28 Απριλίου 1945. Ο φασίστας δικτάτορας της Ιταλίας από το 1922 ως το 1943, Μπενίτο Μουσολίνι και ιδρυτής του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος πέφτει νεκρός από τα πυρά ιταλών παρτιζάνων. Ο θάνατος του το 1945 υπήρξε ένας από τους πιο εξευτελιστικούς θανάτους στην ιστορία.
Ο Μπενίτο Μουσολίνι πέθανε φωνάζοντας «Όχι! Όχι!» στο εκτελεστικό απόσπασμα, που του πήρε τη ζωή όπως και της ερωμένης του, κοντά στο χωριό Ντόγκο στη λίμνη Κόμο λίγο πριν τα ελβετικά σύνορα τα οποία επιχείρησε να δισχίσει.
Ο ιταλικός λαός υποδέχθηκε τον αφανισμό και τον εξευτελισμό του Ντούτσε χωρίς τύψεις.
Τους είχε υποσχεθεί ρωμαϊκά μεγαλεία και αντ’ αυτού τους έδωσε πόλεμο, αιματοχυσία και μιζέρια.
Ο μεγαλομανής και αλαζόνας Μουσολίνι
Ιταλός πολιτικός, εισηγητής της φασιστικής ιδεολογίας, ο Μπενίτο Μουσολίνι κυβέρνησε την Ιταλία από το 1922 έως το 1943, επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
Γνωστός και ως Ντούτσε (Il Duce, δηλαδή αρχηγός, ηγέτης), ο Μουσολίνι υπήρξε ο πρώτος χρονολογικά από τους φασίστες δικτάτορες της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Ο Μπενίτο Αμίλκαρε Αντρέα Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini) γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου 1883 στο Πρεντάπιο, ένα χωριό της βορειοανατολικής Ιταλίας.
Ήταν γιος του τοπικού σιδερά Αλεσάντρο Μουσολίνι και της δασκάλας του χωριού Pόζας Μαλτόνι.
Το όνομα Μπενίτο ήταν επιλογή του πατέρα του σε ανάμνηση του μεξικανού επαναστάτη Μπενίτο Χουάρες.
Ο νεαρός Μπενίτο τελείωσε το σχολείο κι έγινε και δημοδιδάσκαλος, όπως η μητέρα του. Το επάγγελμα δεν του ταίριαξε και σύντομα παραιτήθηκε.
Ιδεολογικά ταυτίστηκε με τα «πιστεύω» του πατέρα του και έγινε ένθερμος σοσιαλιστής.
Το 1902, σε ηλικία 19 ετών, αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική αλλά τα χρήματα δεν του φτάνουν και έτσι θα βρεθεί στην Ελβετία για να αποφύγει και την στρατιωτική θητεία.
Δεν θα έπαιρνε βέβαια πολύ στις ελβετικές Αρχές να βάλουν στο στόχαστρο τη σοσιαλιστική δράση του και την οργάνωση μαζικών διαδηλώσεων και το 1904, αφού προηγουμένως φυλακιστεί, εκδιώκεται τελικά από τη χώρα.
Αφού ολοκληρώσει – παρά τη θέλησή του – τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ιταλία, επιστρέφει για δεύτερη φορά στην Ελβετία, πρωτοστατώντας πια στον σοσιαλιστικό αγώνα.
Συλλαμβάνεται για άλλη μια φορά και απελαύνεται και πάλι στην Ιταλία.
Αφού περάσει από Αυστρία και Λιβύη και διωχθεί και πάλι για την έντονη πολιτική δράση του ως δημοσιογράφος και εκδότης σοσιαλιστικών επιθεωρήσεων, επιστρέφει κάποια στιγμή στην Ιταλία και το 1911 θα τον βρει για άλλη μια φορά πίσω από τα κάγκελα, τώρα ως υποκινητή διαμαρτυριών κατά της εισβολής της Ιταλίας στη Λιβύη.
Εν τω μεταξύ, το 1910 παντρεύτηκε τη Ρακέλε Γκουίντι, με την οποία θα αποκτήσουν πέντε παιδιά.
Με την αποφυλάκισή του το 1912, οι ιθύνοντες του σοσιαλιστικού κόμματος της Ιταλίας τον τοποθετούν διευθυντή της έγκυρης κομματικής εφημερίδας «Avanti!» («Εμπρός!»).
Ο Μουσολίνι άρχισε να γίνεται γνωστός και τα άρθρα του γνώρισαν φανατικούς αναγνώστες.
Παρά το γεγονός ότι ως συνεπής σοσιαλιστής, φιλειρηνιστής και πολέμιος του επεκτατισμού καταδίκασε αρχικά την κάθοδο της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σύντομα οι απόψεις του θα αλλάξουν άρδην και θα θεωρεί τον πόλεμο μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να μετατραπεί η Ιταλία σε μεγάλη δύναμη.
Η δραστική αυτή αλλαγή πλεύσης τον έφερε ωστόσο εκτός σοσιαλιστικού συνασπισμού, με τον ίδιο να απορρίπτει πια τις σοσιαλιστικές ιδέες για τις οποίες είχε τόσο παλέψει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ταυτοχρόνως, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες του για προσωπική άνοδο είχαν αρχίσει να τον απομακρύνουν από τα ιδεώδη της εργατικής τάξης και τα κείμενά του δεν χαρακτηρίζονταν πλέον από συνέπεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε κάνει στροφή 180 μοιρών, ο σοσιαλισμός είχε μπει για τα καλά στην άκρη και την θέση του είχε πάρει ο εθνικισμός.
Το 1915 θα βρει τον Μουσολίνι στις τάξεις του ιταλικού στρατού να μάχεται στην εμπροσθοφυλακή ως δεκανέας, τραυματισμός του ωστόσο τον αποστρατεύει πρόωρα και τον στέλνει πίσω στο Μιλάνο.
Ιδρύει την αντιδραστική εφημερίδα «Il Popolo d’ Italia« («Ο λαός της Ιταλίας») και την ομάδα Fasci d’ Azione Rivoluzionaria, με τις ιδέες του να διαπνέονται πια από αντίδραση και υπερπατριωτισμό, την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζει πλέον εχθρικά τις διεκδικήσεις των εργατών.
Τον Μάρτιο του 1919 ιδρύει το κόμμα «Fasci Italiani di Combattimento» («Ιταλικοί Πυρήνες της Μάχης») με το όραμα να ανέλθει και πάλι η χώρα στα ένδοξα μεγαλεία του ρωμαϊκού παρελθόντος της.
Πέρα από την επίσημη πολιτική γραμμή, ο Μουσολίνι οργανώνει παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, τους διαβόητους «Μελανοχίτωνες» («Μαύρα Πουκάμισα»), τρομοκρατώντας σοσιαλιστές και κάθε αντίπαλο που θα βρεθεί στο διάβα του.
Στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Μουσολίνι καταποντίζεται. Γρήγορα όμως ανασυντάσσει το κόμμα του, εκμεταλλευόμενος το κλίμα γενικής παράλυσης, που επικρατεί στην Ιταλία.
Στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921 οι φασίστες σημειώνουν σημαντικά κέρδη και ο Μουσολίνι εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής.
Μέχρι το 1922, με την ιταλική κοινωνία βουτηγμένη στις απεργίες και το κύμα βίας και τρομοκρατίας που έσπερναν τεχνηέντως οι Μελανοχίτωνές του, ο Μουσολίνι ισχυρίζεται όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι μόνο αν είχε πλήρως την εξουσία στα χέρια του θα μπορούσε να επαναφέρει την τάξη.
Οι φασίστες δημιουργούν «ομάδες επαγρύπνησης» και αρχίζουν να συγκρούονται στους δρόμους με τους σοσιαλιστές. Οι πρώην σύντροφοι καίνε τα γραφεία της «Avanti». Η μεταστροφή αυτή τους εξασφαλίζει τη στήριξη των βιομηχάνων.
Τον Μάιο του 1922, 20.000 φασίστες καταλαμβάνουν την Μπολόνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο.
Με την ατμόσφαιρα να μυρίζει εμφύλιο πόλεμο και τις τοπικές φασιστικές παρατάξεις πιο δυνατές από ποτέ, ο Μουσολίνι αποφασίζει ότι είναι η ώρα να δείξει τη δύναμή του.
Στις 31 Οκτωβρίου 1922 περισσότεροι από 100.000 φασίστες και Μελανοχίτωνες παρελαύνουν τελετουργικά στη Ρώμη, σε αυτό που θα μείνει στην Ιστορία ως «Πορεία προς τη Ρώμη» (Marcia su Roma).
Το πραξικόπημα αναγκάζει τον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ να του παραδώσει την εξουσία.
Ο Μουσολίνι ορκίζεται με συνοπτικές διαδικασίες πρωθυπουργός. Μέχρι το 1925 είχε ήδη γίνει δικτάτορας, αναγκάζοντας άπαντες να τον προσφωνούν πλέον «Il Duce» («Ο Ηγέτης»).
Ο Μουσολίνι εγκαινιάζει επισήμως τη λογοκρισία στον Τύπο και ύστερα από μία απόπειρα εις βάρος της ζωής του, εισάγει τη θανατική ποινή για συνωμοσία κατά της βασιλικής οικογένειας ή του αρχηγού του κράτους.
Θέλοντας να αποδυναμώσει την επιρροή της Εκκλησίας, έρχεται σε συμβιβασμό με τον πάπα και παραχωρεί πλήρη εξουσία στο Βατικανό, υπό τον όρο ότι δεν θα αναμειγνύεται στα κοινά.
Ο άλλοτε φιλειρηνιστής Μπενίτο Μουσολίνι ήταν πια οπαδός του δόγματος της άκρας επιθετικότητας και του επεκτατικού εθνικισμού.
Το 1936 υποστηρίζει τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία και συμμαχεί με τον Αδόλφο Χίτλερ.
Ο Μουσολίνι, κολακευμένος από το άνοιγμα του Χίτλερ προς την πλευρά του, υπογράφει το 1939 την πολεμική συμμαχία των δύο χωρών, που ο ίδιος ονόμασε «Άξονα».
Το 1940 εμπλέκει τη χώρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μέλος του «Άξονα» Ιταλίας, Γερμανίας και Ιαπωνίας.
Τον χειμώνα του 1940 θα υποστεί δεινή και ατιμωτική ήττα στα βουνά της Πίνδου από τον ελληνικό στρατό.
Από τις οδυνηρές συνέπειές της θα τον απαλλάξουν οι σύμμαχοί του Γερμανοί, που θα εισβάλλουν στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941.
Η σύλληψη και η εκτέλεση του Μπενίτο Μουσολίνι
Στις 24 Ιουλίου 1943, αμέσως μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Ιταλία, το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο θα τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του και την επομένη ημέρα με διαταγή του βασιλιά ο Μουσολίνι θα συλληφθεί.
Στις 12 Σεπτεμβρίου θα απελευθερωθεί από γερμανούς κομάντος και με τις ευλογίες του Χίτλερ θα ιδρύσει ένα βραχύβιο κρατικό μόρφωμα στην βόρεια Ιταλία, ελπίζοντας να επανακτήσει την επιρροή του και να ανασυστήσει το φασιστικό κράτος του.
Μετά την κατάρρευση της γερμανικής άμυνας στην Ιταλία, τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν και στις 3 Ιουνίου 1944 μπαίνουν στη Ρώμη.
Ο μεταμφιεσμένος Μουσολίνι και η ερωμένη του Κλαρέτα Πετάτσι επιχειρούν να διαφύγουν στην Ελβετία, κρυμμένοι σε μια γερμανική φάλαγγα κοντά στο χωριό Ντόγκο στην όχθη της λίμνης Κόμο.
Μια ομάδα κομμουνιστών ανταρτών επιτέθηκε στο κομβόι και το ανάγκασε να σταματήσει. Οι αντάρτες είχαν πληροφορίες ότι ανάμεσα στους Γερμανούς, βρισκόταν ο Ιταλός φασίστας και οι συνεργάτες του.
Συλλαμβάνονται από τους ιταλούς αντάρτες της Αντίστασης στις 27 Απριλίου 1945 και εκτελούνται την αμέσως επόμενη μέρα, 28 Απριλίου 1945, στο Τζουλίνο της επαρχίας του Κόμο.
Οι επαναστάτες όμως δεν αρκέστηκαν στην άμεση εκτέλεση του φασίστα δικτάτορα.
Τα πτώματα των εκτελεσθέντων μετεφέρθησαν στο Μιλάνο και κρεμάστηκαν ανάποδα στην κεντρική πλατεία της πόλης για να παραδοθούν στη χλεύη του πλήθους.