Με ένα εκτενές άρθρο του, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρεται στο ζήτημα της Χάγης και την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών.
Στο άρθρο του αυτό που φιλοξενεί το Σαββατοκύριακο η εφημερίδα «Νέα».ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών σχολιάζει πως το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί εδώ και σαράντα έξι χρόνια το βάθρο της ελληνικής επιχειρηματολογίας ως προς την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, «επιβάλλει διαβούλευση μεταξύ των χωρών που συνορεύουν, που είναι δηλαδή αντικείμενες ή παρακείμενες. Αν η διαβούλευση δεν οδηγήσει σε συμφωνία, το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει εν τέλει ότι πρέπει να συναφθεί συνυποσχετικό για την προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη – είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας του Αμβούργου, είτε σε διεθνές διαιτητικό όργανο».
«Εμείς επαναλαμβάνουμε επί σαράντα έξι ολόκληρα χρόνια ότι αναγνωρίζουμε μόνο μία νομική διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, και χαίρομαι που βλέπω να έχει γίνει κοινός τόπος η ολοκληρωμένη και ορθή διατύπωση της εθνικής αυτής θέσης: αναγνωρίζουμε μόνο μία νομική διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Εχουμε δε επιλέξει, εν προκειμένω, το πιο παλιό και έγκυρο διεθνές δικαστήριο, που είναι το ίδιο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το συνυποσχετικό στην περίπτωση αυτή θα προβλέπει την προσφυγή για την οριοθέτηση, για το συγκεκριμένο ζήτημα. Εφόσον συνεπώς το ζήτημα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, οι διμερείς διαβουλεύσεις και σε περίπτωση αποτυχίας η υπογραφή συνυποσχετικού για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο είναι υποχρεωτική επιλογή. Αλλωστε περιοδικά επαναλαμβανόμενες διαβουλεύσεις με την Τουρκία διεξάγονται από το 2002. Η δε προχθεσινή επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΕΞ στην Αγκυρα προφανώς σηματοδοτεί την προσήλωση της Ελλάδας στις διπλωματικές διαδικασίες», σημειώνει ακόμα.
Αναλυτικά το άρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στα «Νέα» έχει ως εξής:
Από το 1974 και για σαράντα περίπου χρόνια το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν εστιασμένο στο Αιγαίο και την υφαλοκρηπίδα. Ως υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 2013-2015 έδωσα όσο μπορούσα μεγαλύτερη έμφαση στην ανάγκη η οριοθέτηση να έχει ως πεδίο όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο. Ως αντικείμενο δε όχι μόνο την υφαλοκρηπίδα αλλά και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας που συνιστά τον κανόνα αναφοράς ακόμη και για τα κράτη που δεν προσχώρησαν σε αυτήν, καθώς κωδικοποιεί εθιμικό δίκαιο επεξεργασμένο και από την πλούσια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και άλλων διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Άλλωστε η Ελλάδα με τον Ν. 4001/2011 είχε ορίσει τα απώτερα όρια της υφαλοκρηπίδας της (που δεν χρειάζεται ανακήρυξη αλλά ισχύει «εξ υπαρχής» και «αυτοδικαίως») και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης της (που μπορεί να ανακηρυχθεί είτε πριν είτε μετά την οριοθέτησή της) που εκτείνονται όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Εντός δε αυτών των απώτερων ορίων, που υπολογίστηκαν με βάση τον κανόνα της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και με πλήρη επήρεια των νήσων, καθορίστηκαν «τεμάχια» (π.χ. νότια της Κρήτης) που προκηρύχθηκαν με αποτέλεσμα να συναφθούν συμβάσεις παραχώρησης για έρευνα και εκμετάλλευση. Ο Ν. 4001/2011 γνωστοποιήθηκε στον ΟΗΕ, οι δε ρυθμίσεις του τοποθετούνται με σαφή τρόπο στον χάρτη τόσο του Αιγαίου όσο και της Ανατολικής Μεσογείου. Τα απώτερα όρια δεν είναι όμως τα τελικά, αυτά που προκύπτουν από οριοθέτηση με τις γειτονικές χώρες όπως επιτάσσει το Διεθνές Δίκαιο.
Η υπογραφή και η υποβολή προς πρωτοκόλληση στον ΟΗΕ της πρόσφατης άκυρης συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και της Λιβύης (μέσω της κυβέρνησης Σαράζ) για την οριοθέτηση των θαλάσσιων δικαιοδοσιών – συμφωνία που παραβιάζει προδήλως το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας – κατέστησε απολύτως σαφείς τις προτεραιότητες. Βρεθήκαμε στα βαθιά νερά και τον ευρύ ορίζοντα της Μεσογείου, μέσα στον οποίο οι χώρες με τις οποίες η Ελλάδα πρέπει να προβεί σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι πολύ περισσότερες από την Τουρκία. Η σύμβαση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας του 1977 ελπίζουμε και επιδιώκουμε να μετατραπεί πολύ σύντομα σε σύμβαση οριοθέτησης και της ΑΟΖ. Η εκκρεμότητα ως προς την ελληνοαλβανική σύμβαση του 2009 ελπίζουμε και επιδιώκουμε να κλείσει το ταχύτερο δυνατό στο πλαίσιο των προτάσεών μας του 2014, ενόψει και της ιδιότητας της Αλβανίας ως χώρας υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ. Η έμφαση που έχουμε δώσει, με ιδιαίτερη επιμονή από το 2014, στη σχέση μας με την Αίγυπτο και στο τριμερές σχήμα με την Κύπρο ελπίζουμε και επιδιώκουμε να οδηγήσει πολύ σύντομα σε πρακτικά αποτελέσματα σχετικά με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των δύο χωρών, με τρόπο που θα στέλνει σε όλες τις χώρες της περιοχής σαφές μήνυμα σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Η δε οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης προσδοκούμε να είναι μια από τις πρώτες πράξεις μιας λιβυκής κυβέρνησης που αναγνωρίζεται διεθνώς, ασκεί εσωτερικό έλεγχο και σέβεται το Διεθνές Δίκαιο στο πλαίσιο μιας συμφωνημένης, βιώσιμης και «συμπεριληπτικής» πολιτικής λύσης του λιβυκού προβλήματος επιβεβαιωμένης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η Λιβύη είναι, επί καθεστώτος Καντάφι, η χώρα η οποία ξεκίνησε πρώτη τις δικαστικές διαδικασίες ενώπιον της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της. Δύο λοιπόν βασικές αποφάσεις στη διεθνή νομολογία που αφορούν τη Μεσόγειο είναι αποφάσεις για τη Λιβύη. Η οριοθέτηση μεταξύ Λιβύης και Τυνησίας και η οριοθέτηση μεταξύ Λιβύης και Μάλτας. Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι η κυβέρνηση Σαράζ, η «κυβέρνηση εθνικής συμφωνίας» που υποτίθεται ότι ακόμη είναι διεθνώς αναγνωρισμένη, είχε αν μη τι άλλο υποχρέωση να ακολουθήσει την πεπατημένη του κράτους της, έστω και υπό άλλο καθεστώς. Οφειλε δηλαδή να δηλώσει ότι θα ακολουθήσει την οδό της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για οριοθέτηση με τις άλλες αντικείμενες και παρακείμενες χώρες και όχι επιλεκτικά με την Τουρκία.
Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί εδώ και σαράντα έξι χρόνια το βάθρο της ελληνικής επιχειρηματολογίας ως προς την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών (υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλλει διαβούλευση μεταξύ των χωρών που συνορεύουν, που είναι δηλαδή αντικείμενες ή παρακείμενες. Αν η διαβούλευση δεν οδηγήσει σε συμφωνία, το Διεθνές Δίκαιο προβλέπει εν τέλει ότι πρέπει να συναφθεί συνυποσχετικό για την προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη – είτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, είτε στο Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας του Αμβούργου, είτε σε διεθνές διαιτητικό όργανο. Εμείς επαναλαμβάνουμε επί σαράντα έξι ολόκληρα χρόνια ότι αναγνωρίζουμε μόνο μία νομική διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, και χαίρομαι που βλέπω να έχει γίνει κοινός τόπος η ολοκληρωμένη και ορθή διατύπωση της εθνικής αυτής θέσης: αναγνωρίζουμε μόνο μία νομική διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Εχουμε δε επιλέξει, εν προκειμένω, το πιο παλιό και έγκυρο διεθνές δικαστήριο, που είναι το ίδιο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το συνυποσχετικό στην περίπτωση αυτή θα προβλέπει την προσφυγή για την οριοθέτηση, για το συγκεκριμένο ζήτημα. Εφόσον συνεπώς το ζήτημα είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, οι διμερείς διαβουλεύσεις και σε περίπτωση αποτυχίας η υπογραφή συνυποσχετικού για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο είναι υποχρεωτική επιλογή. Αλλωστε περιοδικά επαναλαμβανόμενες διαβουλεύσεις με την Τουρκία διεξάγονται από το 2002. Η δε προχθεσινή επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα του ΥΠΕΞ στην Αγκυρα προφανώς σηματοδοτεί την προσήλωση της Ελλάδας στις διπλωματικές διαδικασίες.
Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ούτε ότι η διαβούλευση είναι εύκολη, ούτε ότι η υπογραφή συνυποσχετικού είναι μια τυπική και αθώα διαδικασία, ούτε ότι η οριοθέτηση είναι απλώς ένα «νομικό / τεχνικό» ζήτημα άσχετο προς τις πραγματικές καταστάσεις και τον συσχετισμό των δυνάμεων. Συσχετισμός που διαμορφώνεται μέσα από συνεργασίες, μέσα από τη στάση της διεθνούς κοινότητας, των χωρών της περιοχής, της ΕΕ, των ΗΠΑ, της Ρωσίας κ.ο.κ., χωρίς να υποτιμά κανείς τον ρόλο της συγκυρίας και τα πολλά ανοιχτά μέτωπα πέριξ της Μεσογείου. Η εθνική ισχύς σε όλες της τις διαστάσεις είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση της διαχείρισης των εθνικών θεμάτων. Η ειρήνη και η σταθερότητα στην περιοχή είναι η θεμελιώδης επιδίωξη κάθε ευνομούμενης χώρας.
Εφόσον συνεπώς θέλουμε να έχουμε την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων και ως προμετωπίδα μας την αναγωγή στο Διεθνές Δίκαιο, οφείλουμε να προβάλλουμε ένα διεθνώς εύληπτο και σαφές πλαίσιο εθνικής πολιτικής. Οφείλουμε επίσης να έχουμε πολύ καλή αίσθηση του τρόπου με τον οποίο κινείται η διεθνής Δικαιοσύνη στα θέματα αυτά. Δηλαδή του αποθέματος της νομολογίας, αλλά και των ιδιαίτερων και μοναδικών στοιχείων κάθε υπόθεσης.
Λίγες ημέρες πριν από την αποχώρησή μου από το υπουργείο Εξωτερικών, τον Ιανουάριο του 2015, ακριβώς επειδή θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αν ανοίξει η συζήτηση για τη Χάγη μπορεί η προσφυγή στο ΔΔΧ να περιλάβει ζητήματα όπως οι λεγόμενες γκρίζες ζώνες, η αποστρατικοποίηση των νησιών της Δωδεκανήσου και του Ανατολικού Αιγαίου και γενικότερα θέματα κυριαρχίας, τροποποίησα τις δηλώσεις που είχε κάνει η Ελλάδα στο παρελθόν για την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, αλλά και του Δικαστηρίου το Δικαίου της Θάλασσας του Αμβούργου, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα δεν δέχεται να καταστούν διαφορές, και μάλιστα διαφορές ενώπιον της διεθνούς Δικαιοσύνης, ζητήματα κυριαρχίας.
Η οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ δεν είναι ζήτημα κυριαρχίας, είναι ζήτημα κυριαρχικών δικαιωμάτων. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές έννοιες οι οποίες είναι σαφείς. Είναι άλλο ζήτημα η κυριαρχία την οποία ασκείς στην επικράτειά σου, στον χερσαίο χώρο, στα χωρικά ύδατα και στον εναέριο χώρο, άλλο ζήτημα τα κυριαρχικά δικαιώματα σε ζώνες όπως η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ και άλλο ζήτημα οι διοικητικού χαρακτήρα αρμοδιότητες στο πλαίσιο συμβάσεων ή διεθνών οργανισμών (π.χ. για τον συντονισμό της εναέριας κυκλοφορίας και την ασφάλεια των πτήσεων στο FIR Αθηνών).
Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν βοηθούν ελπίζω να τοποθετήσουμε στο πλαίσιο μιας εθνικής στρατηγικής αυτογνωσίας και στην προοπτική τους τις κινήσεις των τελευταίων εβδομάδων.