Συχνά οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι αφηγούνταν εκ νέου την ιστορία του Τρωικού Πολέμου, όμως η παλαιότερη και πιο διάσημη είναι η εκδοχή του Ομήρου. Έζησε γύρω στο 700 π.Χ., εκεί πού σήμερα βρίσκεται η δυτική Τουρκία, και συνέθεσε δύο επικά ποιήματα, ιστορίες ηρώων που είχαν χαθεί προ πολλού. Είναι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Το κύριο θέμα τους, ο Τρωικός Πόλεμος, είχε διεξαχθεί περίπου 500 χρόνια νωρίτερα.
Ο Όμηρος γνώριζε καλά τη μακρά παράδοση της προφορικής ποίησης και ίσως είχε υπόψη του γραπτές πηγές που παρέπεμπαν στην εποχή του Τρωικού Πολέμου, ενώ μπορούσε να επισκέπτεται τοποθεσίες και μνημεία, αρχίζοντας με τα ερείπια της Τροίας. Τα έπη του συνδυάζουν γεγονότα και μύθο. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Τρωικός Πόλεμος ήταν μια μεγάλη, δεκαετής σύγκρουση που έφερε τους Έλληνες αντιμέτωπους με τους Τρώες και τους συμμάχους τους. Και στις δύο πλευρές πολέμησαν ηρωικοί μαχητές. Πριν το τέλος του πολέμου ενεπλάκησαν Αμαζόνες, ακόμα και Αιθίοπες.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν ακόμα και οι θεοί του Ολύμπου. Η αιτία του πολέμου ήταν μια γυναίκα: η Ελένη, η όμορφη βασίλισσα της Σπάρτης, η γνωστή Ωραία Ελένη. Κατά την επίσκεψή του στη Σπάρτη, ο πρίγκιπας της Τροίας Πάρις (γνωστός και ως Αλέξανδρος) αποπλάνησε την Ελένη και διέφυγαν μαζί στην Τροία παίρνοντας μεγάλο μέρος από το θησαυροφυλάκιο της Σπάρτης. Με την υποστήριξη άλλων Ελλήνων βασιλιάδων, ο σύζυγος της Ελένης, βασιλιάς Μενέλαος, και ο αδελφός του, βασιλιάς Αγαμέμνονας των Μυκηνών, συγκρότησαν έναν ένοπλο ελληνικό συνασπισμό που έπλευσε προς την Τροία, θέτοντας στους Τρώες ένα τελεσίγραφο. Οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στην Τροία και απαίτησαν την επιστροφή της Ελένης και των θησαυρών.
Οι Τρώες αρνήθηκαν και έτσι ξέσπασε ο πόλεμος. Για εννέα χρόνια οι Έλληνες ερήμωναν και λεηλατούσαν την τρωική ύπαιθρο και τα γύρω νησιά, αλλά δεν έκαναν καμία πρόοδο εναντίον του απόρθητου της Τροίας. Κατόπιν, ο ελληνικός στρατός κόντεψε να διαλυθεί.
Ξέσπασε μια θανάσιμη επιδημία και ακολούθησε μια ανταρσία εκ μέρους του Αχιλλέα, του σημαντικότερου πολεμιστή των Ελλήνων. Για άλλη μια φορά η αιτία ήταν μια γυναίκα: αυτή τη φορά, ο Αγαμέμνονας άρπαξε από τον Αχιλλέα την όμορφη Βρισηίδα, ένα λάφυρο πολέμου, και ο Αχιλλέας αποσύρθηκε με τους άνδρες του από τον πόλεμο.
Οι Τρώες, με επικεφαλής τον ήρωά τους Έκτορα, κόντεψαν να καταστρέψουν τους Έλληνες, αλλά όταν σκότωσαν τον Πάτροκλο, τον φίλο και υπαρχηγό του Αχιλλέα, ο τελευταίος επέστρεψε στη μάχη. Σκότωσε τον Έκτορα και έσωσε τον ελληνικό στρατό. Ωστόσο, ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος – περισσότερες λεπτομέρειες προέρχονται από άλλα επικά ποιήματα εκτός του Ομήρου που ως επί το πλείστον σήμερα έχουν χαθεί. Ο ίδιος ο Αχιλλέας σκοτώνεται.
Τελικά, ο Έλληνας ήρωας Οδυσσέας οδηγεί τους Έλληνες στη νίκη, επινοώντας το πανέξυπνο τέχνασμα της λαθραίας εισόδου Ελλήνων πολεμιστών στην Τροία μέσα στον Δούρειο Ίππο, μια επιχείρηση της οποίας επικεφαλής τέθηκε ο ίδιος. Η Τροία λεηλατήθηκε και από τους σημαντικότερους Τρώες ήρωες επέζησε μόνο ο Αινείας, ο οποίος μαζί με μια ομάδα Τρώων προσφύγων διέσχισε τη Μεσόγειο μέχρι την Ιταλία για να ιδρύσει αυτό που τελικά έγινε η Ρώμη. Πόση όμως αλήθεια πηγάζει μέσα από την Ιλιάδα;
Πρόκειται απλώς για έναν μύθο που έχει περάσει από γενιά σε γενιά ή μήπως στον Τρωικό Πόλεμο υπάρχει κάποια ιστορική βάση; Χάρη σε νέα ευρήματα μπορούμε επιτέλους να αρχίσουμε να ανασυνθέτουμε το μυστήριο.
Μυκηναϊκή Ελλάδα
Ανάμεσα στο 1450 και το 1180 π.Χ., στην Ελλάδα κυριαρχούσε μια σειρά από βασίλεια πολεμιστών, με σημαντικότερα τις Μυκήνες, τη Θήβα, την Τίρυνθα και την Πύλο. O πολιτισμός τους ονομάζεται Μυκηναϊκός.
Οι κάτοικοι μιλούσαν ελληνικά, όπως διαπιστώνεται από τα χιλιάδες κείμενα που διασώζονται και είναι γραμμένα σε ένα συλλαβικό αλφάβητο που ονομάζεται Γραμμική Β, τον πρόδρομο του μεταγενέστερου ελληνικού αλφαβήτου. Λάτρευαν τους ίδιους ειδωλολατρικούς θεούς που πρωταγωνιστούν στην Ιλιάδα. Οι Μυκηναίοι βασιλιάδες ζούσαν σε ανάκτορα διακοσμημένα με αριστουργήματα τέχνης.
Οι γυναίκες της ελίτ ήταν κομψές και καλοντυμένες. Οι αξιωματούχοι του παλατιού επέβλεπαν την οικονομική ζωή και συνέλεγαν φόρους και δασμούς. Οι μηχανικοί κατασκεύαζαν δρόμους, γέφυρες και οχυρά, αποστραγγιστικά έργα και μεγάλους θολωτούς τάφους.
Τέλος, η πόλη των Μυκηνών ήταν περιτειχισμένη και η είσοδος σε αυτήν γινόταν από την Πύλη των Λεόντων που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει τους επισκέπτες. Τον 15ο αιώνα π.Χ., οι Μυκηναίοι κατέκτησαν την Κρήτη, τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου και την πόλη της Μιλήτου στα παράλια της Τουρκίας. Τους επόμενους αιώνες ενεπλάκησαν σε πολέμους, συνήψαν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις και γάμους ανάμεσα στις δυναστείες των βασιλείων της ανατολικής Μεσογείου. Εξόρμησαν ανατολικά στη Λυκία (νοτιοδυτική Τουρκία) και την Κύπρο, υποδαύλισαν εξεγέρσεις στη δυτική Ανατολία και εισέβαλαν στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου.
Στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στη δυτική Τουρκία υπήρχαν διάφορα βασίλεια, αλλά μακράν το σημαντικότερο ήταν εκείνο που πηγές των Χετταίων αποκαλούν Βιλούσα. Πολλοί μελετητές δέχονται ότι η Βιλούσα, αντικείμενο διεθνούς διένεξης και εμφύλιου πολέμου, είναι ο τόπος που οι Έλληνες αρχικά αποκαλούσαν Βίλιον και στη συνέχεια Ίλιον – Τροία. Τα κείμενα των Χετταίων αναφέρονται επίσης σε ένα μεγάλο βασίλειο στην απέναντι πλευρά της θάλασσας που ήταν γνωστό ως Αχιγιάουα και που οι περισσότεροι μελετητές το ταυτίζουν με τους Αχαιούς, τους Έλληνες Μυκηναίους. Η «Επιστολή Αχιγιάουα» καταγράφει την αλληλογραφία ανάμεσα σε έναν Μυκηναίο βασιλιά και τον Χετταίο ομόλογό του γύρω στο 1250 π.Χ.
Η Τροία ήταν μια σπουδαία πόλη για 2.000 χρόνια, περίπου από το 3000 μέχρι το 950 π.Χ. Μετά την εγκατάλειψή της, στην Τροία εγκαταστάθηκαν Έλληνες άποικοι γύρω στο 750 π.Χ. και παρέμεινε μια μικρή πόλη σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας, συμπεριλαμβανομένης της ρωμαϊκής και της βυζαντινής περιόδου, πριν εγκαταλειφθεί οριστικά. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η Τροία ήταν πλούσια και κραταιά.
Ήταν η μεγαλύτερη αιγαιοπελαγίτικη πόλη, ένα σημαντικό περιφερειακό κέντρο – ίσως εξίσου σημαντικό με τις μεγάλες πόλεις της κεντρικής Ανατολίας, της Ανατολικής Μεσογείου ή της Μεσοποταμίας. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η Τροία έλεγχε σημαντικά λιμάνια, ενώ η ίδια η πόλη προστατευόταν από ένα πελώριο σύμπλεγμα τειχών, τάφρων και οχυρών με ξύλινους φράκτες. Αν κάποια περίοδος της Τροίας ανταποκρίνεται στη λαμπρή πόλη του Τρωικού Πολέμου, σίγουρα ήταν αυτή. Σήμερα θεωρούμε τον πόλεμο ως αποτέλεσμα απρόσωπων δυνάμεων, οικονομικών, πολιτικών ή πολιτιστικών. Ο πολιτισμός της Ύστερης Εποχής του Χαλκού έκανε το αντίθετο και έτεινε να σκέφτεται με προσωπικούς όρους. Ο πόλεμος ήταν αποτέλεσμα βεντέτας, προσβολών και γαμήλιων διενέξεων.
Οι Επιστολές Αμάρνα –μια κρύπτη του 1300 π.Χ. που περιείχε διπλωματική αλληλογραφία ανάμεσα στην Αίγυπτο, τη Χαναάν και το βασίλειο των Χετταίων– παρέχει πλείστα παραδείγματα, από πολέμους εξαιτίας προσβλητικών ενεργειών προς τον πατέρα κάποιου, μέχρι μια εκδικητική επιδρομή όταν ένας πρίγκιπας σκοτώθηκε ενώ πήγαινε να παντρευτεί μια ξένη πριγκίπισσα. Όταν ο Όμηρος απέδωσε την αιτία του Τρωικού Πολέμου σε μια διένεξη που οφειλόταν στην αποπλάνηση μιας βασίλισσας, ήταν όντως ακριβής ως προς την Εποχή του Χαλκού. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Ελένη ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Δεν έχουμε καμία απολύτως απόδειξη για αυτό. Ωστόσο, μερικά από τα ονόματα στον Όμηρο και τους ελληνικούς μύθους απαντώνται στη Γραμμική Β ή στα κείμενα των Χετταίων. Για παράδειγμα, το όνομα του Αχιλλέα εμφανίζεται στη Γραμμική Β. Τα κείμενα των Χετταίων μνημονεύουν τον Αταρισίγια από την Αχιγιάουα, ίσως τον Έλληνα Ατρέα (το όνομα του πατέρα του Αγαμέμνονα), και τον Ταουαγκαλάουα, αδελφό του βασιλιά της Αχιγιάουα. Σήμερα, πολλοί μελετητές θα ταύτιζαν τον Ταουαγκαλάουα με τον Ετεοκλή του ελληνικού μύθου, βασιλιά της Θήβας. Στον Όμηρο, ένας από τους σημαντικούς πρίγκιπες της Τροίας είναι γνωστός ως Πάρις αλλά και ως Αλέξανδρος. Πηγές των Χετταίων αναφέρονται σε έναν Τρώα βασιλιά ονόματι Αλαξαντού αλλά και στο όνομα Πάρι-ζίτις. Η κατάληψη μιας πόλης με έφοδο ή πολιορκία ήταν πολυδάπανη.
Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που κείμενα των Χετταίων και της Μεσοποταμίας αναφέρονται στην εφαρμογή τεχνασμάτων για την κατάληψη μιας εχθρικής πόλης, όπως η δήθεν απόσυρση ενός στρατού για να επανέλθει με σφοδρότητα εναντίον ενός εχθρού που είχε παραμελήσει την επαγρύπνησή του. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο Δούρειος Ίππος ήταν πραγματικός και ότι οι Έλληνες πράγματι καμώθηκαν ότι αποχωρούσαν από την Τροία αφήνοντας πίσω ένα ξύλινο άλογο για να αναγκάσουν τους Τρώες να ανοίξουν τις πύλες τους, αλλά ένα τέτοιο τέχνασμα αντιστοιχεί στο πνεύμα των πολέμων της Εποχής του Χαλκού.
Η έρευνα για την Τροία
Η έρευνα για την Τροία άρχισε το 1871, όταν ο ομηρολάτρης Γερμανο-Αμερικανός επιχειρηματίας Χάινριχ Σλίμαν άρχισε να ανασκάπτει έναν γήλοφο νοτίως της εισόδου του Ελλησπόντου στη βορειοδυτική Τουρκία. Οι ανασκαφές του συνεχίστηκαν μέχρι το 1890. Ο Σλίμαν είχε βασιστεί σε προγενέστερες εργασίες του Φρανκ Κάλβερτ, ενός Βρετανού που είχε υπηρετήσει ως Αμερικανός πρόξενος στην περιοχή. Ο γήλοφος ονομαζόταν Χισαρλίκ, «Τόπος των Οχυρών» στα τουρκικά. Ο Σλίμαν πίστευε ότι είχε ανακαλύψει την Τροία.
Ο Σλίμαν ήταν ερασιτέχνης και κατά κάποιον τρόπο απατεώνας, όμως ο Γερμανός αρχιτέκτονας Βίλεμ Ντόρπφελντ, ο οποίος συνέχισε στην Τροία, έθεσε το έργο του Σλίμαν πάνω σε πιο στέρεα και επιστημονική βάση. Στη συνέχεια, ο Αμερικανός αρχαιολόγος Καρλ Μπλέγκεν διηύθυνε τις ανασκαφές στην Τροία (1932-38).
Ανάμεσα στο 1988 και το 2012, μια μεικτή Γερμανο-Αμερικανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον μακαρίτη πλέον Μάνφρεντ Κόρφμαν (το 2005 τον διαδέχτηκε ο Ερνστ Πέρνικα) και τον Μπράιαν Ρόουζ πραγματοποίησε ανασκαφές στην Τροία. Από το 2013, ο Ρουστέμ Ασλάν διευθύνει μια τουρκική ανασκαφή στην Τροία. Η Τροία βρισκόταν στην είσοδο του Ελλησπόντου, κοντά στο σημείο που εκβάλλεται στο Αιγαίο Πέλαγος. Την πόλη προστάτευαν λιμάνια και στις δυο πλευρές της θάλασσας.
Ο Ελλήσποντος με τη σειρά του οδηγεί στη Θάλασσα του Μαρμαρά, στον Βόσπορο και στη Μαύρη Θάλασσα, δημιουργώντας μια υδάτινη οδό στρατηγικής σημασίας για εμπορικά και πολεμικά πλοία. Ωστόσο, η πλοήγηση στον Ελλήσποντο δεν είναι εύκολη. Εκτός από τα ισχυρά ρεύματα, οι θαλασσοπόροι έχουν να αντιμετωπίσουν έναν πανίσχυρο βόρειο άνεμο για το μεγαλύτερο διάστημα της πλεύσιμης εποχής. Η Τροία πλούτισε ως τόπος συνάντησης των εμπόρων που συναλλάσσονταν περιμένοντας τον άνεμο να κοπάσει. Επίσης εμπορευόταν άλογα, τα οποία εκτρέφονταν στο γόνιμο έδαφος της ενδοχώρας.
Σήμερα η Τροία αποτελείται από μια σειρά επιπέδων, το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργώντας έναν τεχνητό γήλοφο με ύψος γύρω στα 17 μέτρα. Αυτά είναι τα ερείπια πλίνθινων κατοικιών χιλιάδων χρόνων. Κατά την ανοικοδόμηση, οι αρχαίοι Τρώες απλώς ισοπέδωναν τις παλιές κατοικίες και πάνω τους οικοδομούσαν νέες, κάτι που εξηγεί τα διαφορετικά στρώματα της πόλης. Η αρχαία Τροία έχει δέκα οικιστικά στρώματα που χρονολογούνται περίπου από το 2920 μέχρι το 1300 π.Χ., από την Εποχή του Χαλκού μέχρι την ελληνική, τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο.
Σε ποιο επίπεδο όμως βρισκόταν η ομηρική Τροία, αν φυσικά υπήρξε; Ο Σλίμαν πίστευε ότι ήταν η Τροία ΙΙ (2550-2250 π.Χ.), μια περίοδος πλίνθινων τειχών, ναών, ενός ανακτορικού συγκροτήματος και μιας τεράστιας ράμπας που εντυπωσιάζουν μέχρι σήμερα τους επισκέπτες. Ο Σλίμαν ανακάλυψε επίσης κομψά κεραμικά κατασκευασμένα στον τροχό και περισσότερα από 20 αντικείμενα από χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα, τον αποκαλούμενο «Θησαυρό του Πριάμου».
Μετά την ανασκαφή των πελώριων οχυρώσεων της ακρόπολης της Τροίας, την οποία περιέγραψε ως Τροία VI (1740-1180 π.Χ.), ο Ντόρπφελντ τις ταύτισε πιο αξιόπιστα με την Τροία του Ομήρου. Γενικά θεωρείται ως το αποκορύφωμα του τρωικού πολιτισμού και είχε οικοδομηθεί περίπου 1.100 χρόνια αργότερα από ό,τι πίστευε ο Σλίμαν. Ο Μπλέγκεν υποδιαίρεσε ακόμα περισσότερο τα επίπεδα και άλλαξε την ταυτοποίηση σε Επίπεδο VII, ενώ οι πιο πρόσφατοι ανασκαφείς ταυτοποίησαν την ομηρική Τροία ως Επίπεδο VI (1300-1210/1180 π.Χ.).
Η σημαντικότερη αλλαγή δεν έγκειται τόσο στη χρονολογική αναβάθμιση αλλά στη συνολική μας αντίληψη για την τοποθεσία. Προγενέστεροι μελετητές πίστευαν ότι η Τροία ήταν απλώς μια μικρή ακρόπολη, εντυπωσιακή μεν λόγω των λίθινων τειχών της, αλλά με έκταση μόλις γύρω στα δύο στρέμματα. Χάρη στις πρόσφατες ανασκαφές όμως, σήμερα γνωρίζουμε ότι στην πραγματικότητα η Τροία είχε έκταση περίπου 300 στρέμματα, με μια μεγάλη κάτω πόλη γύρω από τους πρόποδες της ακρόπολης. Η πόλη ήταν πυκνοκτισμένη με κατοικίες, επιχειρήσεις, εργαστήρια τεχνιτών και καλλιτεχνών, στάβλους, ιερά, ακόμα και ιατρεία. Υπολογίζουμε ότι στην Τροία ζούσαν αρκετές χιλιάδες κάτοικοι, πάντως όχι περισσότεροι από 10.000.
Η κάτω πόλη προστατευόταν από ένα τείχος με περίμετρο σχεδόν ενάμιση χιλιομέτρου. Το τείχος είχε λίθινα θεμέλια και πλίνθινη υπερδομή. Έξω από αυτό υπήρχε μια τάφρος σκαμμένη μέσα στο βραχώδες υπόστρωμα και ένας ξύλινος φράκτης για την προστασία της πόλης από επιθέσεις αρμάτων. Οι υπερασπιστές της κάτω πόλης μπορούσαν να προμηθεύονται πόσιμο νερό από ένα υπόγειο ποτάμι που το λάτρευαν σαν θεό και το προσέγγιζαν μέσα από σήραγγες σκαμμένες 150 μέτρα μέσα στον βράχο.
Τα τείχη της ακρόπολης κάλυπταν μια περίμετρο 350 μέτρων με ύψος γύρω στα 11 μέτρα και πάχος πάνω από 4. Η λίθινη βάση τους είχε ύψος 6 μέτρα και έγερνε προς τα έξω, δυσκολεύοντας το σκαρφάλωμα. Πάνω από τη λίθινη βάση υπήρχε μια πλίνθινη υπερδομή ύψους 4 μέτρων. Ένας πύργος ύψους 10 μέτρων προστάτευε τη Νότια Πύλη, πιθανώς την κύρια είσοδο της ακρόπολης. Υπήρξαν ωστόσο αντιπαραθέσεις σχετικά με τις νέες ανασκαφές. Οι επικριτές υπέθεσαν ότι η αμυντική τάφρος ήταν αποστραγγιστικό χαντάκι και ότι σε άλλα μέρη της Τουρκίας –αλλά και πέρα από αυτήν– υπάρχουν πολλές τοποθεσίες που θα μπορούσαν να είναι η Τροία.
Καθώς όμως η τάφρος έχει ανηφορική κατεύθυνση, δύσκολα θα μπορούσε να είναι αποστραγγιστικό χαντάκι, ενώ το Χισαρλίκ ταιριάζει μια χαρά με την περιγραφή του Ομήρου, κάτι που δεν ισχύει για καμία άλλη υποτιθέμενη Τροία.
Ουδέποτε υπήρξε κάποια αμφιβολία ότι πράγματι διεξήχθη κάποιο είδος Τρωικού Πολέμου. Στο κάτω κάτω, αυτό πίστευαν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, ακόμα και ο ρεαλιστής Θουκυδίδης, ο οποίος υποστήριξε την άποψη ότι δεν είχε γίνει για μια γυναίκα αλλά για δύναμη και πλούτη. Σύμφωνα με τα ευρήματα, στην Τροία υπήρχε μια γλώσσα σχετική με τη γλώσσα που μιλούσαν οι Χετταίοι, και αυτό ενισχύει τις υπόνοιες σε κείμενα των Χετταίων ότι η Τροία ήταν σύμμαχός τους.
Συν τοις άλλοις, τα κείμενα αυτά αποκαλύπτουν ότι οι Αχιγιάουα, ένα όνομα που παραπέμπει έντονα στους Αχαιούς –τους Έλληνες, οι οποίοι απαντώνται στα έργα του Ομήρου– είχαν εμπλακεί σε πόλεμο και είχαν διπλωματικές σχέσεις με τους Χετταίους εκεί που σήμερα βρίσκεται η τουρκική ενδοχώρα. Γύρω στο 1180 π.Χ. μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε την Τροία. Οι ανασκαφείς έχουν ανακαλύψει όπλα – αιχμές από βέλη και δόρατα, πέτρες για σφενδόνες, καθώς και άταφα ανθρώπινα οστά. Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια αιφνιδιαστική και βίαιη επίθεση.
Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, οι πόλεις γύρω από την Τροία μπορεί να εγκαταλείφθηκαν γύρω στο 1200 π.Χ. συνεπεία κάποιας εισβολής. Κοντολογίς, τα αρχαιολογικά και γραπτά στοιχεία επιβεβαιώνουν σε σημαντικό βαθμό την παράδοση που πίστευαν σύσσωμοι οι αρχαίοι συγγραφείς, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες επιτέθηκαν και λεηλάτησαν την Τροία.
Μπορεί να μην αποτελούσαν ακλόνητα στοιχεία σε μια ποινική δικαστική υπόθεση, σίγουρα όμως είναι παραπάνω από αληθοφανή. Ασφαλώς, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη της Ωραίας Ελένης, του Αχιλλέα, ή οποιουδήποτε άλλου μυθικού προσώπου, αλλά με διάφορους τρόπους, από τις βεντέτες μέχρι τις επιδρομές και τα πονηρά τεχνάσματα για την κατάληψη εχθρικών πόλεων, τα πρόσωπα αυτά απηχούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.