Η αναβάθμιση της στρατιωτικής ισχύς της Τουρκίας, "συναντήθηκε" με την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας σε B2 από τον οίκο αξιολόγησης Moody's, θέτοντας τη χώρα στο ίδιο πιστοληπτικό επίπεδο με την Αίγυπτο, την Τζαμάικα και τη Ρουάντα. Η εκστρατεία του Ερντογάν «Make Turkey Great Again» έχει στρατιωτικό, διπλωματικό, γεωστρατηγικό και οικονομικό κόστος.
Το κόστος που πληρώνει η Τουρκία για την υλοποίηση του οράματος και των φιλοδοξιών του Ερντογάν «κάνε την Τουρκία μεγάλη ξανά», είναι τεράστιο και καταστροφικό για την χώρα και τους Τούρκους πολίτες.
Άραγε θα αντέξει η Τουρκία τα απανωτά κτυπήματα που δέχεται σε οικονομικό, διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, προκειμένου ο Τούρκος πρόεδρος να υλοποιήσει το σχέδιο ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ή θα καταρρεύσει αυτός και τα εξαπτέρυγα του σαν χάρτινος πύργος;
Τελικά η Τουρκία είναι ένας γίγαντας με πήλινα πόδια;
Ας δούμε κάποια ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά στοιχεία σε αριθμούς, για την εν λόγω χώρα.
Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Τουρκίας είναι μόλις 8.900 $. Η οικονομία της υποφέρει από διψήφιο πληθωρισμό και ποσοστά ανεργίας. Το ένα τέταρτο των Τούρκων νέων είναι άνεργοι.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, η τουρκική λίρα βυθίστηκε κάτω από το προηγούμενο χαμηλό όλων των εποχών 7,60 έναντι του δολαρίου ΗΠΑ (και 8,99 στο ευρώ).
Η οικονομία έχει επιβραδυνθεί απότομα (συρρικνώθηκε 9,9% το δεύτερο τρίμηνο), κυρίως λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας Covid -19.
Ο οίκος αξιολόγησης Moody's, δήλωσε ότι η Τουρκία κατευθύνεται προς κρίση αναφορικά με το ισοζυγίο πληρωμών και σημείωσε ότι οι "ανεπιτυχείς προσπάθειες της Κεντρικής Τράπεζας να υπερασπιστεί τη λίρα" έχουν μειώσει το απόθεμα της σε χαμηλά επίπεδα που δεν έχουν σημειωθεί εδώ και δεκαετίες.
Ο εν λόγω οίκος μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας σε B2, που ισούται με εκείνη χωρών όπως η Τανζανία, η Ουγκάντα, η Αιθιοπία και η Κένυα.
Παρ 'όλα αυτά, οι νεοθωμανοί του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζουν να απειλούν με ανάληψη στρατιωτικής δράσης εναντίον γειτονικών κρατών.
Δεν περνάει μια μέρα χωρίς ο Ερντογάν να πει σε ένα πρόθυμο, συντηρητικό και εθνικιστικό ακροατήριο ότι «η Τουρκία είναι μια παγκόσμια δύναμη, είναι ισχυρή πολιτικά και στρατιωτικά, και όλα τα άλλα έθνη ζηλεύουν τη συνεχιζόμενη άνοδο».
Αλήθεια, έχετε ακούσει ποτέ ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping να θυμίζει στο κοινό ότι η χώρα του έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο;
Έχετε ακούσει ποτέ ο Μπιλ Γκέιτς να υπενθυμίζει στους ακροατές ότι είναι φανταστικά πλούσιος;
Εκείνοι που δηλώνουν δυνατά και συνεχώς ότι είναι δυνατοί, το πιθανότερο είναι να μην είναι.
Όπως επεσήμανε πρόσφατα ο εξέχων ειδικός της Τουρκίας Ρόμπερτ Έλις, η Τουρκία έχει στρατεύματα σε 13 χώρες (Κύπρο, Συρία, Λιβύη, Ιράκ, Αζερμπαϊτζάν, Σομαλία, Κατάρ, Αφγανιστάν, Αλβανία, Λίβανο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κοσσυφοπέδιο και Σουδάν).
Ο Namik Tan, πρώην Τούρκος πρέσβης στην Ουάσινγκτον, έγραψε: «Το να διατάξουμε τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να εισέλθουν στη Συρία και να εμπλακούν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, ενώ παράλληλα κάνουμε επίδειξη στρατιωτικής ισχύος ασκώντας την διπλωματία των κανονιοφόρων στην Ανατολική Μεσόγειο, θα αποδειχθεί δύσκολο να διατηρηθεί, ειδικά όταν οι σχέσεις με τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή ένωση είναι ήδη τεταμένες
Η αλλαγή του αυτοπροσδιορισμού της Τουρκίας από «μαλακή δύναμη» σε «σκληρή δύναμη» σημαίνει ότι πρώτα στρατιωτικά θα πρέπει να είναι πλήρως ανεξάρτητη και οικονομικά θα πρέπει να είναι δυνατή.
Έχει η σημερινή Τουρκία αυτά τα δύο βασικά στοιχεία;
Η απάντηση είναι ΟΧΙ.
Έτσι, ενώ η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας έχει σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο, εντούτοις δεν είναι ακόμη πλήρως ανεξάρτητη και εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε προμήθειες που απαιτούν άδειες εξαγωγής από χώρες που τώρα διακινδυνεύει ο Ερντογάν με την τακτική που ακολουθεί να θεωρήσουν την Τουρκία ως «αντίπαλο».
Το 2018, η Turkish Aerospace Industries (TAI) υπέγραψε συμφωνία ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την πώληση 30 ελικοπτέρων T129 στο Πακιστάν.
Ωστόσο, η συμφωνία δεν έχει προχωρήσει καθώς η TAI απέτυχε να εξασφαλίσει άδειες εξαγωγής των ΗΠΑ για τη σύμβαση. (Το T129, που κατασκευάστηκε με άδεια από την ιταλική-βρετανική AgustaWestland, τροφοδοτείται από δύο κινητήρες turboshaft LHTEC T800-4A που παράγονται από κοινοπραξία μεταξύ της αμερικανικής εταιρείας Honeywell και της βρετανικής Rolls Royce)
Το μεγαλύτερο ναυτικό πρόγραμμα της Τουρκίας, η κατασκευή ενός αμφίβιου επιβατικού σκάφους Landing Platform Dock με κόστος άνω των 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων, έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2021.
Αλλά «το μεγαλύτερο πλοίο που έχει κατασκευαστεί ποτέ από την Τουρκία» είναι στην πραγματικότητα μια συμφωνία αδειοδότησης από τα Ισπανικά ναυπηγεία Navantia.
Σχολιάζοντας τις εξωτερικές στρατιωτικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, ο σύμβουλος του François Mitterand, Jacques Attali, έγραψε στο Twitter: «Πρέπει να ακούσουμε τι λέει ο Ερντογάν, να το πάρουμε πολύ σοβαρά και να είμαστε έτοιμοι να δράσουμε με κάθε τρόπο. Εάν οι προκάτοχοί μας είχαν λάβει σοβαρά υπόψη τις ομιλίες του Führer από το 1933 έως το 1936, θα μπορούσαν να είχαν εμποδίσει αυτό το τέρας να συσσωρεύσει τα μέσα για να κάνει ό,τι είχε ανακοινώσει».
Αλλά ο Ερντογάν μπορεί να επιτύχει τους στόχους του, μόνο με τους πόρους ενός πλούσιου και ισχυρού οικονομικά έθνους, που αυτή τη στιγμή τουλάχιστον δεν είναι η Τουρκία.
Οι ξένοι επενδυτές φεύγουν, το COVID-19 έχει καταστρέψει τον τουρισμό και η Moody's υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας σε B2, βάζοντας την Τουρκία σε επίπεδο με την Αίγυπτο, την Τζαμάικα και τη Ρουάντα».
Ορισμένα από τα κρίσιμα προγράμματα στρατιωτικών προμηθειών της Τουρκίας είναι επίσης βαθιά προβληματικά.
Προκαλώντας την ανησυχία και δυσαρέσκεια των συμμάχων του στο ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν επέμεινε στην απόκτηση του ρωσικού συστήματος αεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς S-400.
Το πρώτο σύστημα S-400 έφτασε στην Άγκυρα τον Ιούλιο του 2019, με αρχικά καταληκτική ημερομηνία να τεθεί σε λειτουργία έως τον Απρίλιο του 2020, στόχος που δεν επετεύχθη τελικά.
Οι αναφορές των μέσων ενημέρωσης ισχυρίζονται ότι η Άγκυρα εντόπισε τεχνικά προβλήματα με το σύστημα S-400, ενώ Ρώσοι μηχανικοί δεν έχουν προσκληθεί να επιβλέψουν την ενεργοποίηση και τις βολές των S-400 στην Τουρκία, με τον Τούρκο υπουργό Άμυνας Χούλουσι Ακάρ να επιμένει ότι οποιοδήποτε θέμα σχετικά με την επιχειρησιακή ετοιμότητα πρέπει και μπορεί να επιλυθεί από Τούρκους μηχανικούς.
Χωρίς να υπολογίσει ότι τα νομισματικά αποθέματα της Τουρκίας θα εξαντληθούν γρήγορα (εν μέρει λόγω της πανδημίας), ο Ερντογάν συμφώνησε να πληρώσει 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια για ένα σύστημα που η Τουρκία δεν μπορεί να ενεργοποιήσει για τεχνικούς ή πολιτικούς λόγους.
Ωστόσο οι S-400 είχαν για την Άγκυρα είναι ένα επιπλέον απροσδόκητο κόστος.
Σε απάντηση στην έντονη επιθυμία του Ερντογάν για τα S-400, μια πολυεθνική κοινοπραξία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ανέστειλε τη συνεργασία της Τουρκίας σε ένα πρόγραμμα για την κατασκευή του F-35 Lightning II, ενός μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς.
Η Τουρκία πλήρωσε πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια για τις αρχικές παραγγελίες της και τελικά θα αγόραζε 100 αεροσκάφη. Οι τουρκικές αμυντικές εταιρείες θα είχαν κερδίσει δισεκατομμύρια δολάρια στον κύκλο κατασκευής.
Επιπλέον η διατήρηση τόσων στρατιωτικών μετώπων ανοιχτών από την Τουρκία έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος. Μπορεί και αν ναι, για πόσο χρόνο να τα συντηρεί οικονομικά η Τουρκία;
«Οι υπερπόντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα δαπανηρές. Δεν έχουμε μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει λειτουργικές αδυναμίες λόγω δημοσιονομικών περιορισμών. Δεν είμαι βέβαιος, ωστόσο, πόσο καιρό αυτή η φιλοδοξία μπορεί να διατηρηθεί», δήλωσε ανώτερος στρατιωτικός διοικητής.
Η εκστρατεία του Ερντογάν «Make Turkey Great Again» έχει στρατιωτικό, διπλωματικό, γεωστρατηγικό και οικονομικό κόστος.
Οι δείκτες υποδηλώνουν ότι η στρατιωτική του εκστρατεία στο εξωτερικό ενδέχεται να μην είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, ειδικά ενόψει των τεράστιων χρημάτων του δημοσίου που θα χρειαστεί να δαπανήσει ο Ερντογάν για να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους πριν από τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές του 2023 (ή νωρίτερα).