Αν υπήρξε μια μεγάλη πληγή στη σύγχρονη ιστορία του Κυπριακού, αυτή είναι η χούντα. Παρά τις πατριωτικές κορόνες και τα μεγάλα λόγια, οι συνταγματάρχες φάνηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Η πρώτη κίνηση αμυντικής απογύμνωσης της Κύπρου υπήρξε η απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που είχε σταλεί μυστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μετά την τουρκική ανταρσία του 1963-64. Η χαριστική βολή ήταν το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, το οποίο έγινε η αφορμή για την τουρκική εισβολή και τα 50 χρόνια κατοχής του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτά τα 50 χρόνια που η κατοχή έγινε τουρκοποίηση και η προοπτική λύσης φαντάζει ως προσδοκία που μένει προσδοκία.
Ο Μακάριος ρίσκαρε
Σύμφωνα με το protothema.gr, εβδομάδες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, όλοι μιλούσαν για σχεδιαζόμενη ανατροπή του Μακαρίου, καθώς οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στη Κύπρο ήταν επιεικώς ανώμαλες. Ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος Μακάριος, θέλοντας να αντιμετωπίσει την παράνομη δράση της ΕΟΚΑ Β’ που δημιούργησε ο στρατηγός Γρίβας, φτάνοντας μυστικά στο νησί, ενθάρρυνε την δημιουργία παρακρατικών ένοπλων ομάδων.
Ο Γρίβας πέθανε στη Λεμεσό, αλλά η ΕΟΚΑ Β’ δεν διαλύθηκε. Την έλεγχο της ανέλαβε η χούντα του Ιωαννίδη μαζί με Έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου και Κύπριους που έτρεφαν θανάσιμο μίσος για τον «παπά».
Ο Μακάριος έχοντας βιώσει μερικές απόπειρες δολοφονίας και ανατροπής του μέσω της αποσταθεροποίσης από την ΕΟΚΑ Β’, ήταν πεπεισμένος πως ο Ιωαννίδης δεν θα τολμούσε να κάνει πραξικόπημα, γιατί γνώριζε τι θα ακολουθούσε. Ακόμα και εκείνη την ώρα, ο Μακάριος πίστωνε του χουντικούς με την ελάχιστη λογική και πατριωτισμό, θεωρώντας πως η αντιπαράθεση αφορούσε αποκλειστικά τον ίδιο.
Στις 5 Ιουλίου 1974 και ενώ είχε επιδοθεί η γνωστή επιστολή του, προς τον «Πρόεδρο» στρατηγό Γκιζίκη στην Αθήνα, έδωσε συνέντευξη τύπου και ρωτήθηκε αν φοβάται την εκδήλωση πραξικοπήματος. Ο Μακάριος έδειξε να διακατέχεται από άγνοια κινδύνου και απάντησε: «Ουδεμίαν σημασίαν δίδω εις τα περί πραξικοπήματος δημοσιεύματα. Δεν υπάρχει κατά την γνώμην μου πιθανότης πραξικοπήματος. Αλλά και εις περίπτωσιν πραξικοπήματος, δεν υπάρχει προοπτική επιτυχίας».
Αποδείχθηκε πως έπεσε έξω σε όλα, αντιμετωπίζοντας αφελώς τους πραγματικούς κινδύνους.
Η κλιμάκωση της έντασης στις σχέσεις Μακαρίου - Χούντας, είχε να κάνει και με την στροφή του Μακαρίου προς την Σοβιετική Ένωση, η οποία δημιούργησε ανησυχία στο ΝΑΤΟ στις ΗΠΑ και στις εγγυήτριες δυνάμεις (Ελλάδα- Τουρκία – Βρετανία) που ήταν ΝΑΤΟϊκές.
Στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, ο Μακάριος επιλέγει να επισκεφθεί τη Μόσχα τον Ιούνιο του 1971, ενώ ένα χρόνο αργότερα προχώρησε σε μυστική εισαγωγή οπλισμού από την Τσεχοσλοβακία, που ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Και ενώ η ρήξη του Μακαρίου με το χουντικό καθεστώς της Αθήνας ήταν πλήρης, αυτή έφτασε στα άκρα με τις παρεμβάσεις Ιωαννίδη στην Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Ο Μακάριος αποφασίζει να μειώσει τη στρατιωτική θητεία στους 14 μήνες, ενώ «κόβει» από τον κατάλογο των Υποψηφίων Δοκίμων Αξιωματικών, όσους ήταν φίλα προσκείμενοι στην ΕΟΚΑ Β’ και τη χούντα. Παράλληλα απαίτησε την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, από τη Κύπρο.
Είμαι Πρόεδρος και όχι Νομάρχης
Ο Μακάριος, μέσω του πρέσβη της Κύπρου στην Αθήνα Νίκου Κρανιδιώτη (πατέρα του Γιάννου Κρανιδιώτη), στις 2 Ιουλίου 1974, στέλνει την γνωστή επιστολή του στον στρατηγό Γκιζίκη, ο οποίος είχε διοριστεί «Πρόεδρος» από τον αόρατο δικτάτορα Δημήτρη Ιωαννίδη. Η επιστολή θεωρήθηκε – και ήταν – εχθρική και επιβεβαίωσε την «ορθή» (κατά τη χούντα) απόφαση για ανατροπή του, με πραξικόπημα.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής:
«Κύριε Πρόεδρε, Μετά βαθείας θλίψεως είμαι υποχρεωμένος να εκθέσω προς υμάς ωρισμένας απαραδέκτους εν Κύπρω καταστάσεις και γεγονότα, δια τα οποία θεωρώ υπεύθυνον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν.
Από της λαθραίας αφίξεως εις Κύπρον του Στρατηγού Γρίβα, κατά Σεπτέμβριον του 1971, εκυκλοφόρουν φήμαι και υπήρχον βάσιμοι ενδείξεις, ότι ούτος ήλθεν εις Κύπρον κατά προτροπήν και ενθάρρυνσιν ωρισμένων εν Αθήναις κύκλων.
Βέβαιον πάντως είναι, ότι ο Γρίβας, από των πρώτων ημερών της ενταύθα αφίξεώς του, είχεν επαφήν μετά υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικών εξ Ελλάδος, παρά των οποίων έτυχε βοηθείας και συμπαραστάσεως εις την προσπάθειάν του να σχηματίση παράνομον οργάνωσιν και να αγωνισθή, δήθεν, δια την Ένωσιν.
Και κατήρτησε την εγκληματικήν οργάνωσιν ‘ΕΟΚΑ Β’, η οποία κατέστη αιτία και πηγή πολλών δεινών δια την Κύπρον. Γνωστή είναι η δράσις της οργανώσεως αυτής, η οποία, υπό πατριωτικόν μανδύαν και ενωτικήν συνθηματολόγησιν, διέπραξε πολιτικάς δολοφονίας και πολλά άλλα εγκλήματα.
Η στελεχουμένη και ελεγχομένη υπό Ελλήνων αξιωματικών Εθνική Φρουρά υπήρξεν εξ αρχής ο εις έμψυχον και άψυχον υλικόν κυριώτερος τροφοδότης της ‘ΕΟΚΑ Β’, της οποίας τα μέλη και οι υποστηρικταί έλαβον τον εύφημoν τίτλον και αυτοαπεκλήθησαν ‘ενωτικοί’ και ‘ενωτική παράταξις’.
Πολλάκις διηρωτήθην, διατί μία παράνομος και επιζήμιος εθνικώς οργάνωσις, η οποία επιφέρει διαιρέσεις και διχονοίας, διανοίγει ρήγματα εις το εσωτερικόν μας μέτωπον και οδηγεί τον Κυπριακόν Ελληνισμόν προς εμφύλιον σπαραγμόν, υποστηρίζεται υπό Ελλήνων αξιωματικών;
Και πλειστάκις επίσης διηρωτήθην, κατά πόσον η τοιαύτη υποστήριξις τυγχάνει της εγκρίσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως;
Έκαμα διαφόρους σκέψεις και υποθετικούς συλλογισμούς, δια να εύρω λογικήν απάντησιν εις τας απορίας και τα ερωτήματά μου.
Ουδεμία απάντησις, υπό οιασδήποτε προϋποθέσεις και συλλογισμούς, ήτο δυνατόν να στηριχθή επί λογικής βάσεως.
Αλλ’ αδιάψευστον πραγματικότητα αποτελεί η υποστήριξις της ‘ΕΟΚΑ Β’ υπό Ελλήνων αξιωματικών.
Τα εις διαφόρους περιοχάς της νήσου στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς και οι πλησίον αυτών χώροι κατακοσμούνται με συνθήματα υπέρ του Γρίβα και της ‘ΕΟΚΑ Β’, ως και με συνθήματα κατά της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ιδιαιτέρως κατ’εμού.
Εντός των στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, απροκάλυπτος πολλάκις είναι η υπό των Ελλήνων αξιωματικών προπαγάνδα υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Γνωστόν και αδιάψευστον είναι επίσης το γεγονός, ότι ο αντιπολιτευόμενος και υποστηρίζων την εγκληματικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’ κυπριακός τύπος, έχων πηγήν χρηματοδοτήσεως τας Αθήνας, λαμβάνει καθοδήγησιν και γραμμήν από τους υπευθύνους του 2ου Επιτελικού Γραφείου και του εν Κύπρω Κλιμακίου της Ελληνικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Κ.Υ.Π.).
Είναι αληθές ότι, οσάκις διεβιβάζοντο υπ’εμού παράπονα προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, δια την στάσιν και συμπεριφοράν ωρισμένων αξιωματικών, είχον την απάντησιν ότι δεν έπρεπε να διστάζω όπως καταγγέλλω αυτούς ονομαστικώς και αναφέρω τας συγκεκριμένας κατ’αυτών κατηγορίας, δια να ανακαλώνται εκ Κύπρου.
Εις μίαν μόνον περίπτωσιν έπραξα τούτο.
Μού είναι δυσάρεοτον το τοιούτον έργον.
Αλλά και το κακόν δεν θεραπεύεται δια της κατ’αυτόν τον τρόπον αντιμετωπίσεώς του.
Σημασίαν έχει η εκρίζωσις και πρόληψις του κακού, και ουχί απλώς η αντιμετώπισις των εκ τούτου επιπτώσεων.
Λυπούμαι να είπω, κύριε Πρόεδρε, ότι η ρίζα του κακού είναι πολύ βαθεία και φθάνει μέχρις Αθηνών.
Εκείθεν τροφοδοτείται και εκείθεν συντηρείται και απλούται αναπτυσσόμενον το δένδρον του κακού, του οποίου τους πικρούς καρπούς γεύεται σήμερόν ο Κυπριακός Ελληνισμός.
Και δια να είμαι απολύτως σαφής, λέγω ότι στελέχη του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδος υποστηρίζουν και κατευθύνουν την δραστηριότητα της τρομοκρατικής οργανώσεως ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εντεύθεν εξηγείται και η ανάμιξις Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς εις την παρανομίαν, την συνωμοσίαν και εις άλλας απαραδέκτους καταστάσεις.
Περί της ενοχής των κύκλων του στρατιωτικού καθεστώτος καταμαρτυρούν έγγραφα, τα οποία ευρέθησαν προσφάτως εις την κατοχήν ιθυνόντων στελεχών της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Εκ του Εθνικού Κέντρου απεστέλλοντο αφθόνως χρήματα δια την συντήρησιν της οργανώσεως, εδίδοντο εντολαί δια την αρχηγίαν, μετά τον θάνατον του Γρίβα και την ανάκλησιν του μετ’αυτού ελθόντος εις Κύπρον ταγματάρχου Καρούσου, γενικώς δε εξ Αθηνών κατηυθύνοντο τα πάντα.
Η γνησιότης των εγγράφων τούτων δεν είναι δυνατόν να τεθή εν αμφιβόλω, διότι και τα δακτυλογραφημένα εξ αυτών έχουν διορθώσεις δια χειρός γενομένας και γνωστός είναι ο γραφικός χαρακτήρ του γράψαντος.
Ενδεικτικώς επισυνάπτω έν τοιούτον έγγραφον.
Είχον πάντοτε ως αρχήν και επανειλημμένως εδήλωσα, ότι η συνεργασία μου μετά της εκάστοτε Ελληνικής Κυβερνήσεως αποτελεί δι’εμέ εθνικόν καθήκον.
Το εθνικόν συμφέρον υπαγορεύει την αρμονικήν και στενήν συνεργασίαν Αθηνών και Λευκωσίας.
Οιαδήποτε και αν ήτο η Κυβέρνησις της Ελλάδος, ήτο δι’εμέ η Κυβέρνησις της Μητρός Πατρίδος και έπρεπε να συνεργάζωμαι μετ’αυτής.
Δεν δύναμαι να είπω ότι τρέφω ιδιαιτέραν συμπάθειαν προς στρατιωτικά καθεστώτα, και μάλιστα εις την Ελλάδα, την χώραν, η οποία εγέννησε και ελίκνισε την δημοκρατίαν.
Αλλά και εις αυτήν την περίπτωσιν δεν παρεξέκλινα της αρχής μου περί συνεργασίας.
Αντιλαμβάνεσθε όμως, κύριε Πρόεδρε, τας θλιβεράς σκέψεις αι οποίαι βασανιστικώς με απασχολούν, κατόπιν της διαπιστώσεως, ότι άνθρωποι της Κυβερνήσεως της Ελλάδος εξυφαίνουν αδιαλείπτως κατ’εμού συνωμοσίας και, όπερ το χειρότερον, διαιρούν και εξωθούν τον Κυπριακόν Ελληνισμόν εις την δι’ αλληλοσπαραγμού καταστροφήν.
Ουχί άπαξ μέχρι τούδε ησθάνθην, και εις τινας περιπτώσεις σχεδόν εψηλάφησα, εκτεινομένην αοράτως εξ Αθηνών χείρα, αναζητούσαν προς αφανισμόν την ανθρωπίνην ύπαρξίν μου.
Χάριν, όμως, εθνικής σκοπιμότητος, ετήρησα σιγήν.
Και αυτό ακόμη το πονηρόν πνεύμα, υπό του οποίου εκυριεύθησαν οι τρεις καθαιρεθέντες Κύπριοι Μητροπολίται, οι μεγάλην κρίσιν προκαλέσαντες εν τη Εκκλησία, είχε πηγήν εκπορεύσεώς του τας Αθήνας.
Ουδέν όμως, εν προκειμένω, είπον. Σκέπτομαι μόνον και διαλογίζομαι, προς τί πάντα ταύτα.
Θα εξηκολούθουν δε να τηρώ σιγήν περί της ευθύνης και του ρόλου της Ελληνικής Κυβερνήσεως εις το σημερινόν δράμα της Κύπρου, εάν επί της σκηνής του δράματος ήμην ο μόνος πάσχων.
Αλλ’ η συγκάλυψις και η σιωπή δεν επιτρέπονται, όταν πάσχη ολόκληρος ο Κυπριακός Ελληνισμός, όταν Έλληνες αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, κατά προτροπήν εξ Αθηνών, υποστηρίζουν την ‘ΕΟΚΑ Β’ εις εγκληματικήν δραστηριότητα, περιλαμβάνουσαν πολιτικάς δολοφονίας και, γενικώς, αποσκοπούσαν εις την διάλυσιν του κράτους.
Εις την προσπάθειαν διαλύσεως της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου, μεγάλη είναι η ευθύνη της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Το Κυπριακόν κράτος πρέπει να διαλυθή μόνον εις περίπτωσιν Ενώσεως.
Μη καθισταμένης, όμως, εφικτής της Ενώσεως, επιβάλλεται η ισχυροποίησις της κρατικής υποστάσεως της Κύπρου.
Η Ελληνική Κυβέρνησις, δια της όλης στάσεώς της έναντι του θέματος της Εθνικής Φρουράς, ασκεί καταλυτικήν πολιτικήν επί του Κυπριακού κράτους.
Προ μηνών, το εξ Ελλήνων αξιωματικών αποτελούμενον Γενικόν Επιτελείον της Εθνικής Φρουράς υπέβαλεν εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν, προς έγκρισιν, κατάλογον υποψηφίων δοκίμων εφέδρων αξιωματικών, οίτινες θα εφοίτων εις ειδικήν οχολήν, δια να υπηρετήσουν ακολούθως, κατά την διάρκειαν της στρατιωτικής θητείας των, ως αξιωματικοί.
Εκ του υποβληθέντος καταλόγου, δεν ενεκρίθησαν υπό του Υπουργικού Συμβουλίου πεντήκοντα επτά εκ των υποψηφίων.
Ειδοποιήθη περί τούτου γραπτώς το Γενικόν Επιτελείον.
Παρά ταύτα, κατόπιν οδηγιών εξ Αθηνών, το Επιτελείον ουδόλως έλαβεν υπ’ όψιν την απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, έχοντος, βάσει νόμου, το απόλυτον δικαίωμα διορισμού αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς.
Ενεργούν ασυδότως και αυθαιρέτως, το Γενικόν Επιτελείον κατεπάτησε νόμους, περιφρόνησε την απόφασιν της Κυπριακής Κυβερνήσεως, και ενέγραψεν εις την Σχολήν Αξιωματικών τους μη εγκριθέντας υποψηφίους.
Απολύτως απαράδεκτη, θεωρώ την τοιαύτην στάσιν του εκ της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξαρτωμένου Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς.
Η Εθνική Φρουρά είναι όργανον του Κυπριακού κράτους και υπ’αυτού πρέπει να ελέγχεται, και ουχί εξ Αθηνών.
Η θεωρία περί ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος-Κύπρου έχει την συναισθηματικήν πλευράν της.
Αλλ’ εν τη πραγματικότητι, διάφορος είναι η κατάστασις.
Η Εθνική Φρουρά, ως έχουν σήμερον η σύνθεσις και η στελέχωσίς της, εξετράπη του σκοπού της και κατέστη εκτροφείον παρανόμων, κέντρον συνωμοσιών κατά του κράτους και πηγή τροφοδοσίας της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Αρκεί να λεχθεί ότι, κατά την προσφάτως ενταθείσαν τρομοκρατικήν δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’, αυτοκίνητα της Εθνικής Φρουράς μετέφερον οπλισμόν και μετεκίνουν εν ασφαλεία μέλη της οργανώσεως, των οποίων επέκειτο η σύλληψις.
Και δια την εκτροπήν αυτήν της Εθνικής Φρουράς απόλυτον την ευθύνην έχουν Έλληνες αξιωματικοί, μερικοί των οποίων είναι από ποδών μέχρι κεφαλής αναμεμιγμένοι και συμμέτοχοι εις την δραστηριότητα της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Και εις τούτο ευθύνης άμοιρον δεν είναι το Εθνικόν Κέντρον.
Ηδύνατο η Ελληνική Κυβέρνησις, δι’απλού νεύματός της, να θέση τέρμα εις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν.
Ηδύνατο το Εθνικόν Κέντρον να διατάξη τον τερματισμόν της βίας και της τρομοκρατίας υπό της ‘ΕΟΚΑ Β’, διότι εξ Αθηνών αντλεί η οργάνωσις τα μέσα συντηρήσεως και την δύναμίν της, ως εγγράφως μαρτυρούν τεκμήρια και αποδείξεις.
Δεν έπραξεν, όμως, τούτο η Ελληνική Κυβέρνησις.
Ως ένδειξιν μιας ανεπιτρέπτου καταστάσεως, σημειώ ενταύθα παρενθετικώς, ότι και εις Αθήνας ανεγράφησαν προσφάτως συνθήματα κατ’εμού και υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’, εις τους τοίχους ναών και άλλων κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου και του κτιρίου της Κυπριακής Πρεσβείας.
Και η Ελληνική Κυβέρνησις, καίτοι γνωρίζει τους δράστας, ουδενός επεδίωξε την σύλληψιν και την τιμωρίαν, ανεχομένη κατ’αυτόν τον τρόπον προπαγάνδαν υπέρ της ‘ΕΟΚΑ Β’.
Πολλα έχω να είπω, κύριε Πρόεδρε, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να μακρηγορήσω περισσότερον.
Και δια να καταλήξω, διαβιβάζω ότι η υπό Ελλήνων αξιωματικών στελεχουμένη Εθνική Φρουρά, της οποίας το κατάντημα εκλόνισε την προς αυτήν εμπιστοσύνην του Κυπριακού λαού, θα αναδιαρθρωθή επί νέας βάσεως.
Εμείωσα την στρατιωτικήν θητείαν, δια να ελαττωθή η οροφή της Εθνικής Φρουράς και το μέγεθος του κακού.
Πιθανώς να παρατηρηθή, ότι η ελάττωσις της δυνάμεως της Εθνικής Φρουράς, λόγω συντμήσεως της στρατιωτικής θητείας, δεν καθιστά αυτήν ικανήν να ανταποκριθή εις την αποστολήν της εν περιπτώσει εθνικού κινδύνου.
Δια λόγους, τους οποίους δεν επιθυμώ ενταύθα να εκθέσω, δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψιν.
Και θα παρεκάλουν, όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος.
Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας.
Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής, εάν ηθέλετε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς, ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, δια να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
Ελπίζω, εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την ‘ΕΟΚΑ Β’ όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφ’όσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών.
Θλίβομαι, κύριε Πρόεδρε, διότι ευρέθην εις την ανάγκην να είπω πολλά δυσάρεστα, δια να περιγράψω εις αδράς γραμμάς, με γλώσσαν ωμής ειλικρινείας, την από μακρού υφισταμένην εν Κύπρω αξιοθρήνητον κατάστασιν.
Τούτο, όμως, επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον, το οποίον έχω πάντοτε γνώμονα όλων των ενεργειών μου. Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν, ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της Ελληνικής Κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών,
Ο Κύπρου Μακάριος»
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι
Η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη, δεν ήταν η αφορμή για λήψη απόφασης, ώστε να γίνει το πραξικόπημα. Η απόφαση είχε ληφθεί από τον Ιωαννίδη και ήταν εις γνώση του «Προέδρου» Γκιζίκη αλλά και του «Πρωθυπουργού» Ανδρουτσόπουλου, όπως και του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνική Άμυνας στρατηγού Μπονάνου.
Ήταν η σταγόνα που για τη χούντα ξεχείλισε το ποτήρι.
Την επιχείρηση ανέλαβαν, σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι Δυνάμεις Καταδρομών με επικεφαλής τον Ταξίαρχο Κομπόκη και τον Συνταγματάρχη Γεωργίτση.
Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, αυτοί που ήξεραν το σχέδιο πραξικοπήματος, ήταν λίγοι. Για αυτό τον λόγο, πριν την 15η Ιουλίου, είχαν κληθεί στην Αθήνα για επαφές στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης, ο Διοικητής της ΕΛΔΥΚ Συνταγματάρχης Νικολαΐδης και ο Διευθυντής του 2ου Επιτελικού Γραφείου της Εθνικής Φρουράς (Πληροφορίες) Αντισυνταγματάρχης Μπούρλος. Όλοι κρατήθηκαν με οδηγίες Μπονάνου στην Αθήνα, ώστε να μην βρίσκονται στη Κύπρο στις 15 Ιουλίου.
Ο Αλέξανδρος εισήλθεν εις κλινικήν
«Ο Μακάριος είναι νεκρός», «γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις». Μέσα σε αυτές τις δύο προτάσεις θα μπορούσε κάποιος να συμπυκνώσει, όλα όσα συνέβησαν την 15η Ιουλίου 1974. Δύο προτάσεις, που ταξίδεψαν στον αέρα από τα ερτζιανά κύματα, του χουντοκρατούμενου ΡΙΚ και του ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού της Πάφου. Ήταν η τεχνολογία της εποχής που είχε τη δική της θέση στην ιστορία. Μέχρι σήμερα τα γεγονότα του πραξικοπήματος σκιάζουν την πολιτική ζωή της Κύπρου, και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης τραγικής εικόνας, η οποία συντίθεται από τη τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, για μισό αιώνα.
Το τι έγινε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974 είναι γνωστό, άλλωστε μας το θυμίζουν κάθε χρόνο οι σειρήνες που σκίζουν τον ουρανό των ελεύθερων περιοχών με τον ανατριχιαστικό ήχο τους.
Το κωδικοποιημένο σήμα που εστάλη στις δυνάμεις που έλαβαν μέρος στο πραξικόπημα ανέφερε: «Αλέξανδρος εισήλθε εις κλινικήν». Τα άρματα μπήκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, την ώρα που ο Μακάριος δεχόταν Ελληνόπουλα από την Αίγυπτο.
«Σήμερον την πρωίαν επενέβη η Εθνική Φρουρά διά να σταματήσει τον αδελφοκτόνον πόλεμον μεταξύ των Ελλήνων. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός». Με αυτή τη λιτή, επαναλαμβανόμενη ανακοίνωση, από τα στούντιο του ραδιοφώνου του ΡΙΚ, οι πραξικοπηματίες ενημέρωναν για το έγκλημα το οποίο πέντε μέρες μετά θα ολοκληρωνόταν με τη τουρκική εισβολή.
Ο «νεκρός» Μακάριος άκουγε την αναγγελία του θανάτου του κατευθυνόμενος προς την Πάφο, αφού είχε καταφέρει να ξεφύγει από τα φονικά πυρά των πραξικοπηματιών στο Προεδρικό Μέγαρο, από παράθυρο του γραφείου του. Οι πραξικοπηματίες διαδίδοντας πως ο Μακάριος είναι νεκρός έβαζαν με κομπασμό την υπογραφή τους στο έγκλημα. Άλλωστε ο Ιωαννίδης είχε δώσει σαφείς οδηγίες στον «Πρόεδρο» Ν. Σαμψών. Του είχε πει «Νικολάκη» θέλω το κεφάλι του Μούσκου (επώνυμο του Μακαρίου).
«Πρόεδρος» το «γελοίο υποκείμενο»
Και ενώ το πραξικόπημα φαινόταν να εδραιώνεται, μια ασθενής φωνή μπερδεμένη στην ομίχλη του βουητού των ραδιοφωνικών κυμάτων, άλλαζε την ζοφερή εικόνα και άνοιγε ένα παράθυρο για να φωτιστεί το σκοτάδι που σκέπασε το νησί πρωί – πρωί, ημέρα Δευτέρα. Ο Μακάριος, έχοντας συντάξει πρόχειρα σε ένα κομμάτι χαρτί ένα κείμενο, κράτησε όρθια την αντίσταση από τη Πάφο. Το χειρόγραφο που σώζεται αποτελεί πλέον ντοκουμέντο, μια ιστορίας της οποίας δεν ξέρουμε το τέλος. Το διάγγελμα του Μακαρίου από τον ελεύθερο ραδιοφωνικό σταθμό της Πάφου, είναι γνωστό στους πάντες. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια πρόταση που γράφτηκε από το χέρι του Προέδρου και Αρχιεπισκόπου και διαγράφηκε γιατί όπως υποστηρίζουν άνθρωποι που έζησαν δύσκολες ώρες μαζί του, δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι προσωποποιεί την ευθύνη και την αποδίδει στη μαριονέτα της χούντας, τον Νίκο Σαμψών.
Λίγο πριν το τέλος του διαγγέλματος, στο χειρόγραφο του Μακαρίου είναι καταγεγραμμένη η πρόταση: «Λυπούμαι που ευρέθη και ένα γελοίον υποκείμενον, ονόματι Σαμψών και η χούντα τον έχρισε πρόεδρον». Αυτή η πρόταση σημειώθηκε με αγκύλη πάνω στο γραπτό κείμενο και διαγράφηκε με ένα «Χ», από το χέρι του ίδιου του Μακαρίου. Μπορεί να μην εκφωνήθηκε από ραδιοφώνου, αλλά αποτελεί ιστορικό στοιχείο για την άποψη του Αρχιεπισκόπου ως προς την επιλογή της χούντας να φυτέψει στον «προεδρικό θώκο» έναν πρόθυμο συνεργάτη της, μειωμένης έως ανύπαρκτης σοβαρότητας. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό που εξιστόρησε στον γράφοντα ο βετεράνος δημοσιογράφος Παναγιώτης Παπαδημήτρης, σε σχέση με την σοβαρότητα και την αντίληψη του μεγέθους του εγκλήματος που είχε διαπράξει ο Ν. Σαμψών. «Παραπονιόταν», ανέφερε ο Π. Παπαδημήτρης, «γιατί τον αποκαλούσαν οκταήμερο, αφού όπως υποστήριζε με πάθος έμεινε εννιά μέρες στην ‘εξουσία’ και συνεπώς ήταν εννιαήμερος!».
Και εκκλησιαστικό πραξικόπημα
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 δεν αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία. Προηγήθηκε μια σειρά γεγονότων, μεταξύ των οποίων και ένα εκκλησιαστικό πραξικόπημα που οργανώθηκε από τη χούντα με τη συμβολή και του Γρίβα. Η απαίτηση που διατύπωσαν τρεις Κύπριοι Μητροπολίτες το 1972 για παραίτηση του Μακαρίου από το Προεδρικό αξίωμα, οδήγησε στην εκθρόνιση του τότε μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου, από κλήρο και λαό. Ωστόσο ο Γεννάδιος παρέμενε Μητροπολίτης, έχοντας βρει καταφύγιο στη Λεμεσό. Στις 3 Απριλίου 1972, στέλνει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο με την οποία τον απειλεί ανοιχτά λέγοντας ότι δέχεται πιεστικές συστάσεις για άμεση επάνοδό του στη Μητρόπολη Πάφου «υπό την ευθύνην και την φρούρησιν άλλων, εξ ίσου ή και περισσότερον ισχυρών και αποφασισμένων απ’ ό,τι οι πολιτικοί οπαδοί της Υμετέρας Μακαριότητος. (…) Διερωτώμαι όμως μέχρι πότε θα δύναμαι να συγκρατώ την μήνιν εθνικών αγωνιστών, οι οποίοι είναι έτοιμοι και την Μητρόπολιν Πάφου ν’ απαλλάξουν από τους εισβολείς και την επαρχίαν ολόκληρον να θέσουν εν τάξει…».
Στην επιστολή Γεννάδιου, ο Μακάριος έχει κάνει δύο χειρόγραφες σημειώσεις. Στην πρώτη γράφει: «Επιστρέφεται. Απαράδεκτον το περιεχόμενον». Στην άλλη σημείωση σχολιάζει: «Πολλή υποκρισία και πονηριά χαρακτηρίζουν το περιεχόμενον της επιστολής».
Από το ύφος της επιστολής Γενναδίου και τα σχόλια του Μακαρίου, γίνεται αντιληπτό πως από τις αρχές του 1972, τα πράγματα είχαν αρχίσει να γίνονται επικίνδυνα, καθώς ένας μητροπολίτης απειλούσε ανοιχτά με παρέμβαση «εθνικών αγωνιστών» (ΕΟΚΑ Β’) ώστε να αφαιρεθεί ο έλεγχος της Μητρόπολης Πάφου αλλά και ολόκληρης της επαρχίας από τον Αρχιεπίσκοπο και Πρόεδρο.
Η σύγκρουση του Αρχιεπισκόπου με τους Μητροπολίτες Πάφου, Λεμεσού και Κιτίου υπήρξε η πρώτη σπίθα της σύγκρουσης με τους συνωμότες. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε με την παράνομη καθαίρεση του Μακαρίου και εν τέλει την καθαίρεση των τριών Μητροπολιτών από Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο που συγκάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος μετά την επανεκλογή του στην προεδρία του κράτους.