Προθέσεις τουρκικού “στρατιωτικού χτυπήματος” διαβλέπουν ξένα ΜΜΕ από τον Ερντογάν, σχετικά με την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην Α.Μεσόγειο και την κρίση που έχει προκύψει με την Ελλάδα.
''Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται πρόθυμος να θυσιάσει πολλά στον βωμό των προσωπικών του φιλοδοξιών. Μπορεί να μην το έχει συνειδητοποιήσει, αλλά ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται να φλερτάρει με μια πολεμική σύγκρουση (σ.σ. με την Ελλάδα), η οποία όμως θα βλάψει τις σχέσεις της χώρας του με τη Δύση καταστρέφοντας παράλληλα και την οικονομία της.
Όμηρος του δικού του άθλιου νεο-οθωμανικού οράματος, ο Ερντογάν “δολοφονεί” καθημερινά φίλους και συμμάχους, απειλεί την Ελλάδα και την Κύπρο και θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες διαμεσολάβησης από άλλες δυνάμεις, όπως ο σημερινός κάτοχος της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γερμανία, η οποία έχει αποδείξει την επιθυμία της να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Τουρκία.
Οι απειλές και οι προσβολές του έχουν ξεπεράσει κάθε όριο, ενώ ο ίδιος περιέγραψε πρόσφατα τις ελληνικές στρατιωτικές κινήσεις ως «ψεύτικο εκφοβισμό», κάτι που δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί, ακόμα κι αν απευθύνεται ο ίδιος στο εσωτερικό του κοινό.
Η Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν βρίσκεται σε αντιπαράθεση όχι μόνο με χώρες που έχει αντικρουόμενα συμφέροντα όπως η Ελλάδα, αλλά και με άλλες βασικές περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ή μεγάλες δυνάμεις όπως τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία.
Η Ελλάδα την ίδια στιγμή κατανοεί πλήρως ότι δεν μπορεί να αναμένει από άλλους να πολεμήσουν για λογαριασμό της και για αυτό παίρνει τα μέτρα της.
Ωστόσο, είναι εξίσου προφανές ότι η αποτελεσματική σύναψη αμυντικής συμμαχίας της Αθήνας με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γαλλία, η οποία επιβεβαιώθηκε από πρόσφατες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και από τις τριμερείς εταιρικές σχέσεις που έχουν σφυρηλατηθεί με Κύπρο, Ισραήλ και Αίγυπτο αντίστοιχα, της προσφέρουν μια μεγάλη διπλωματική και γεωπολιτική αξία.
Οι ανησυχίες αυξάνονται ωστόσο, τόσο από την Γαλλία, η οποία προσβλέπει να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο (ειδικά ενόψει του Brexit), όσο και από την Γερμανία, που είναι το βασικό κέντρο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όλα αυτά να συνεπάγονται "πολλά" όσον αφορά την επιρροή που ασκείται στην περιοχή συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας.
Ταυτόχρονα, όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις παραμένουν ισχυρότατες, και συγκεκριμένες συγκεκριμένες μονάδες είναι ιδιαίτερα ικανές να προκαλέσουν σημαντική ζημιά στην Τουρκία.
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η Ελλάδα είναι επιθετική ή αγνοεί τα όρια και τους κινδύνους της μιας πιθανής στρατιωτικής αναμέτρησης.
Η Ελλάδα δεν έχει επιδιώξει ποτέ πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία υπό οποιαδήποτε ηγεσία. Η ελληνική κυβέρνηση το δηλώνει ξανά και ξανά αυτό, όχι επειδή φοβάται, αλλά επειδή γνωρίζει το κόστος μιας τέτοιου είδους αναμέτρησης.
Από την πλευρά του ο Ερντογάν ενεργεί άκρως επιθετικά, και για αυτό και θα πληρώσει ένα πολύ σοβαρό τίμημα εάν συνεχίσει να αγνοεί ορισμένες πραγματικότητες.
Η κοινή λογική μας υποδηλώνει ότι μια στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ (Ελλάδος-Τουρκίας) θα είναι καταστροφική και για τις δύο πλευρές, σε πολλαπλά επίπεδα και θα πρέπει να αποφευχθεί με οποιοδήποτε κόστος.
Σε ιδιωτικές συνομιλίες, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί (στην παρούσα κυβέρνηση αλλά και μεταξύ των κύκλων του υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ Τ.Μπάιντεν) καθώς και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, έχουν επανειλημμένα εκφράσει σοβαρές ανησυχίες ότι εάν η Τουρκία απομακρυνθεί πολύ από τη Δύση, κινδυνεύει να γίνει ένα “Πακιστάν” ή ακόμη χειρότερα ένα νέο “Ιράν”.
Οι ανησυχίες τους δεν είναι αβάσιμες. Με αυτό ως δεδομένο, η παρούσα πολιτική του «κατευνασμού» δεν είναι ο σωστός τρόπος για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη, προμηνύοντας πιθανόν δυναμική παρέμβαση του ΝΑΤΟ ή των ΗΠΑ στην περιοχή.
Απλώς η Αθήνα έχει και τον απαραίτητο ορθολογισμό και την νοημοσύνη να κατανοήσει τους κινδύνους μιας πλήρους πολεμικής αντιπαράθεσης και τη ζημιά που θα προκαλούσε αυτή και στις δύο πλευρές'', καταλήγει το άρθρο
Όλα αυτά μας λένε ότι η Τουρκία του Ερντογάν θα βρεθεί αργά ή γρήγορα στον άξονα των χωρών του “κακού”, όπως το ονομάζουν οι δυτικοί, με όλες τις συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής.