Για άλλη μια φορά, η Δύση φαίνεται να δημιουργεί επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την εφαρμογή σκληρών μέτρων κατά της Ρωσίας. Μια κυβερνοεπίθεση εναντίον του Κιέβου που φέρεται να σημειώθηκε την περασμένη εβδομάδα απασχολεί τις αρμόδιες αρχές, με την ουκρανική κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι έχει αποδείξεις ότι η επίθεση αποτελεί προϊόν ρωσικής ανάμειξης.
Η κυβερνοεπίθεση κατά της Ουκρανίας σημειώθηκε τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής, απενεργοποιώντας πολλά επίσημα κυβερνητικά συστήματα, ενώ για κάποιες ώρες οι ιστότοποι πολλών ουκρανικών υπουργείων ήταν εκτός σύνδεσης, όπως είχαμε μεταδώσει στο Πενταπόσταγμα.
Σε ορισμένους από τους χακαρισμένους ιστότοπους, εμφανίστηκαν μηνύματα που προειδοποιούσαν τους Ουκρανούς να «περιμένουν τα χειρότερα». Εκτός από υπουργεία, παραβιάστηκαν εικονικές βάσεις δεδομένων πολλών κυβερνητικών γραφείων, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσίευσε το Υπουργείο Ψηφιακού Μετασχηματισμού, δεν υπήρξε διαρροή προσωπικών δεδομένων κυβερνητικών στελεχών, καθώς η ζημιά περιορίζεται στη λειτουργικότητα των ιστοσελίδων.
Η επίθεση προκάλεσε άμεσα αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί σε όλο τον κόσμο έχουν δημοσιεύσει ανακοινώσεις που αποκηρύσσουν τη στάση των χάκερ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, οι φιλοδυτικές κυβερνήσεις και το ΝΑΤΟ εξέφρασαν έντονα την επιθυμία τους να «βοηθήσουν» το Κίεβο να ενισχύσει το σύστημα άμυνας στον κυβερνοχώρο.
Ο Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ δημοσίευσε τα ακόλουθα για την επίθεση:
«Καταδικάζω έντονα τις κυβερνοεπιθέσεις στην ουκρανική κυβέρνηση. Το ΝΑΤΟ έχει συνεργαστεί στενά με την Ουκρανία για να βοηθήσει στην ενίσχυση της άμυνας στον κυβερνοχώρο εδώ και χρόνια. Τις επόμενες ημέρες, το ΝΑΤΟ και η Ουκρανία θα υπογράψουν συμφωνία για ενισχυμένη συνεργασία στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης της Ουκρανίας στην πλατφόρμα ανταλλαγής πληροφοριών κακόβουλου λογισμικού του ΝΑΤΟ. Η ισχυρή πολιτική και πρακτική υποστήριξη του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία θα συνεχιστεί».
Στο ίδιο ύφος, η εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι σχολίασε επίσης το γεγονός, λέγοντας: «Είμαστε σε επαφή με τους Ουκρανούς και προσφέραμε την υποστήριξή μας καθώς η Ουκρανία ερευνά τον αντίκτυπο της κυβερνοεπίθεσεις και τη φύση του περιστατικού».
Στην Ευρώπη, από την άλλη, τα σχόλια ήταν πιο επιθετικά και εμμέσως κατευθυνόμενα προς τη Ρωσία.
Ο κορυφαίος διπλωμάτης της ΕΕ Τζοζέπ Μπορέλ δήλωσε τα εξής:
«Θα κινητοποιήσουμε όλους τους πόρους μας για να βοηθήσουμε την Ουκρανία να αντιμετωπίσει αυτήν την κυβερνοεπίθεση. Δυστυχώς, ξέραμε ότι θα μπορούσε να συμβεί (…) Είναι δύσκολο να πούμε ποιος είναι πίσω από αυτό. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κανέναν, καθώς δεν έχω αποδείξεις, αλλά μπορούμε να φανταστούμε».
Λέγοντας «μπορούμε να φανταστούμε», ο Μπορέλ υποδείκνυε τη Ρωσία, καθώς το τελευταίο διάστημα, με αφορμή την κρίση στην Ουκρανία, η αντιρωσική ρητορική έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη.
Σε παρόμοιο τόνο η Σουηδή υπουργός Εξωτερικών Αν Λιντ, σχολίασε ευθέως το ενδεχόμενο ρωσικής εμπλοκής, δηλώνοντας πως, «πρέπει να είμαστε πολύ σταθεροί στα μηνύματά μας προς τη Ρωσία: εάν υπάρξουν επιθέσεις εναντίον της Ουκρανίας, θα είμαστε πολύ σκληροί και άμεσοι στην απάντησή μας».
Αργότερα, την Κυριακή, το Κίεβο υιοθέτησε οριστικά τη ρητορική που είχαν προηγουμένως προωθήσει οι Ευρωπαίοι, κατηγορώντας τη Ρωσία. Ο Ουκρανός υπουργός Ψηφιακού Μετασχηματισμού Μιχαήλ Φεντόροφ δήλωσε ότι «όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ρωσία βρίσκεται πίσω από την κυβερνοεπίθεση».
Προφανώς, πρόκειται για μια βάσιμη υποψία, δεδομένου ότι η επίθεση έλαβε χώρα εν μέσω εντάσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας και οι επιχειρήσεις στον κυβερνοχώρο αποτελούν κοινή στρατιωτική τακτική στον σύγχρονο πόλεμο.
Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι δεν δόθηκαν λεπτομέρειες σχετικά με τα «αποδεικτικά στοιχεία». Το Κίεβο απλώς πιστεύει ότι η Μόσχα βρίσκεται πίσω από τις επιθέσεις επειδή είναι ένας «συνήθης» ύποπτος, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για αντίπαλες χώρες, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν παρουσιαστεί απτά στοιχεία, γεγονός που καθιστά την άμεση κατηγορία αβάσιμη, εφόσον δεν έχει αποκλειστεί και το ενδεχόμενο προβοκάτσιας.
Εάν το Κίεβο και η Δύση κατηγορήσουν τη Ρωσία για συμμετοχή στην επίθεση, εναπόκειται σε αυτούς να αποδείξουν τους ισχυρισμούς. Το βάρος της απόδειξης για τον κατήγορο είναι μια καθολική αρχή της δικαιοσύνης που δεν μπορεί να αγνοηθεί στις διπλωματικές σχέσεις.
Επιπλέον, με τον ίδιο τρόπο που οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο είναι κοινή πρακτική στον σύγχρονο πόλεμο (που θα καθιστούσε εύλογο το αφήγημα της ρωσικής εμπλοκής), οι επιχειρήσεις αυτο-δολιοφθοράς και οι «ψευδείς επιθέσεις» εφαρμόζονται επίσης συνεχώς σε τρέχουσες συγκρούσεις μεταξύ κρατών, γεγονός που καθιστά το Κίεβο ή κάποια άλλη δυτική κυβέρνηση εξίσου ύποπτη για την οργάνωση της επίθεσης, με στόχο την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας κατά της Μόσχας.
Επιπλέον, η τελευταία υπόθεση προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπήρξε διαρροή δεδομένων στην επίθεση, καθώς μια τέτοια διαρροή δεν θα αποτελούσε θεμιτό ρίσκο για μια false flag επιχείρηση.
Εν κατακλείδι, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν αποδεικνύουν την ενοχή καμίας πλευράς, ωστόσο οι ενδείξεις κατευθύνουν τα βλέμματα τόσο στη Ρωσία, όσο και στο ενδεχόμενο ουκρανικής προβοκάτσιας.
Αυτό που με βεβαιότητα αναμένεται στο μέλλον είναι ότι το αντιρωσικό αφήγημα, θα θεωρηθεί επαρκές ώστε το ΝΑΤΟ να σκληρύνει τα μέτρα κατά της Ρωσίας και να ξεκινήσει μια εκστρατεία κυβερνοπολέμου. Όλο και περισσότερο, ο κυβερνοχώρος θεωρείται ένα νέο πεδίο μάχης, τόσο σημαντικό όσο η ξηρά, η θάλασσα, ο αέρας και το διάστημα.