«Ἡ ἐπανάστασις ἡ ἐδική μας δὲν ὁμοιάζει μὲ καμμιὰν ἀπ’ ὅσαις γίνονται τὴν σήμερον εἰς τὴν Εὐρώπην. Τῆς Εὐρώπης αἱ ἐπαναστάσεις ἐναντίον τῶν διοικήσεων των εἶναι ἐμφύλιος πόλεμος. Ὁ ἐδικός μας πόλεμος ἦτο ὁ πλέον δίκαιος, ἦτον ἔθνος μὲ ἄλλο ἔθνος». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης…
«Καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της την παράδοση». Οδυσσέας Ελύτης
Η 25η Μαρτίου, ορίστηκε επισήμως ως εθνική εορτή για την επέτειο της έναρξης της Επανάστασης, με το βασιλικό διάταγμα 980 του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838.
του συγγραφέα – λαογράφου, κ. Γιώργου Λεκάκη
Πως όμως μάθαμε την ιστορία, πως έγινε γνωστή, γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα όλες τις πτυχές της; διδάσκονται όλα όσα συνέβησαν τότε;
Σίγουρα κάποια μεγάλα γεγονότα καταγράφηκαν από τους ελάχιστους που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση, από τις περιγραφές Πρεσβευτών προς τις χώρες τους γράμματα που έφτασαν στα χέρια φιλελλήνων και από το δημοτικό τραγούδι.
Πρόκειται για μια συνεχή περιγραφή στιγμών, γεγονότων, συναισθημάτων. Ειπώθηκαν, γράφτηκαν , τραγουδήθηκαν στην ανάπαυλα της μάχης για να πάρουν οι αγωνιστές κουράγιο να συνεχίσουν ή μετά από αυτή για να επαινέσουν τους ήρωες, τους νεκρούς.
Μακριά από την οικογένεια, τη μάνα, το σπίτι του, το χωριό του τα ζώα του, ο «Kλέφτης» ήθελε να τα κρατήσει στη μνήμη του και κάτι που να του τα θυμίζει, εκεί πάνω στα λημέρια, στα βουνά.
Χρηστικά αντικείμενα, όπως η βρύση, ο μύλος, ο βράχος, το γεφύρι, η στάμνα, το δακτυλίδι, ή η βέρα, το μαντήλι, κ.ά «αποδεικνύουν» την εγκυρότητα του συμβάντος που περιγράφεται.
Αυτοσχέδια τραγούδια γραμμένα για ειδικές στιγμές συναντάμε και κατά την αρχαιότητα, όπως στην Αρχαία Σπάρτη που οι Σπαρτιάτες που πολεμούσαν τραγουδώντας το τραγούδι που τους είχε γράψει ο ποιητής Τυρταίος την προηγούμενη ημέρα.
Αναλογιστείτε όμως πόσα από αυτά που τραγουδήθηκαν χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, αφού τότε στα κλέφτικα λημέρια δεν υπήρχε κάποιος να τα γράψει, πόσο μάλλον όταν ελάχιστοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση.
Ο πληθυσμός κυρίως της υπαίθρου, ειδικότερα των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων θεωρούνται οι παράγοντες που συντηρούν και αναπαράγουν το δημοτικό τραγούδι
Διασώθηκαν λοιπόν κάποια από αυτά, τόσο επειδή τα τραγουδούσαν στα σπίτια όσο και επειδή κάποιοι πολεμιστές, που έφευγαν από το ένα στρατόπεδο και πήγαιναν στο άλλο, μετέφεραν κάποια από τα τραγούδια που έλεγαν στο προηγούμενο λημέρι τους. Μετέφεραν ό,τι κι όπως τα θυμόντουσαν και πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας.
Έτσι, μπορούμε να πούμε πως στο δημοτικό μας τραγούδι οφείλεται η απονομή τιμών σε άγνωστα πρόσωπα που συνέβαλαν στην απελευθέρωση και που δεν αναφέρονται από την επίσημη ιστορία.
Για παράδειγμα την επανάσταση του ηγεμόνος της Βλαχιάς Μιχαήλ του Γενναίου (1557-1601). Όπου την διέσωσαν τα θρακιώτικα δημοτικά τραγούδια. Σε αυτόν αναφέρεται το τραγούδι «Μιχάλμπεης».
Μιχάλμπεης βουλεύτηκε τούς Τούρκους να χαλάσει
με τετρακόσια κάτεργα κι εξήντα δυό γαλιόνια.
Μπροστά πααίν’ τα κάτεργα και πίσω τα γαλιόνια,
στην μέσ’ πααίν’ Μιχάλμπεης, μεγάλος καπετάνιος!
Στο ΄να του χέρ’ κρατά σταυρό και στ’ άλλο το σπαθί του,
τον τρέμει ούλη η Τουρκιά και της Βλαχιάς τα μέρη.
Το 1789 ο δερβέναγας του Αλή-πασά Γιουσούφ Αράπης εκστρατεύει με 3.000 Τουρκαλβανούς εναντίον των αρματολών Θεσσαλίας και Ρούμελης. Αντιδρούν οι Κοντογιανναίοι και περνούν στην αθανασία! Ο λαός βάζει αγγελιαφόρο να φέρει μαντάτο στην Κοντογιάνναινα:
«Το τι μαντάτα μου ΄φερες από τους καπετάνους;».
«Πικρά μαντάτα σου ΄φερα από τους καπετάνους,
τον Νικολάκη πιάσανε, τον Κωνσταντή βαρέσαν!»…
«Πού ΄σαι, μανούλα, πρόφτασε, πιάσε μου το κεφάλι,
και δέσ’ το μου σφιχτά-σφιχτά, για να μοιριολογήσω!
Και ποιον να κλάψω από τούς δυό, ποιόν να μοιριολογήσω;»…
Το 1807 στην μεγάλη επανάσταση του Ολύμπου επικεφαλής ήταν οι Λαζαίοι. Το 1812, ο υιός του Αλή, Βελή-πασάς κυνήγησε και σκότωσε τους Λαζαίους, στην Ραψάνη. Το δημοτικό τραγούδι κατέγραψε την ιστορία μέσα από τους στίχους του τραγουδιού «Των Λαζαίων οι γυναίκες»:
Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο στην ράχη.
Το ΄να τηράει τα Γιάννινα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
«Τι ΄ν’ το κακό που πάθαμε, οι μαύροι οι Λαζαίοι!
Μας χάλασε ο Βελή-πασάς, μας έκαψε τα σπίτια,
μας πήρε τις γυναίκες μας, μας πήρε τα παιδιά μας!
Στα Αθαμανικά όρη έμεινε το τραγούδι «Η πεθαμένη καλογριά» να θυμίζει με αλληγορίες μια ακόμη αποτυχημένη ελληνική επανάσταση, που ύψωσε την σημαία της με τον παπα-Θύμιο Βλαχάβα, στα Χάσια όρη, στις 5 Μαΐου 1808! Το Κίνημα της Ρούμελης του παπα-Θύμιου απέτυχε. Ο ίδιος συνελήφθη και θανατώθηκε από τον Αλή πασά, το 1809, δια διαμελισμού στα Ιωάννινα. Σήμερα η μνήμη του όμως μένει ζωντανή με τον χορό καγκελάρι στα Αθαμανικά όρη της Ηπείρου, που είναι γεμάτος όρκους. Ο όρκος για τον Έλληνα είναι κάτι ιερό. Δεν ορκίζονταν εύκολα οι Έλληνες. Παρά μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, και δη εθνικούς.
Σε αυτήν την μνήμη θέλουν να ανατρέξουμε οι ανώνυμοι ποιητές μας, όταν μας προτρέπουν:
Μα τον άγιο Κωνσταντίνο, τον χορό δεν τον αφήνω…
Οι ποιητές προτρέπουν να δώσουμε και άλλον όρκο:
Μα τον άγιο Ιωάννη, ο χορός πάει γαϊτάνι…
Στο όνομα του αγίου Ιωάννη, οι επαναστατημένοι Έλληνες ακούν τον Πρόδρομο. Τον πρόδρομο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας. Δεν είναι τυχαίο που αυτόν – τον Πρόδρομο δηλαδή – επέλεξαν και οι φιλικοί για να ορκίζονται!
Βρίσκουμε και όρκο στον άγιο Αριστομένη!
Μα τον άγιο Αριστομένη, κάθονται μακρυά οι ξένοι.
Ο άγιος Αριστομένης που επικαλείται ο λαός μας σε μια επανάσταση, δεν είναι άλλος από τον ήρωα των αρχαίων Μεσσηνίων, ο οποίος, το 688 π.Χ., ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον των Σπαρτιατών κατακτητών του τόπου τους! Όνομα που ο Έλληνας έχει συνδέσει με επανάσταση. Στον δε στίχο «κάθονται μακρυά οι ξένοι» γίνεται υπαινικτική αναφορά στην ουδετερότητα που κρατούσαν οι ξένες δυνάμεις, στο έγκλημα κατά της Ελλάδος.
Βρίσκουμε τους κλέφτες να ορκίζονται στον άγιο Αρσένη!
Μα τον άγιο Αρσένη, φεύγουνε ταχιά οι ξένοι.
Γιατί στο όνομά του ο Έλληνας βρίσκει πίσω από την λέξη το αρσενικό, τον ανδρισμό που χρειάζεται, την αρρενωπότητα. Και κάτι ακόμη σημαντικό: Ο άγιος Αρσένη εορτάζεται στις 8 Μαΐου. Ανοιξιάτικα! Την εποχή, που συμβολικά ανοίγει η φύση, η διάθεση για πανηγυρικό ξεσηκωμό:
Ακόμα ετούτη την άνοιξη, τούτο το καλοκαίρι,
ώσπου να ΄ρθεί ο Μόσκοβος, να φέρει το σεφέρι…
Βρίσκουμε όρκο κλεφτών στην αγία Αικατερίνη.
Μα την άγια Αικατερίνη, κάν’ας ξένος δεν θα φύγει..
Εδώ το όνομα της Αικατερίνης παραπέμπει στην τσαρίνα της Ρωσίας και στην βοήθεια που οι Έλληνες καρτερούσαν από την Αγ. Πετρούπολη.
Όρκο βρίσκουμε και στην αγία Κυριακή:
Μα την άγια Κυριακή, όλ’ οι ξένοι είν’ αδερφοί…
Όλοι όσοι άκουγαν το όνομα της αγίας Κυριακής, στον όρκο και το δημοτικό τραγούδι, δεν πήγαινε ο νους τους στην χριστιανή αγία Κυριακή, την οποία ελάχιστα εγνώριζαν εκείνη την εποχή, αλλά στην άλλη, την σπουδαιότερη γι’ αυτούς Κυριακή της Αναστάσεως του Γένους. Αυτήν ονειρεύονταν, αυτήν τραγουδούσαν, σε αυτήν ορκίζονταν!
Όρκος και για την αγία Παρασκευή ευρίσκεται στα δημοτικά μας τραγούδια των κλεφτών της Επαναστάσεως.
Μα την άη Παρασκευή, είμαστε όλοι αδερφοί.
Σκόπευε κατ’ ευθείαν όχι στην χριστιανή αγία, αλλά στην παρασκευή-προπαρασκευή του Αγώνος που ήθελε να μηνύσει. Σε μια τέτοια παρασκευή στηρίζονταν όλες οι ελπίδες του Γένους. Γι’ αυτόν τον στόχο, «είμαστε όλοι αδερφοί», φράση που αντλούσε και από την – πρόσφατη τότε – Γαλλική Επανάσταση!
Τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης μετά του Γκούρα επολιορκούντο στην Ακρόπολη των Αθηνών από τους οθωμανούς. Ο Μακρυγιάννης έψαλλε πολύ ωραία τα δημοτικά άσματα και συνήθως αυτοσχεδίαζε, φέρνοντας το δημοτικό τραγούδι κοντά στο γεγονός που ήθελε να υμνήσει, καθιστώντας το έτσι εργαλείο της ιστορίας. Ένα τέτοιο δικό του μοιρολόι, λοιπόν, ήταν και αυτό που έψαλλε στο Σερπεντζέ, στην θέση που υπεράσπιζε. Κάλεσε λοιπόν σε δείπνο τον Γκούρα και τους άλλους οπλαρχηγούς. Ο Γκούρας κι ο Παπακώστας τον παρακάλεσαν να τραγουδήσει, και ο Μακρυγιάννης το έκανε:
Ο Ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά στην Πούλια
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι ανδρών τα μοιργιολόγια,
γι’ αυτά τα ηρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μέσ’ στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγαινε στον Άδη τα καημένα».
Ο Γκούρας αναστέναξε και του λέει:
– Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη.
– Είχα κέφι, του είπε ο Μακρυγιάννης, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν.
Το τραγούδι που έχει ως βάση του την δημοτική ποίηση, έμελλε να γίνει πανελληνίως γνωστό κι αγαπητό, και να περάσει στα άπαντα των δημοτικών μας τραγουδιών
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης ήταν αυτός που κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο εγγράφων της Επαναστατικής περιόδου. Οι έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτά, ανακαλύπτει και τα προσωπικά αρχεία του Μακρυγιάννη. Το 1907 εκδίδει τα περίφημα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», με δική του επιμέλεια στο μοναδικό χειρόγραφο του ήρωα της Επανάστασης.
Προσπαθώντας λοιπόν το 1895 να εκδώσει την ιστορική μελέτη του «Ο θάνατος του Ανδρούτσου», ανακάλυψε πως για την συγγραφή της ταλαιπωρήθηκε να συλλέξει υλικό! Έτσι αντελήφθη πως το νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν διατηρούσε Αρχείο του Αγώνα του ΄21!
Ανέλαβε λοιπόν ο ίδιος να ψάξει τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Εξωτερικό για να βρει τις πηγές γύρω από την Επανάσταση του ΄21, αλλά και κάθε ιστορικό έγγραφο από την εποχή της Αλώσεως, έως το 1868. Αναζήτησε χειρόγραφα και γράμματα των αγωνιστών, από συγγενείς τους, φίλους τους, κλπ. Τα περισσότερα εξ αυτών είχαν πωληθεί με το κιλό σε μπακάλικα, μανάβικα και κρεοπωλεία για… κόλλες περιτυλίγματος! Ο Βλαχογιάννης τα αγόραζε, με μεγάλη προσωπική του στέρηση, από αυτά τα καταστήματα… Τα ιστορικά κείμενα αυτά, εάν δεν ήταν ο Βλαχογιάννης θα ήταν καταδικασμένα να χαθούν! Από το 1888 ως το 1913 είχε καταφέρει να συγκεντρώσει έγγραφα και χειρόγραφα, που ξεπερνούσαν τις 300.000 σελίδες, τις οποίες είχε τακτοποιήσει σε φακέλους, με βάση το θέμα και τη χρονολογία! Συνέλεγε με κόπο και χρήμα όλα τα γραπτά κείμενα της εθνεγερσίας, πληρώνοντας από την τσέπη του, σωρούς χαρτιών, που το επίσημο κράτος εκποιούσε ως άχρηστα! Διέσωσε επίσης το «Αρχείον Αγώνος», το οποίο εφυλάσσετο στο Αρχειοφυλακείο, που είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας, το οποίο όμως όταν καταργήθηκε η φύλαξής του περιήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο (1885) και ένα μέρος του μεταφέρθηκε στη Βουλή. Για… «λόγους χώρου», το 1893 αποφάσισαν να το εκποιήσουν με δημοπρασία (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, 16.4.1893).
Όμως και άλλοι συνέβαλαν να διασωθεί το δημοτικό μας τραγούδι και να φθάσει έως εμάς:
Τα πρώτα ελληνικά δημοτικά τραγούδια είχαν καταγραφεί από ξένους περιηγητάς στην Ελλάδα, αλλά ήταν σποραδικά και όχι συγκεντρωμένη και αναλυτική καταγραφή με στοιχεία.
Αναφέρεται μόνο ότι στην Ι. Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους υπήρχε μια συλλογή από 13 ελληνικά δημοτικά τραγούδια, αλλά κι αυτή δεν βρέθηκε ποτέ.
Το 1804 φαίνεται πρώτος να ενδιαφέρεται για τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια ο οικονομολόγος Sismonde de Sismondi, ο οποίος σε γράμμα σε φίλη του στην Κέρκυρα, της ζητάει να του στείλει τα δημοτικά τραγούδια του νησιού της. Πράγματι, λοιπόν, η Κερκυραία του έστειλε κάποια δημοτικά της περιοχής της, αλλά άγνωστο τι απέγιναν κι αυτά και οι προθέσεις του Sismondi…
Το 1814 στο Συνέδριο της Βιέννης, που εξελίχθηκε σε μια πανευρωπαϊκή εορτή, κυρίως εξ αιτίας του τέλους των ναπολεόντειων πολέμων, για την οποία συνευρέθησαν πολιτικοί, διπλωμάτες, αλλά και άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών, πήγε κι ένας – κατά τ’ άλλα παράξενος – βαρόνος, ονόματι Βέρνερ φον Χαξτχάουζεν. Τότε είδε έκπληκτος να κυκλοφορεί στα λογοτεχνικά στέκια μια συλλογή σέρβικων δημοτικών τραγουδιών, που μάλιστα άρεσε πολύ και έγινε δεκτή στους ευρωπαϊκούς φιλολογικούς κύκλους με ενθουσιασμό. Αυτό συνέβη γιατί διευθυντής της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης ήταν ο Κοπιτάρ. Ο Χαξτχάουζεν τον βρίσκει, του δείχνει την δική του συλλογή, με ελληνικά δημοτικά τραγούδια και ο Κοπιτάρ δείχνει αμέριστο ενδιαφέρον, λέγοντας πως στη Βιέννη υπάρχουν πολλοί Έλληνες και παράλληλα εκδίδονται δυο ελληνικά περιοδικά, ο «Λόγιος Ερμής» και ο «Φιλολογικός Τηλέγραφος» – μάλιστα εν έτει 1814!
Στην προσπάθειά του να πλουτίσει την συλλογή του ο Χαξτχάουζεν προσπαθούσε να συναναστραφεί με Έλληνες της περιοχής. ώσπου συναντάει κάποιον Μακεδόνα, ονομάτι Θεόδωρο Μανούσο, ο οποίος του λέει ότι έχει σπίτι του και την γιαγιά του, η οποία γνωρίζει πολλά τέτοια τραγούδια! Πράγματι, λοιπόν, η γιαγιά Αλεξάνδρα Μανούσου, τραγουδάει στον Χαξτχάουζεν τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια που θυμόταν κι εκείνος τα καταγράφει – δυστυχώς – σε έμμετρη γερμανική γλώσσα. Ο Μανούσος, βέβαια, κράτησε αντίγραφα, τα οποία και έστειλε στον Κοραή στην πόλη των Παρισίων.
Το καλοκαίρι του 1815 ο Γκαίτε πήγε για λουτρά στη γερμανική λουτρόπολη Βιζμπάντεν. Εκεί συναντήθηκε και με τον Καποδίστρια. Εκεί συναντήθηκε και με, τον Χαξτχάουζεν, ο οποίος είχε ήδη μια αρκετά καλή συλλογή από ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα χέρια του, που τα είχε συλλέξει από ανθρώπους της υπαίθρου. Ο Γκαίτε – και άλλοι – τον προτρέπουν να τα εκδώσει. Μάλιστα ο Γκαίτε δημοσίως, μέσω του περιοδικού “Kunst und Alterum”. Παρά ταύτα, ο Χαξτχάουζεν καθυστερεί και αρκείται στην κυκλοφορία τους σε αντίγραφα, από χέρι σε χέρι λογίων. Η επίσημη αιτιολογία του είναι ότι δεν είχε τις απαραίτητες φιλολογικές και εθνολογικές γνώσεις για να σχολιάσει και να αναλύσεις αυτά τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Έτσι, και με την αναγγελία της έκδοσης της συλλογής των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Γάλλου Κλωντ Φωριέλ, η συλλογή Χαξτχάουζεν σταμάτησε να ενδιαφέρει και δεν είδε το φως της δημοσιότητας, παρά μόνο το 1935.
Στις αρχές του 19ου αι., πράγματι λοιπόν εμφανίζεται ο Γάλλος λόγιος Φωριέλ (1772-1844) ένας εραστής της Ελλάδος που έβγαινε διαλελυμένη, αλλά υπερήφανη μέσα από μία γενναία επανάσταση. Ο ίδιος καθηγητής φιλολογίας στην Σορβόννη, συνέλεξε τα δημοτικά τραγούδια της χώρας μας, και τα εξέδωσε στο Παρίσι το 1824.
Το 1815 ο Γκαίτε, κάνει μια συγκέντρωση στο σπίτι του, στη Φρανκφούρτη, όπου καλεί φίλους του, επιφανείς ανθρώπους των Γραμμάτων και των Τεχνών. Ήταν τότε της μόδας τα λεγόμενα «φιλολογικά σαλόνια» – τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω – είχαν ξεκινήσει από την Γαλλία. Το περίεργο, όμως, με το κάλεσμα του Γκαίτε ήταν το κάλεσμα των ζωγράφων, που έκανε τους ανθρώπους των Γραμμάτων να απορήσουν. Οι απορίες λύθηκαν, όταν μίλησε ο Γκαίτε και τους είπε ότι τους φώναξε για να τους μιλήσει για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι! Όπως είχε γράψει και στον υιό του, Αύγουστο, στις 15 Ιουνίου 1815, το βρίσκει «τόσο λαϊκό, αλλά και τόσο δραματικό, τόσο επικό και τόσο λυρικό, που αντίστοιχό του δεν υπάρχει στον κόσμο»! Κάτι παρόμοιο είχε πει και στους λογίους του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, το φθινόπωρο του 1815: Πως «οι εικόνες αυτού του τραγουδιού, του ελληνικού δημοτικού, είναι εκπληκτικές. Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι, για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο», τους είπε και τους διάβασε – σε μετάφραση βέβαια στα γερμανικά – το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους»:
Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…
Το 1824 κάνει την εμφάνισή της στην πόλη των Παρισίων ο πρώτος τόμος της συλλογής του Φωριέλ, με τίτλο «Ελληνικά τραγούδια» ή «Δημοτικά τραγούδια της σύγχρονης Ελλάδος». Τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί και ο δεύτερος τόμος. Το 1826 η συλλογή αυτή, μεταφράστηκε στα γερμανικά. Αργότερα μεταφράστηκε στα αγγλικά, ρωσικά και τα ιταλικά. Αυτή ήταν η πρώτη επίσημη συγκεντρωμένη και αναλυμένη καταγραφή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Και μάλιστα κυκλοφόρησε στην Ευρώπη μεσούντος του αγώνα μας κατά των Τούρκων δίνοντας έτσι και επιχειρήματα στον αγώνα που έκαναν οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες.
Στο Παρίσι ο Φωριέλ είχε έρθει σε επαφή με τον Κοραή, που είχε την συλλογή Μανούσου, και την οποία δώρισε στον Κλωνάρη, αλλά και με άλλους Έλληνες της παροικίας, όπως τους Μουστοξύδη, Μαυρομάτη και Νικόλαο Πίκολο. Αυτοί – και άλλοι – λοιπόν, έστειλαν επιστολές σε Έλληνες στην Ελλάδα να τους στείλουν δημοτικά από την περιοχή τους, έδωσαν τα χειρόγραφα στον Φωριέλ και ο τελευταίος εξέδωσε το πόνημά του.
Αλλά και ο Διονύσιος Σολωμός με το που ήρθε στην Ελλάδα από την Ιταλία επιδόθηκε στον αγώνα συλλογής ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών στίχων-παροιμιών. Την συλλογή Σολωμού ζήτησε ο Tommaseo Canti, ο οποίος έκανε κι αυτός μια σχετική συλλογή και πράγματι ο Σολωμός του την παραχώρησε. Η συλλογή Tommaseo κυκλοφόρησε το 1842 στην Ενετία και ήταν ελληνικά δημοτικά σε ιταλική μετάφραση. Αυτή η συλλογή, η αναμεμειγμένη με αλβανικά και σέρβικα τραγούδια, έκανε τον Σολωμό να πει στον Κερκυραίο φίλο του, Αντώνη Μανούσο, να περάσει απέναντι και να καταγράψει τα ελληνικά δημοτικά που τραγουδιούνται εκεί στην Ήπειρο. Του έδωσε μάλιστα και μια συλλογή του Φωριέλ με σημειώσεις και παρατηρήσεις, για να ελέγχει αυτά που καταγράφει. Η συλλογή Αντ. Μανούσου «Τραγούδια εθνικά, συναγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντ. Μανούσου» κυκλοφόρησε το 1850 στην Κέρκυρα.
truestory.gr