Η νέα εμπορική συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου με την Τουρκία αγνοεί τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της τουρκικής κυβέρνησης και θα έπρεπε να είχε εξεταστεί από το βρετανικό Κοινοβούλιο, γράφει ο αρθρογράφος της Guardian, Σάιμον Τίσνταλ.
Η συμφωνία ενισχύει επίσης τον «επικίνδυνο» πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και υπονομεύει τις δεσμεύσεις της βρετανικής κυβέρνησης ότι «η παγκόσμια Βρετανία» θα σεβαστεί τους διεθνείς νόμους και αξίες , σημειώνει ο Τίσνταλ στο άρθρο του που δημοσιεύθηκε την Κυριακή.
Η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο επέκτειναν τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου την περασμένη Τρίτη, λίγες μέρες πριν η Βρετανία εγκαταλείψει επίσημα την Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να συνεχιστεί η υπάρχουσα ροή αγαθών μεταξύ των δύο πλευρών.
Η Βρετανίδα υπουργός Εμπορίου, Λιζ Τρας, προσέφερε στον Ερντογάν «μια νίκη που χρειαζόταν», καθώς η χώρα του αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα οικονομικής κακοδιαχείρισης και έχει ανοιχτά μέτωπα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση για την τουρκική πολιτική έναντι της Ρωσίας, της Συρίας, της Λιβύης, της Ελλάδας και της Κύπρου, υπογραμμίζει ο Τίσνταλ.
«Μπορεί να είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η συμφωνία, η οποία είναι αντίγραφο των υφιστάμενων ρυθμίσεων μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας, θα επέτρεπε σε θέματα αρχής να θέσουν σε κίνδυνο ένα διμερές εμπόριο ύψους 18,6 δισ. βρετανικών λιρών», σχολιάζει ο αρθρογράφος για να προσθέσει:
«Ωστόσο, η Βρετανία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Τουρκίας. Η Άγκυρα ζητούσε απελπισμένα να διατηρήσει την πρόσβαση σε αυτήν χωρίς δασμούς. Αυτό ενεθάρρυνε τον (πρωθυπουργό Μπόρις) Τζόνσον και την Τρας. Ήταν μια στιγμή κυριαρχίας. Αλλά απέτυχαν να απαιτήσουν από τον Ερντογάν να αλλάξει συμπεριφορά».
Μετά την ολοκλήρωση της εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ, πριν από δύο εβδομάδες, η κυβέρνηση Τζόνσον πρέπει τώρα να αντικαταστήσει περίπου εμπορικές συμφωνίες με περίπου 30 χώρες που ίσχυαν όταν συμμετείχε στο ευρωπαϊκό μπλοκ. Μεταξύ των χωρών αυτών είναι και αρκετές με αμφισβητούμενες επιδόσεις, όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτές οι χώρες και οντότητες περιλαμβάνουν την Τουρκία, την Αίγυπτο, την Τυνησία, το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή. Οι συμφωνίες αυτές υπογράφονται χωρίς ενδελεχή έλεγχο από το βρετανικό Κοινοβούλιο, παρατηρεί ο Τίσνταλ.
Ο ίδιος επισημαίνει τη χλιαρή αντίδραση της βρετανικής κυβέρνησης όσον αφορά στα προβλήματα που δημιουργεί ο Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο και τη χρήση από την Τουρκία βρετανικού εξοπλισμού και τεχνολογίας στη Συρία, τη Λιβύη και στο εσωτερικό της χώρας.
«Η κυβέρνηση Τζόνσον, έχοντας επίγνωση των αναγκών της για το Brexit, έχει τηρήσει συγκαταβατική στάση (σχετικά με την Τουρκία)», λέει καταλήγοντας ο Τίσνταλ και σχολιάζει:. «Είναι άβολο να κάνεις βεβιασμένες και ελλιπώς μελετημένες συμφωνίες με κάθε είδους ανεπιθύμητους πελάτες σε όλο τον κόσμο, χωρίς να λαμβάνεις δεόντως υπόψη τις πολιτικές, νομικές, στρατηγικές και ανθρώπινες συνέπειες».