Συχνά στην εσωτερική συζήτηση για τα εθνικά θέματα επικεντρώνουμε σε μια εικόνα της Τουρκίας ως διαρκώς απομονωμένης ή γενικά σχετικά αδύναμης. Μόνο που αυτό συνήθως υποτιμά τις πραγματικές διαστάσεις της τουρκικής πολιτικής, τις δυναμικές που αυτή αποτυπώνει αλλά και τις αντιφάσεις που τη διαπερνούν.
Κυρίως παραβλέπει ότι η Τουρκία εδώ και αρκετά χρόνια προσπαθεί να κατοχυρώσει ότι έχει ανήκει στην κατηγορία των «περιφερειακών δυνάμεων» και δη αυτών που μπορούν να παίρνουν αυτοτελείς πρωτοβουλίες και να συνομιλούν με τις χώρες που παραδοσιακά περιγράφουμε ως «μεγάλες δυνάμεις» από μια θέση σχετικής ισχύος.
Αυτό είναι αρκετά διαφορετικό από την εποχή που Ελλάδα και Τουρκία αποτελούν χώρες με ανάλογη δυναμική, όπου η πολύ μεγαλύτερη πληθυσμιακά Τουρκία έβλεπε ταυτόχρονα την Ελλάδα να έχει πετύχει την ενσωμάτωση στην ΕΕ, να έχει ισχυρή οικονομική παρουσία στα Βαλκάνια και να επιδεικνύει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Μόνο που αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας έχει και στοιχεία αλαζονείας και μεγαλύτερης πραγματικής έκθεσης σε κινδύνους.
Η πολυπίπεδη στρατιωτική παρουσία της Τουρκία
Η Τουρκία ολοένα και περισσότερο θέλει να επιδεικνύει τη στρατιωτική της ισχύ της και μάλιστα σε συνδυασμό με την στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων και την παροχή στρατιωτικής βοήθειας που μπορεί να αλλάζει συσχετισμούς σε κρίσιμες συγκρούσεις.
Είμαστε μακριά από την εποχή όπου η βασική στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας ήταν για να μπορεί να κατοχυρώνει τη διαίρεση της Κύπρου. Η Τουρκία έχει σήμερα τoν δεύτερο εν ενεργεία στρατό του ΝΑΤΟ. Εκτός από την Κύπρο, η Τουρκία έχει στρατιωτική παρουσία στη Συρία, με σημαντικές δυνάμεις στον θύλακα της Ιντλίμπ αλλά και στη «ζώνη ασφαλείας» που έχει καταλάβει στη βορειοανατολική Συρία, με ανοχή τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ρωσίας. Κάνει συχνά επιχειρήσεις μέσα στο έδαφος του Ιράκ, καθώς εκεί έχουν τη βάση τους κουρδικές δυνάμεις και ουσιαστικά διατηρεί και προσωρινές στρατιωτικές υποδομές στο ιρακινό έδαφος. Έχει στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη, υποστηρίζοντας τις δυνάμεις της κυβέρνησης της Τρίπολης και συμβάλλοντας με βοήθεια σε υλικό και σε μισθοφόρους στο να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης και να διαμορφωθεί η τρέχουσα ισορροπία. Έχει στρατιωτική παρουσία στον Καύκασο καθώς τα τουρκικά drones αποδείχτηκαν ζωτικής σημασίας στην αποτελεσματικότητα των ενόπλων δυνάμεων του Αζερμπαϊτζάν στην σύγκρουση με την Αρμενία γύρω από τον θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Χρησιμοποιεί τα πλοία του πολεμικού της ναυτικού για επίδειξη δύναμης στη Μεσόγειο και για υποστήριξη των τουρκικών ερευνητικών σκαφών που εισέρχονται είτε στα «οικόπεδα» της ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας είτε εντός των περιοχών που η Ελλάδα θεωρεί ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Πέραν αυτών η Τουρκία έχει στρατιωτική βάση στο Κατάρ, συμφωνία για στρατιωτική παρουσία στη Σομαλία, συμμετοχή σε ειρηνευτικά σώματα στο Αφγανιστάν και σε άλλες περιοχές.
Η διεκδίκηση όλο και πιο σημαντικού διπλωματικού ρόλου
Μια ένδειξη για την διεκδίκηση από μια χώρα ενός αναβαθμισμένου γεωπολιτικού ρόλου είναι και ο τρόπος με τον οποίο αναβαθμίζει τις διπλωματικές αποστολές της. Με την εξαίρεση της Ωκεανίας, η Τουρκία έχει αυξήσει σημαντικά τον αριθμό πρεσβειών και των προξενείων της σε μια σειρά από κρίσιμες περιοχές στην Ασία και την Αφρική, αλλά και στην Ευρώπη και την Βόρεια και Νότια Αμερική. Μάλιστα, η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στην Αφρική, μια ήπειρο στην οποία η Τουρκία δίνει ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα, και στην Ασία.
Το τέλος της εποχής των «μηδενικών προβλημάτων»
Για αρκετές δεκαετίες το κυρίαρχο δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με αφετηρία την εξωτερική πολιτική του ίδιου του Κεμάλ Ατατούρκ ήταν αυτό των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες».
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί για αρκετές δεκαετίες η Τουρκία απέφυγε τις εντάσεις με τους γείτονές της – με την εξαίρεση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης – προσπάθησε να αποφύγει την μεγάλη εμπλοκή στις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, διατηρώντας παράλληλα καλές σχέσεις με το Ισραήλ και βέβαια αξιοποίησε ιδιαίτερα το ρόλο της ως χώρας – μέλους του ΝΑΤΟ.
Τώρα, οι αναλυτές της τουρκικής πολιτικής επισημαίνουν ότι το δόγμα έχει μετατοπιστεί σε «μηδενικοί γείτονες με τους οποίους δεν υπάρχουν προβλήματα», όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι Financial Times. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας ολοένα και περισσότερο επιθετικής πολιτικής που διεκδικεί αυξημένο ρόλο και παρουσία.
Για παράδειγμα, εκεί που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Τουρκία μπόρεσε να συνεργαστεί με τη Συρία για την υπονόμευση της δράσης του PKK, με το ξέσπασμα των αντιπολιτευτικών διαδηλώσεων στη Συρία το 2011, η Τουρκία θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία να σπρώξει τα πράγματα στην ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ, εκτίμηση που οδήγησε σε μια διαρκή στρατιωτική παρουσία και εμπλοκή. Αντίστοιχα, η Τουρκία της εποχής Ερντογάν σταδιακά θεώρησε ότι μπορούσε να είναι η δύναμη που θα υποστήριζε τα δίκαια των Παλαιστινίων και δη της Χαμάς, με την οποία διατηρεί σχέσεις, στοιχείο που οδήγησε σε μια διάρρηξη των παραδοσιακά καλών σχέσεων με το Ισραήλ. Την ίδια στιγμή ο τρόπος που θα θεωρήσει ότι μαζί με το Κατάρ εκπροσωπούσαν την ατζέντα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην περίοδο από την Αραβική Άνοιξη και μετά, σήμαινε σημαντική αντιπαράθεση με τόσο με τις άλλες συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου όσο και με την Αίγυπτο.
Ο νέος πιο εθνικιστικός προσανατολισμός
Οι τούρκοι διπλωμάτες αντιδρούν συχνά όποτε η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας περιγράφεται ως νέο-οθωμανική, υποστηρίζοντας ότι δεν γίνεται το ίδιο για άλλες χώρες (π.χ. κανείς δεν θεωρεί νεο-ναπολεόντεια την εξωτερική πολιτική της Γαλλίας). Κατά τη γνώμη τους απλώς η Τουρκία υπερασπίζεται ενεργητικά τα συμφέροντά της.
Όμως, είναι σαφές ότι έχει υπάρξει μια σαφής μετατόπιση σε σχέση με την αρχική περίοδο Ερντογάν. Οι στόχοι ακόμη μεγαλύτερης ενσωμάτωσης στη Δύση, που είχαν συμπυκνωθεί και στην ενταξιακή προοπτική στην ΕΕ, όπως και η προσπάθεια για εξομάλυνση ανοιχτών πληγών όπως το Κουρδικό, έχουν υποχωρήσει. Πλέον και ο εθνικιστικός τόνος είναι πολύ πιο έντονος, κάτι που αποτυπώνεται και στην επιστροφή σε σκληρή γραμμή για το κουρδικό, και επανέρχονται στοιχεία μιας «παντουρκικής» αντίληψης του εύρους της επιρροής της Τουρκίας.
Σε αυτό έχει συμβάλει και η συμμαχία με το εθνικιστικό MHP, συμμαχία απαραίτητη όχι μόνο με όρους κοινοβουλευτικούς αλλά και για την απόκτηση μεγαλύτερου πολιτικού ελέγχου στις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες ασφαλείας. Όμως, δεν πρέπει να υποτιμάμε ότι οι εθνικιστικοί τόνοι έχουν και απήχηση και στο ακροατήριο των κεμαλικών, που αποφεύγουν την αντιπολίτευση σε αυτή τη διάσταση της πολιτικής του Ερντογάν και του κόμματός του.
Το κυνήγι των Γκιουλενιστών ως διπλωματική πίεση
Στους τρόπους με τους οποίους η Τουρκία πιέζει άλλες χώρες και τις φέρει αντιμέτωπες με διάφορων ειδών διλήμματα έχει προστεθεί και το κυνήγι των γκιουλενιστών που έχουν καταφύγει στο εξωτερικό. Οι τουρκικές αρχές πέραν του κύματος καταστολής, με το πλήθος διώξεων και τις δεκάδες χιλιάδες απολύσεις στο εσωτερικό έχουν δώσει τεράστιο βάρος και στις συλλήψεις γκιουλενιστών ή φερόμενων ως γκιουλενιστών στο εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές δεκάδες επιστροφές τούρκων πολιτών που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό. Άλλες αυτές ήταν απελάσεις με τη νόμιμη διαδικασία και άλλες ήταν απαγωγές από τις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας, συχνά με την ανοχή των τοπικών αρχών.
Σε άλλες περιπτώσεις η Τουρκία έχει χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης διάφορα πακέτα βοήθειας προς χώρες για να συναινέσουν στην απέλαση τούρκων πολιτών στην Τουρκία. Για παράδειγμα η Τουρκιά έχει ασκήσει συστηματική πίεση στην Αλβανία απελάσεις και όπως φαίνεται χρησιμοποίησε και την υπόσχεση για σημαντική βοήθεια μετά τον σεισμό του Νοεμβρίου του 2019 για να εξασφαλίσει την απέλαση του Χουρέν Τσελίκ. Στο γειτονικό Κόσοβο, όπου η Τουρκία έχει σημαντικές επενδύσεις, ξέσπασε σάλος όταν το 2018 έξι Τούρκοι πολίτες μεταφέρθηκαν στην Τουρκία σε επιχείρηση που ο Ερντογάν δήλωση ότι έγινε σε συνεργασία με τις τοπικές υπηρεσίες πληροφοριών και η κυβέρνηση του Κοσόβου δηλώνει ότι έγινε χωρίς τη γνώση της. Την ίδια χρονιά, η Μολδαβία έστειλε πίσω στην Τουρκία επτά Τούρκους πολίτες που δίδασκαν σε σχολεία που συνδέονταν με το γκιουλενικό κίνημα. Δύο μήνες αργότερα οι δύο χώρες υπέγραψαν εμπορική συμφωνία και συμφώνησαν σε μια ανακαίνιση, κόστους 10 εκατομμυρίων ευρώ του προεδρικού μεγάρου στο Κισινάου. Σε όλες τις περιπτώσεις θα υπάρξουν καταγγελίες ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες δικαίου σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η δύσκολη σχέση με την Ευρώπη
Η σχέση με την Ευρώπη είναι από τα πιο ακανθώδη ζητήματα. Ο Ερντογάν επένδυσε σε πρώτη φάση ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή προοπτική. Σε αυτό είχε μια ευρύτερη συναίνεση συμπεριλαμβανομένων και όσων εκτιμούσαν ότι αυτό θα θωράκιζε καλύτερα τα εύθραυστα δημοκρατικά δικαιώματα. Όμως, πολύ νωρίς φάνηκε ότι η προοπτική δεν ήταν δεδομένη. Όχι μόνο γιατί η απόρριψη του σχεδίου Ανάν φάνηκε να ακυρώνει την προοπτική ενός συνδυασμού ανάμεσα στην ενταξιακή προοπτική και την επίλυση προβλημάτων, αλλά και γιατί ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν σχετικά νωρίς ότι δεν επιθυμούσαν αυτή τη διεύρυνση.
Από την άλλη, οι οικονομικές σχέσεις των δύο πλευρών, με δεδομένη και την τελωνειακή ένωση από το 1995, είναι σημαντικές, ειδικά για την Τουρκία που η ΕΕ είναι βασικός εμπορικός εταίρος ενώ η Τουρκία είναι σημαντικός κόμβος της πολιτικής της ΕΕ για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό, μέσα από την κοινή δήλωση του 2016 που προσέφερε οικονομικά ανταλλάγματα στην Τουρκία για να αποτρέπει τις μετακινήσεις προσφύγων προς την Ευρώπη αλλά και της αντιτρομοκρατικής πολιτικής της, εφόσον υπήρξε το βασικό πέρασμα μαχητών του Ισλαμικού Κράτους από και προς τη Συρία.
Όλα αυτά καθιστούν δύσκολη μια συνολική ρήξη ανάμεσα στις δύο πλευρές. Όμως, την ίδια στιγμή τόσο οι προκλήσεις της Τουρκίας απέναντι σε κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελλάδας, όσο και η σύγκρουσή της με σημαντικά κράτη-μέλη όπως η Γαλλία (με την οποία ανταγωνίζεται για επιρροή στην Αφρική) έχουν προσθέσει σημαντικές εντάσεις. Η Σύνοδος Κορυφής του Μαρτίου της ΕΕ, που θα εξετάσει συνολικά τις ευρωτουρκικές σχέσεις, αποκτά έτσι ξεχωριστή σημασία για το εάν θα υπάρξει μια σχετική εξομάλυνση (που θα άνοιγε και το δρόμο για μια αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης και για επίλυση πιθανώς ζητημάτων όπως αυτό της βίζας για του τούρκους πολίτες) ή εάν θα έχουμε μια νέα επιδείνωση, που αυτή τη φορά θα ενεργοποιούσε τις κυρώσεις που έχει προεξαγγείλει η ευρωπαϊκή πλευρά.
Τα όρια της αλαζονείας
Η πολιτική της Τουρκίας την έχει φέρει αντιμέτωπη με διάφορες εντάσεις. Η προσπάθεια να κατοχυρώσει την παρουσία της στη Συρία και σε συνεννόηση με την Ρωσία μαζί με την προμήθεια των S-400 την έφερε σε αντιπαράθεση με σημαντικό τμήμα του αμερικανικού διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου, ιδίως του Δημοκρατικού Κόμματος. Η Γαλλία δεν πρόκειται να δεχτεί εύκολα την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας της σε κρίσιμες περιοχές. Οι μοναρχίες του Κόλπου δεν είδαν με καλό μάτι την προσπάθειά της να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο. Η Ρωσία δεν νιώθει πολύ βολικά με τον αναβαθμισμένο ρόλο της τα Τουρκίας στον Καύκασο μια παραδοσιακή ρωσική «πίσω αυλή». Το Ιράν ανησυχεί για τις παντουρκιστικές εκκλήσεις που περιλαμβάνουν και τους αζερικής καταγωγής πολίτες του. Το Ισραήλ θα ήθελε να δει μικρότερη στήριξη προς τη Χαμάς. Η ελληνοτουρκική ένταση ανησυχεί πολλές χώρες που δεν θα ήθελαν τη Μεσόγειο να γίνει τοπίο «θερμών επεισοδίων».
Όλα αυτά συνιστούν πραγματικά όρια της τουρκικής κίνησης, τους πραγματικούς κινδύνους που έχει να αντιμετωπίσει στο δρόμο για να κατοχυρωθεί ως «περιφερειακή δύναμη».