τους ταλαιπωρούσε πολύ, άρχισαν να ρίχνουν μέρος του φορτίου και των εξαρτημάτων του πλοίου στη θάλασσα όπως προέβλεπαν οι διατάξεις του «Νόμου Ροδίων Ναυτικός» που ίσχυε εκείνη την εποχή.
Η κακοκαιρία συνεχιζόταν για πολλές μέρες. Δεν φαίνονταν ούτε ήλιος, ούτε άστρα στον ουρανό. Χανόταν κάθε ελπίδα σωτηρίας. Όλοι ήσαν εξαντλημένοι, και από την τρικυμία και επειδή δεν είχαν φάει τίποτε για πολλές μέρες. Γι αυτό στάθηκε ανάμεσα τους ο Παύλος και τους είπε : «Έπρεπε να με είχατε ακούσει και να μην είχαμε αποπλεύσει από την Κρήτη. Θα είχαμε γλιτώσει και την ταλαιπωρία και το φορτίο. Όμως σας παρακαλώ πάρτε θάρρος. Δεν θα χαθεί κανείς, εκτός από το πλοίο. Γιατί αυτή τη νύχτα ο Θεός στον οποίο πιστεύω μου μήνυσε με άγγελο ’μη φοβάσαι, Παύλε, πρέπει να παρουσιαστείς στον αυτοκράτορα. Και ο Θεός θα σώσει για χάρη σου όσους ταξιδεύουν μαζί σου. Γι’ αυτό πάρτε θάρρος. Θα βγούμε σε κάποιο νησί» ….
Είχαν περάσει δεκατέσσερα μερόνυχτα που έπλεαν ακυβέρνητοι, όταν οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλησιάζουν σε στεριά. Βολιδοσκόπησαν και μέτρησαν 20 οργιές (περίπου 36 μέτρα). Σε λίγο βολιδοσκόπησαν ξανά και βρήκαν οργιές 15 (περίπου 27 μέτρα). Φοβήθηκαν μήπως πέσουν σε βράχια, γι’ αυτό έριξαν από την πρύμη τέσσερες άγκυρες και ευχόντουσαν να ξημερώσει. Εντωμεταξύ κατέβασαν τη σωσίβια λέμβο και ετοιμάζονταν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Το αντιλήφθηκε αυτό ο Παύλος και είπε στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε». Τότε οι στρατιώτες έκοψαν τα σκοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέσει στη θάλασσα. Περιμένοντας να ξημερώσει ο Παύλος παρακινούσε όλους λέγοντας: «δεκατέσσερις μέρες νηστικοί ! Σας παρακαλώ να φάτε κάτι. Είναι απαραίτητο. Μη φοβάστε, ούτε τρίχα δεν θα πέσει απ’ το κεφάλι κανενός». Λέγοντας αυτά πήρε το ψωμί, ευχαρίστησε τον Θεό και μπροστά σε όλους άρχισε να τρώει. Έτσι παρακινήθηκαν κι άρχισαν κι αυτοί να τρώνε. Αφού χόρτασαν πέταξαν το σιτάρι. που απέμενε στη θάλασσα για να ελαφρώσει ακόμη το σκάφος.
Ξημερώνοντας είδαν μια στεριά, αλλά δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν σε ποια χώρα βρίσκονταν. Διέκριναν όμως καλά ένα κόλπο με αμμουδιά, όπου σκέφτηκαν εκεί να προσορμίσουν το πλοίο. Με τη ώθηση του ανέμου «κάθισε» η πλώρη στην άμμο, ενώ η πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων. Έλυσαν τα σχοινιά που κρατούσαν δεμένες στο πλοίο τις άγκυρες και τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. Επίσης έλυσαν και τα σχοινιά με τα οποία είχαν σηκώσει τα πηδάλια έξω από το νερό.
Τότε, οι στρατιώτες σκέφτηκαν να σκοτώσουν τους κρατουμένους για να μην δραπετεύσει κανείς. Ο εκατόνταρχος όμως, θέλοντας να σώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε και διέταξε όσους μπορούσαν να κολυμπήσουν να πέσουν πρώτοι στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά. Τους υπόλοιπους τους διέταξε να χρησιμοποιήσουν σανίδες και ό,τι άλλο μπορούσαν. Έτσι σώθηκαν όλοι και όταν βγήκαν στη στεριά έμαθαν ότι το νησί ήταν η Μελίτη (Μάλτα).
Οι κάτοικοι του νησιού τους δέχτηκαν πολύ φιλικά και άναψαν φωτιά να ζεσταθούν γιατί έβρεχε και έκανε κρύο.
Ο Παύλος μάζεψε φρύγανα να τα βάλει στη φωτιά. Μια οχιά όμως τον δάγκωσε στο χέρι. Βλέποντας οι κάτοικοι το ερπετό να κρέμεται απο το χέρι του έλεγαν μεταξύ τους «αυτός ο άνθρωπος είναι σίγουρα φονιάς, αφού σώθηκε από τη θάλασσα, αλλά η θεια δίκη δεν τον άφησε να ζήσει». Εκείνος όμως τίναξε το φίδι στη φωτιά. Καθώς περνούσε η ώρα και περίμεναν να πρηστεί ή να πέσει νεκρός, είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, άλλαξαν γνώμη και έλεγαν ότι είναι θεός.
Η παράδοση των Μαλτέζων, οι οποίοι μέχρι σήμερα γιορτάζουν την «εορτή του Ναυαγίου - Naufragio» στις 10 Φεβρουαρίου, λέει ότι το ναυάγιο έγινε στα βόρεια του νησιού, και συγκεκριμένα στην «Saint Pauls Bay - Aκτή του Αποστόλου Παύλου» η όποια είναι βραχώδης.
Ο Διοικητής του νησιού, ο Πόπλιος (Poblius), τους φιλοξένησε για τρεις μέρες στα κτήματά του. Μάλιστα ο πατέρας του ήταν άρρωστος στο κρεβάτι και ο Παύλος προσευχήθηκε και τον έκανε καλά. Μετά απ’ αυτό και οι άλλοι άρρωστοι έρχονταν και γιατρεύονταν από τον Παύλο ο οποίος μαζί με τους άλλους ναυαγούς έμειναν στη Μάλτα τρεις μήνες.
Οι άγκυρες του ναυαγίου
Τον Απρίλιο του 2005, σε βόρεια ακτή της Μάλτας, βρέθηκε μια άγκυρα ρωμαϊκής εποχής η οποία διεκδικεί τη συγγένειά της με το ναυάγιο του Αποστόλου Παύλου. Η άγκυρα αυτή εκτίθεται στο Ναυτικό Μουσείο της Μάλτας, στη κωμόπολη Vittoriosa (Birgu) στη νοτιοανατολική πλευρά της Μάλτας και ονομάστηκε «άγκυρα του Βενέδικτου» επειδή ανακαλύφθηκε την ίδια μέρα που ανακηρύχτηκε Πάπας ο Βενέδικτος XVI.
Όμως, αυτή η εκδοχή φαίνεται να χάνει έδαφος, καθώς το Σεπτέμβριο του 2019, αρχαιολόγοι του Ινστιτούτου Βιβλικής Αρχαιολογίας (Bible Archaeology Search and Exploration Institute – BASE) ανακοίνωσαν ότι αναγνώρισαν, στον κόλπο του Αγίου Θωμά, στις νοτιανατολικές ακτές της Μάλτας, μια περιοχή με γεωμορφολογία που ταιριάζει στη βιβλική περιγραφή για αμμουδερή παραλία, μια από τις 4 άγκυρες του πλοίου-ναυαγίου του Αποστόλου Παύλου, η οποία χρονολογείται από τον 1ο αιώνα μ.Χ
Οι αρχαιολόγοι – ερευνητές του Ινστιτούτου, οδηγήθηκαν στο επιστημονικό συμπέρασμα ότι οι τέσσερις (4) μεταλλικές άγκυρες, που είχαν εντοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’60, ανήκουν στο πλοίο που ναυάγησε και επέβαινε ο Απόστολος Παύλος. Ατυχώς, τότε οι δύτες που τις εντόπισαν, δεν αναγνώρισαν την αξία τους. Τις δυο τις ανέσυραν και τις έλιωσαν για να φτιάξουν εξοπλισμό καταδύσεων ενώ η τρίτη χάθηκε. Η τέταρτη είναι αυτή που βρέθηκε μετά από πληροφορία που τους έδωσε η χήρα ενός εκ των δυτών.
Το τέλος του θαλασσινού ταξιδίου Μάλτα – Συρακούσες – Ρήγιον – Ποτιόλοι
Ο ήπιος χειμώνας της Μάλτας είχε τελειώσει. Ήταν τέλος Φεβρουαρίου του 61 μ.Χ. Οι Μαλτέζοι με πολλές ευχαριστίες και εφόδια τίμησαν τον Παύλο και τους συνταξιδιώτες του και . ο Ιούλιος τους επιβίβασε σε ένα αλεξανδρινό φορτηγό πλοίο, που κι αυτό είχε αναγκαστεί να ξεχειμωνιάσει στη Μάλτα. Το πλοίο αυτό είχε στην πλώρη του ξυλόγλυπτη παράσταση τους Διόσκουρους δηλαδή τους δίδυμους υιούς του Δια, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη οι οποίοι κατά τη Ρωμαϊκή μυθολογία ήσαν προστάτες των θαλασσινών.
Απέπλευσαν και έφθασαν στις Συρακούσες, την πρωτεύουσα της Σικελίας, όπου έμειναν τρεις μέρες.
Από τις Συρακούσες απέπλευσαν, και προφανώς λόγω ρευμάτων, ήρθαν στο Ρήγιον, στον πορθμό Σικελίας–Ιταλίας την περίφημο Σκύλα και Χάρυβδη.
Όταν μετά από μια μέρα ο άνεμος έγινε ευνοϊκός, απέπλευσαν για τους Ποτιόλους (Puzzuoli) δυτικά της Νάπολης, όπου και κατέπλευσαν μετά από ταξίδι δυο ημερών.
Εδώ τελειώνει η «Οδύσσεια» του Απόστολου και των συν αυτώ και αρχίζει η εξαήμερη πεζοπορία μέσω της Αππίας οδού, μέχρι τη Ρώμη.
Ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας (Ομιλία ΝΓ’ στις Πράξεις των Αποστόλων) μεταξύ άλλων, μας λέει «Πειθώμεθα Παύλω !».
Δηλαδή, στις φουρτούνες που συναντάμε στο πέλαγος της παρούσης ζωής αν θέλουμε να σωθούμε να πειθώμεθα στη φωνή των αληθινών διδασκάλων και ποιμένων της Εκκλησίας !