«Κομβική αποτροπή» (pivotal deterrence) είναι η διαχείριση απειλών και υποσχέσεων προς τους εμπλεκομένους σε μια κρίση, ώστε να αποτραπεί ο πόλεμος. Δύο σημαντικές πτυχές του διπλωματικού αυτού παιγνίου διπλωματίας της τρίτης πλευράς (third-party statecraft) είναι, πρώτον, ο αποτρέπων να διαθέτει μια κομβική σχέση προς τους αντιπάλους στην κρίση, κατά τρόπον ώστε η ευθυγράμμισή του με την μία ή την άλλη των πλευρών να μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την έκβαση της σύγκρουσης.
Δεύτερον, ο αποτροπέας “επιδιαιτητής” να διαθέτει αρκετή ευελιξία σε όλη την διάρκεια της κρίσης, ώστε, στην προσπάθειά του να αποσπάσει παραχωρήσεις, να μπορεί να κινεί το βάρος της στήριξής του από την μία πλευρά στην άλλη, παίζοντας δηλαδή και τις δύο πλευρές με την συνεχή ανησυχία τους τι θα πράξει, αν οποιοσδήποτε από τους δύο εμπλεκομένους στην κρίση επιλέξει ενέργειες που θα τον δυσαρεστήσουν. Είναι σημαντικό, δηλαδή, να μην προβλέπεται η στάση του με μόνιμες και σταθερές δεσμεύσεις κι επιλογές ή υποσχέσεις – κι αυτό περιλαμβάνει τις σταθερές προσκολλήσεις σε αμετακίνητες αρχές, αν αυτό καθιστά τις ευθυγραμμίσεις του προβλέψιμες στα αντίπαλα μέρη, εξουδετερώνοντας έτσι τον μοχλό πίεσης του «τρίτου μέρους», όπως αναφέρει ο Τίτος Χριστοδούλου στο infognomonpolitics.gr
H δήλωση «ουδετερότητας» του «κόμβου» στην κρίση είναι αποφασιστικό στοιχείο στην επιτυχή διαχείριση της κομβικής αποτροπής. Συχνά μάλιστα και μόνο η δήλωση της ουδετερότητας στο ενδεχόμενο εκσπάσεως θερμού επεισοδίου είναι αρκετή για να το αποτρέψει. Στην περίπτωση του ενδεχομένου ανακήρυξης ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, η δηλωμένη πολιτική ουδετερότητας κι η ασάφεια των αμερικανικών προθέσεων αποτρέπει τους εθνικιστές της Ταϊπέι, η οποία εξαρτάται από τις ΗΠΑ για την άμυνά της έναντι της Κίνας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν την έχει εξασφαλισμένη. Η σκιώδης αυτή κατάσταση στις επιλογές του «κόμβου» σε μια κρίση, ώστε να συγκρατηθούν και οι δύο εμπλεκόμενοι, είναι εξάλλου ό,τι διαφορίζει την «κομβική αποτροπή» από την συνήθη έννοια της αποτροπής και της διασφάλισης συμμαχιών για την επίτευξή της.
Για παράδειγμα, στην κρίση για τα νησιά Κεμόι και Ματσού τον Αύγουστο του 1958, ο Πρόεδρος Αϊζενχάουερ άφησε σε αμφιβολία για την στρατιωτική υποστήριξή του τον εθνικιστή ηγέτη Τσιαγκ Κάι Σεκ, απαντώντας ότι «δεν μπορείς να πάρεις στρατιωτικές αποφάσεις για μια κατάσταση πριν η κατάσταση αυτή εκδηλωθεί». Το αδήλωτο των αμερικανικών προθέσεων χειραγώγησε τους Κινέζους εθνικιστές να διαπραγματευθούν με τους κομμουνιστές της Κίνας και τελικά να αποσύρουν τα εθνικιστικά στρατεύματα από τα νησιά, αποσοβώντας την κρίση.
Τριαδικές σχέσεις
Από κοινωνιο-ψυχολογικής πλευράς πρόκειται εδώ για την μια έκφραση της δυναμικής των τριαδικών σχέσεων των ομάδων, όπως τις ανέλυσε ο κοινωνιολόγος Georg Simmel. Σύμφωνα με την γνωστή θεωρία της δυναμικής των ομάδων του Simmel, όπως την ανέπτυξε με εμπειρικά παραδείγματα το 1960 ο Theodor Caplow, κάθε τριαδική σχέση αναλύεται σε ένα «απομονωμένο» μέλος υπό την πίεση των ερμηνειών του για την σχέση του άλλου ζεύγους έναντι (ή εναντίον) του, ενώ, η δύναμη παρέμβασης του «κομβικού» (στην περίπτωση) μέρους, απορρέει από την δυσανάλογη δύναμή του να αποφασίσει υπέρ του ενός ή του άλλου των δύο άλλων μελών της τριάδας, κατά τρόπο που τούτο αποβαίνει αποφασιστικό για την έκβαση της διαφοράς των δύο άλλων μερών. Η δυναμική των τριαδικών ομάδων έδωσε θεωρητική βάση στην ανάπτυξη του παιγνίου του τρίτου προσώπου στην θεωρία των παιγνίων από τους πρωτοπόρους της θεωρίας John von Newman και Oscar Morgestern, με σημαντική εισφορά στην σχετική προβληματική στις διεθνείς σχέσεις.
Στην εξαίρετη μονογραφία του για την «κομβική αποτροπή» στην ιστορία της διεθνούς διπλωματίας, ο Timothy Crawford (Pivotal Deterrence: Third-Party Statecraft and the Pursuit of Peace. Ithaca: Cornell University Press, 2003), χρησιμοποιεί τρεις φορές τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό ως παραδείγματα, επιτυχούς, μάλιστα, χρήσης των μοχλών της «κομβικής αποτροπής» από τις ΗΠΑ για να αποσοβήσουν ανάφλεξη της κρίσης, είτε αυτό είναι οι κρίσεις στην Κύπρο το 1964 και 1967 είτε η κρίση στα Ίμια. Κι είναι επώδυνα σαφές από τα δικά μας παραδείγματα, ότι μία άλλη σημαντική πτυχή του διπλωματικού αυτού μοχλού διαχείρισης κρίσεων είναι η μία των πλευρών να είναι περισσότερον «ευάλωτη» στους κινδύνους αρνητικής απόφασης του «τρίτου μέρους», και συνεπώς επιρρεπής σε υποχωρήσεις που μπορούν να καταγραφούν, στο εσωτερικό της χώρας, ως «ήττα».
Το πιο βασικό στοιχείο, όμως, που αποφασίζει για την επιτυχία της αποτροπής ή όχι (η περίπτωση του Ινδο-Πακιστανικού Πολέμου για το Κασμίρ είναι το παράδειγμα αποτυχίας), είναι τα εμπλεκόμενα μέρη στην κρίση να έχουν φτωχές άλλες επιλογές συμμαχιών και διεθνούς στήριξης. Η «κομβική αποτροπή» είναι μια σχέση δύναμης με το «τρίτο μέρος», στην οποία ο «κόμβος» έχει, και καθιστά σαφές ότι έχει, περισσότερες επιλογές από τα εμπλεκόμενα μέρη, και οπωσδήποτε τον κύριο δέκτη των πιέσεων για υποχωρήσεις.
Τούτο συνέβαινε στην Κύπρο το 1964 και 1967. Οι Τούρκοι, το 1964 ειδικά, απετράπησαν από του να εισβάλουν στην Κύπρο, στο φως της άρνησης των ΗΠΑ να δεσμευθούν σαφώς για στήριξη της Τουρκίας στο ενδεχόμενο σοβιετικής αντίδρασης σε σύρραξη. Το 1974, ωστόσο, ενώ η απομονωμένη χουντική Ελλάδα δεν είχε άλλη στήριξη από την ασαφή στάση των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, η Τουρκία είχε ήδη στήσει μια καλή βάση οικονομικών διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση. Στην σκακιέρα έπαιζε και το Ισραήλ, που απομονωμένο στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, προσέβλεπε στο οριστικό ξεκαθάρισμα του νησιώτικου αεροπλανοφόρου στην γειτονιά του. Το 1967, ο Μακάριος αναδιπλώθηκε από την κρίση με ξεκάθαρη πια την αντίληψη ότι δεν μπορούσε να βασίζεται σε στρατιωτική υποστήριξη από την Ελλάδα, που είχε υποχωρήσει αποσύροντας την μεραρχία από την Κύπρο, και ότι τρίτα μέρη, με ενέργειες ή αποχή από ενέργειές τους, μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση της κρίσεως. Και το τελευταίο, μαζί με τον καίριο φόβο της απομόνωσης, είναι το αποφασιστικό στοιχείο της δύναμης της «κομβικής αποτροπής».
Το παρόν σημείωμα δεν έχει σκοπό να μπει σε μια ιστορική ανάλυση του Κυπριακού. Κρίνουμε την έννοια της «κομβικής αποτροπής» ως καίριο στοιχείο ανάλυσης στην φάση του Κυπριακού που διανοίγεται τώρα μπροστά μας και την υποβάλλουμε στο σκεπτικό του αναγνώστη, καθώς θα παρακολουθεί την δυναμική διελκυστίνδα που θα αναπτυχθεί στην αποφασιστική ετούτη φάση τόσο της εντάσεως της κρίσης της τουρκικής επιθετικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως και της επίφοβης κατευναστικής του επιτιθέμενου επίλυσης του Κυπριακού με νεο-ανανικούς σχεδιασμούς.
Καθώς και οι «αρεστοί στους ξένους» και «οπαδοί της Ευρώπης» πολιτικοί ηγέτες μας αντιλαμβάνονται να «παίζουν» το Κυπριακό σε ένα διεθνές θέατρο όπου τρίτα μέρη θα έχουν αποφασιστική συμβολή στην έκβαση του παιγνίου, είναι χρήσιμο οι Κύπριοι να έχουν υπ’ όψιν τους και τούτο το αναλυτικό εργαλείο από την θεωρία των διεθνών σχέσεων για να κατανοήσουν καλύτερα και να κρίνουν τα τεκταινόμενα. Καθώς οι αντιλήψεις των πολιτικών μας συμπίπτουν λίγο-πολύ για «επιθετική» (ειρωνικό οξύμωρο εδώ το «επιθετική») διεκδίκηση της λύσης με την «ανάληψη πρωτοβουλιών», στην κατεύθυνση της κατευναστικής «γενναιοδωρίας» εκ μέρους του… θύματος, κι ενώ οι ανάγκες της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας για «κλείσιμο» του Κυπριακού (και ντε γιούρε κλείδωμα των κερδαινομένων που έχει ο επιτιθέμενος αποκομίσει) σηματοδοτούν μετακίνηση των διεθνών προτεραιοτήτων από την «διαχείριση» της κρίσης σε φάση «επίλυσης», η δυναμική αυτής της φάσης εισάγει σε «κομβικό» σημείο τον ξένο παράγοντα, δηλαδή τις ΗΠΑ (κατά πρώτον λόγο) και την Ευρώπη (κατά δεύτερο λόγο) – η ερμηνεία μας αυτή σηκώνει όμως άλλη συζήτηση.
Είναι ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να παρακολουθήσουμε πώς θα παίζει (που θα παίζει, οπωσδήποτε) το στοιχείο του «blame game», του σχεδιασμού των διπλωματικών κινήσεών σου, ώστε να επιρρίπτεται στην άλλη πλευρά η ευθύνη για την μην πρόοδο. Καμιά φορά, στο πλαίσιο της θεωρίας της «κομβικής αποτροπής», είναι τούτο πιο σημαντικό και από το να έχει σημειωθεί πρόοδος.
Και, συχνά είχαμε αποδειχθεί σε αυτό αριστοτέχνες, αξιοποιώντας κυρίως τις αγκυλώσεις του Ντενκτάς. Οι επίγονοι της νέας γενιάς πια των πολιτικών έχουν να μάθουν από τους παλαιούς μαιτρ που αποχωρούν. Με την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό μας.