Έξοδο από το ασφυκτικό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, προγραμματίζει το οικονομικό επιτελείο για το 2022, το οποίο αναμένεται να είναι ένα έτος καμπής για το σύνολο της οικονομίας.
Πρακτικά, το οικονομικό επιτελείο θέλει τέσσερα χρόνια μετά το τέλος των μνημονίων η Ελλάδα να ανακτήσει πλήρως την κυριότητα της οικονομικής πολιτικής. Αντί δηλαδή να συζητά σε τρίμηνη βάση με τους θεσμούς τα διάφορα οικονομικά μέτρα πριν τα εφαρμόσει, να κρίνεται μόνο από τα αποτελέσματά τους στην οικονομία και την κοινωνία στο πλαίσιο του ελέγχου του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, όπως τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η συγκυρία για κάτι τέτοιο είναι ιδανική. Από τη συμφωνία που είχε γίνει τον Ιούλιο του 2018, λίγο πριν ολοκληρωθεί το τρίτο μνημόνιο, υπήρχε η πρόβλεψη ότι αφενός το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα ανανεώνεται κάθε εξάμηνο και αφετέρου στα μέσα του 2022, τέσσερα χρόνια μετά την επιβολή του. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεούται σε αυτό το χρονικό σημείο να κάνει μια έκθεση, με την οποία θα αποφαίνονταν αν η Ελλάδα θα έπρεπε να συνεχίσει να βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ή θα πρέπει να διακοπεί, αφού η χώρα θα έχει ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της.
Ως γνωστό, η Ελλάδα βγαίνοντας από το τρίτο μνημόνιο είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων σε έξι τομείς: Τη δημοσιονομική πολιτική, την κοινωνική πρόνοια, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την πλήρη λειτουργία του Ταμείου Συμμετοχών και Περιουσίας και τον εκσυγχρονισμό της διοικητικής δομής του δημοσίου.
Με αργή πρόοδο για τα πρώτα δύο χρόνια και ταχύτερη αργότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων της Ελλάδας έχουν εκπληρωθεί. Από τις πιο σοβαρές καθυστερήσεις που υπάρχουν σήμερα είναι η ολοκλήρωση του πτωχευτικού κώδικα (έχει δρομολογηθεί), ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμών οφειλών του δημοσίου, η δημιουργία συστήματος πρωτοβάθμιας υγείας και η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης. Όλα αυτά αναμένεται να ολοκληρωθούν μέχρι και το τέλος του 2021 ή το αργότερο το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Το δημοσιονομικό πλεονέκτημα
Παράλληλα όμως, η επόμενη χρονιά θα σηματοδοτήσει την υπέρβαση και της κρίσης του κορονοϊού, καθώς με τη συνδρομή και τον κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης που θα ξεπεράσουν τα 6 δισ. ευρώ, η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 6,2% του ΑΕΠ.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, παρότι και του χρόνου θα παραταθεί η δημοσιονομική ευελιξία που ισχύει από το 2020, η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει ξανά πρωτογενές πλεόνασμα και μάλιστα αρκετά αξιόλογο, αλλά σίγουρα μικρότερο από το 3,5% του ΑΕΠ που προβλεπόταν για την Ελλάδα για τον επόμενο χρόνο. Ετσι, μαζί με το θέμα της άρσης της ενισχυμένης εποπτείας, θέλει να ανοίξει και το θέμα των δημοσιονομικών στόχων που θα επανέλθουν από το 2023, για όλα τα κράτη μέλη.