Στην καρδιά ενός ανελέητου πολέμου, η ιστορία της 27χρονης Ουκρανής δημοσιογράφου Βικτόρια Ρόσκινα ξετυλίγεται σαν ένας εφιάλτης που στοιχειώνει την ανθρωπότητα. Η σύλληψή της στη Ζαπορίζια το καλοκαίρι του 2023 σηματοδότησε την αρχή ενός βασανιστικού οδοιπορικού, που κατέληξε σε έναν θάνατο τόσο φρικιαστικό, που οι λεπτομέρειες του παγώνουν το αίμα. Όπως αποκαλύπτει η έρευνα του Guardian, η σορός της, παραδομένη τον Φεβρουάριο του 2025, φέρει τα σημάδια ενός μαρτυρίου που ξεπερνά κάθε όριο ανθρωπιάς.
Οι ιατροδικαστικές εξετάσεις αποκαλύπτουν έναν κατάλογο φρίκης: εγκαύματα από ηλεκτροσόκ στα πόδια, εκδορές στους γοφούς και το κεφάλι, ένα σπασμένο πλευρό που μαρτυρά βίαιες κακώσεις. Το υοειδές οστό στο λαιμό της, σπασμένο, ψιθυρίζει την πιθανότητα στραγγαλισμού. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της, που κάποτε φρόντιζε με περηφάνια, είχαν ξυριστεί με μένος, σαν να ήθελαν να σβήσουν κάθε ίχνος της ταυτότητάς της. Το πιο αποτρόπαιο, όμως, είναι η κατάσταση της σορού της κατά την ανταλλαγή στις 14 Φεβρουαρίου: χωρίς εγκέφαλο, χωρίς μάτια, χωρίς λάρυγγα, ένα άδειο κέλυφος που δεν μπορεί πια να αποκαλύψει την ακριβή αιτία του θανάτου της. Η μόνη ταυτότητα που της δόθηκε ήταν μια ψυχρή επιγραφή: «NM SPAS 757» – «άγνωστος άνδρας» στα ρωσικά, με μια παραπλανητική αναφορά σε «εκτεταμένη βλάβη στις στεφανιαίες αρτηρίες». Η Βικτόρια, μια γυναίκα γεμάτη ζωή, είχε εξαφανιστεί, ακόμα και στον θάνατο.
Η Ρόσκινα κρατήθηκε χωρίς κατηγορίες, χωρίς δικηγόρο, αποκομμένη από τον κόσμο. Η μόνη της επαφή με την οικογένειά της ήταν ένα τηλεφώνημα τεσσάρων λεπτών, μια κραυγή απόγνωσης από τα βάθη της αιχμαλωσίας της. Οι μαρτυρίες από συγκρατούμενες και πρώην σωφρονιστικούς υπαλλήλους, που παραιτήθηκαν συντετριμμένοι από τη φρίκη που αντίκρισαν, συνθέτουν ένα σκοτεινό πορτρέτο. Μια συγκρατούμενη, απελευθερωμένη τον Σεπτέμβριο του 2023, περιέγραψε το σώμα της Βικτόρια καλυμμένο με μώλωπες, σημάδια από μαχαιριές στον πήχη και το πόδι, εγκαύματα από ηλεκτροσόκ. «Ικέτευσα να μην αγγίξουν το τραύμα», είπε η Βικτόρια, αναφερόμενη σε έναν βασανιστή που αποκαλούσε «μαλάκα» – έναν άνθρωπο που η βία του έμοιαζε να τρέφεται από την τρέλα.

H συγκρατούμενη της Ρόσκινα που κατέθεσε για τις συνθήκες κράτησής της
Το 2023, ένας αξιωματικός της FSB, ο Μαξίμ Μορόζ, της υποσχέθηκε καλύτερη μεταχείριση σε νέα φυλακή. Αντ’ αυτού, μεταφέρθηκε μόνη, με τζιπ, στο κέντρο κράτησης Sizo 2, όπου η κόλαση την περίμενε. «Έφτασε γεμάτη άγνωστα φάρμακα», κατέθεσε μια συγκρατούμενη. «Ήταν χαμένη, με τρομοκρατημένα μάτια, κουλουριασμένη σε εμβρυακή στάση πίσω από μια κουρτίνα, κοντά στην τουαλέτα, σαν να ήθελε να κρυφτεί από τον κόσμο». Με μόλις 30 κιλά, ίσα που μπορούσε να σταθεί, στηριζόμενη σε κουκέτες και συγκρατούμενες. Τα πόδια της πρησμένα, το σώμα της εξαντλημένο, αρνήθηκε το φαγητό – αρχικά για «θρησκευτικούς λόγους», έπειτα για λόγους υγείας. Η πείνα την κατέτρωγε, ενώ οι φρουροί της πρόσφεραν χάπια για την καρδιά, τα οποία απέρριψε.

Τον Ιούνιο του 2024, νοσηλεύτηκε υπό την επιτήρηση έξι μασκοφόρων φρουρών με πολυβόλα – απόδειξη ότι η Μόσχα την θεωρούσε πολύτιμο πιόνι. Επιστράφηκε στη φυλακή με ορό, συνεχίζοντας την άρνηση τροφής. Τον Αύγουστο, σε ένα τελευταίο τηλεφώνημα στους γονείς της, μίλησε στα Ρωσικά, με φωνή σπασμένη: «Μου υποσχέθηκαν ότι θα γυρίσω σπίτι τον Σεπτέμβριο». Όταν ο πατέρας της την ικέτευσε να φάει, εκείνη αποχαιρέτησε: «Αντίο, μαμά, μπαμπά, σας αγαπώ». Ήταν η τελευταία φορά που άκουσαν τη φωνή της.
Η Βικτόρια, γνωστή ως Βίκα στην οικογένειά της, μεγάλωσε στη σκιά του πολέμου, σε μια πόλη 30 μίλια από τη ρωσική προέλαση. Αφοσιωμένη στη δημοσιογραφία, χωρίς φίλους ή προσωπική ζωή, έβλεπε τη δουλειά της ως αποστολή. «Ήταν η πιο γενναία δημοσιογράφος που γνώρισα», είπε η αρχισυντάκτριά της στην Ukrainska Pravda. Χρησιμοποιούσε πολλά τηλέφωνα, αυτοδιαγραφόμενα μηνύματα και αρχεία για να προστατεύσει τις πηγές της. Ερεύνησε τις φρικαλεότητες στον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια και τη δολοφονία δύο 16χρονων που αντιστάθηκαν στους Ρώσους. Το τελευταίο της ταξίδι, τον Ιούλιο του 2023, την οδήγησε σε μυστικά κέντρα βασανιστηρίων, όπου κατέγραφε τα εγκλήματα της FSB. Η σύλληψή της ήταν το τίμημα της αλήθειας που κυνηγούσε.

Η είσοδός της στη Ρωσία μέσω Λετονίας, με το πραγματικό της όνομα, ήταν η αρχή του τέλους. Στις 3 Αυγούστου, ο πατέρας της σήμανε συναγερμό όταν εξαφανίστηκε από τα social media. Οι πληροφορίες την τοποθετούσαν στη διαβόητη φυλακή του Ταγκανρόγκ, έναν τόπο που η φρίκη είχε κάνει σπίτι της. Η έρευνα για εγκλήματα πολέμου έχει ξεκινήσει, αλλά η δικαιοσύνη μοιάζει μακρινή. Η Βικτόρια, που αφιέρωσε τη ζωή της στην αποκάλυψη της αλήθειας, πλήρωσε το υπέρτατο τίμημα, αφήνοντας πίσω της μια κληρονομιά θάρρους και έναν κόσμο που ακόμα παλεύει να ακούσει την κραυγή της.