Η δυναμική αντίδραση της διεθνούς κοινότητας μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας ικανοποιητικά αποτρεπτικός παράγοντας απέναντι στις αποσταθεροποιητικές ενέργειες της Τουρκίας εκτίμησε ο Αμερικανός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ.
Μιλώντας στην ιστοσελίδα Hellas Journal, ο επικεφαλής της δημοκρατικής μειοψηφίας στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, επαίνεσε την ηγετική στάση που έχουν τηρήσει η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απέναντι στον πρόεδρο της Τουρκίας.
«Η διεθνής κοινότητα έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει τον Ερντογάν. Η καγκελάριος Μέρκελ έστειλε ένα σαφές μήνυμα τον περασμένο μήνα, και ως αποτέλεσμα ο Ερντογάν έχει μειώσει τις εντάσεις με την Ελλάδα. Κάπως έτσι μοιάζει η επίδειξη ηγεσίας. Ο πρόεδρος Μακρόν έχει επίσης μιλήσει με ισχυρό και ειλικρινή τρόπο όσον αφορά τον ρόλο της Τουρκίας στη Λιβύη και τις εισβολές της στις ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου. Ο Ερντογάν θα υποχωρήσει όταν η διεθνής κοινότητα είναι ξεκάθαρη και σαφής», επισήμανε ο Αμερικανός γερουσιαστής.
Ο κ. Μενέντεζ, ωστόσο, στάθηκε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ διαχειρίζεται το θέμα της Τουρκίας, λέγοντας πως η Ουάσιγκτον δεν έχει επιδείξει την ίδια σαφήνεια με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Μάλιστα κάλεσε τις ΗΠΑ να μιμηθούν το παράδειγμα της ΕΕ και να μιλήσουν ξεκάθαρα για τις παραβιάσεις στη κυπριακή ΑΟΖ.
«Παραμένω πολύ ανήσυχος για τις παραβιάσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας. Οι Ευρωπαίοι κατανοούν την κατάσταση και έχουν επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για αυτές τις ενέργειες. Οι ΗΠΑ πρέπει να είναι λιγότερο αμφιλεγόμενες και να μιλήσουν ξεκάθαρα για τις παραβιάσεις στην ΑΟΖ», τόνισε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, συνέχισε τη κριτική του για τη στάση της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στη Τουρκία, φέρνοντας ως παράδειγμα την ιδιαίτερη πρόσβαση που απολαμβάνει ο Τούρκος πρόεδρος στο Οβάλ Γραφείο. Όπως εκτίμησε, πρόκειται για ένα μεγάλο διπλωματικό λάθος, καθώς η Ουάσιγκτον δεν έχει καταφέρει να αποσπάσει κανένα αντάλλαγμα από αυτή την παραχώρηση.
«Δυστυχώς, δεν είχαμε την ίδια σαφήνεια από την κυβέρνηση του κ. Τραμπ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρόεδρος μιλά με τον Ερντογάν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη. Και τι έχουμε να δείξουμε για αυτό; Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει το ρωσικό σύστημα S-400 και δεν έχουν επιβληθεί κυρώσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νόμου των ΗΠΑ. Η Τουρκία συνεχίζει να επιτίθεται στους Κούρδους συμμάχους μας στη Συρία. Η Τουρκία συνεχίζει να παρεμβαίνει στη Λιβύη προκειμένου να κερδίσει στον τομέα της ενέργειας στη Μεσόγειο. Για όλες αυτές τις τηλεφωνικές κλήσεις του κ. Τραμπ με τον κ. Ερντογάν, δεν φαίνεται οι ΗΠΑ να λαμβάνουν τίποτα σε αντάλλαγμα. Πρόκειται για διπλωματική παράβαση στον υψηλότερο βαθμό», τόνισε ο κ. Μενέντεζ.
Αναφορικά με τις προβλεπόμενες κυρώσεις εναντίον της Άγκυρας για την απόκτηση του ρωσικού συστήματος S-400, ο Αμερικανός γερουσιαστής εκτίμησε ότι η αδικαιολόγητη ολιγωρία του Λευκού Οίκου έχει απαξιώσει την αποτρεπτική ισχύ του νόμου CAATSA (Νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων). Σύμφωνα με τον κ. Μενέντεζ, η Τουρκία έχει δημιουργήσει ένα κακό προηγούμενο για μια σειρά από χώρες που επεξεργάζονται την απόκτηση ρωσικών οπλικών συστημάτων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο γερουσιαστής κάλεσε την κυβέρνηση να στείλει ένα μήνυμα στη διεθνή κοινότητα με την ενεργοποίηση των κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας.
«Οι S-400 αποτελούν κίνδυνο για την περιοχή και τους αληθινούς συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ. Επιπλέον, ανησυχώ ότι το τμήμα 231 του CAATSA - το τμήμα του νόμου που επιβάλλει κυρώσεις στους ρωσικούς τομείς άμυνας και πληροφοριών - χάνει το αποτρεπτικό του χαρακτήρα λόγω της έλλειψης δράσης της Τουρκίας. Το τμήμα 231 έχει γίνει διεθνώς γελοίο καθώς χώρες όπως η Αίγυπτος και η Σερβία προχωρούν σε σημαντικές αγορές από τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ πρέπει να στείλουν ένα σαφές μήνυμα (σε όλους) που να ξεκινά με την επιβολή των κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία».
Ο Ρόμπερτ Μενέντεζ εξέφρασε επίσης την ικανοποίηση του για την αναβάθμιση της στρατηγικής συνεργασίας της Ουάσινγκτον με την Ελλάδα, τη Κυπριακή Δημοκρατία και το Ισραήλ. Όπως, όμως, σημείωσε, είναι σημαντικό να μην υπάρξει εφησυχασμός λόγω της επιτυχίας του «East Med Act», αλλά αντιθέτως κάλεσε όλα τα μέρη να εργαστούν για να αξιοποιήσουν τα κέρδη αυτού του νόμου.
«Χαίρομαι που είδα τα στρατεύματα των ΗΠΑ να κινούνται μέσω της Ελλάδας στο δρόμο τους για τις ετήσιες ασκήσεις στην Ευρώπη. Αυτό είναι ένα ακόμη σαφές μήνυμα ότι οι ΗΠΑ και η Ελλάδα εντείνουν τους δεσμούς ασφαλείας τους και ότι η σχέση μας είναι όντως η καλύτερη που υπήρξε ποτέ. Δεν μπορούμε όμως να αναπαυτούμε στις δάφνες μας και πρέπει συνεχώς να πιέζουμε για τρόπους που θα εμβαθύνουν περαιτέρω αυτήν τη σχέση. Ο νόμος East Med Act προσπάθησε να σχεδιάσει μια στρατηγική πορεία για την περιοχή, που εμβαθύνει τις σχέσεις με τους στενότερους δημοκρατικούς εταίρους μας: την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ. Τώρα πρέπει να αναλάβουμε δράση για να κεφαλαιοποιήσουμε αυτά τα κέρδη. Αυτό σημαίνει να ενεργοποιήσουμε το IMET (Πρόγραμμα Διεθνούς Στρατιωτικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης) με την Κύπρο, αυτό σημαίνει την επέκταση της ασφάλειας και των οικονομικών σχέσεων με την Ελλάδα και, φυσικά, τη συνέχιση της κρίσιμης σημασίας σχέσης μας με το Ισραήλ», εξήγησε ο Αμερικανός γερουσιαστής.