Θα συμμετάσχουν οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές παρατάξεις της Δανίας (οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες και οι κεντροδεξιοί Φιλελεύθεροι) και το νέο κεντρώο κόμμα των Μετριοπαθών, σύμφωνα με ανακοίινωση της Μέτε Φρεντέρικσεν, που θα παραμείνει στη θέση του πρωθυπουργού.
Νικήτρια στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, η επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών θα παρουσιάσει σήμερα τις «αδρές γραμμές» της κυβερνητικής συμφωνίας, ενώ η σύνθεση της υπό σχηματισμό κυβέρνησης αναμένεται να ανακοινωθεί αύριο Πέμπτη.
«Πίστευα εδώ και καιρό πως αυτό χρειάζεται η χώρα μας. Τόσο λόγω των κρίσεων που αντιμετωπίζουμε –πληθωρισμός, πόλεμος στην Ευρώπη– όσο κι επειδή πρέπει να λάβουμε αποφάσεις που μας υποχρεώνουν να δούμε τα πράγματα αλλιώς», είπε η Φρεντέρικσεν σε δημοσιογράφους αφού ενημέρωσε τη βασίλισσα Μαργαρίτα Β΄ για την επίτευξη της συμφωνίας.
Για τη νέα κυβέρνηση «υπάρχουν πολλοί συμβιβασμοί, αλλά πάνω απ’ όλα μεγάλες φιλοδοξίες» τόνισε η επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, που έβαλε στην άκρη τις διαφορές με τους Φιλελεύθερους –ιστορικό αντίπαλο των Σοσιαλδημοκρατών– κι εξασφάλισε την υποστήριξη των Μετριοπαθών, κεντρώου κόμματος που δημιουργήθηκε πρόσφατα από τον πρώην πρωθυπουργό Λαρς Λόκε Ράσμουσεν.
«Η Μέτε Φρεντέρικσεν κάνει απότομη στροφή προς τα δεξιά», σχολίασε η Μάι Βίλαντσεν, επικεφαλής της Κόκκινης-Πράσινης Συμμαχίας που προήλθε από συγχώνευση τριών κομμάτων της αριστεράς.
Το δύσκολο έργο της νέας κυβέρνησης
Τον κυβερνητικό συνασπισμό θα στηρίζουν 89 από τους 179 βουλευτές του κοινοβουλίου, πάντως αναμένεται επίσης να υπολογίζει στη στήριξη των εκλεγμένων βουλευτών από τη Γροιλανδία και τις Νήσους Φερόες για να περιορίσει τα προβλήματα στο έργο της.
«Κανείς δεν πίστευε πως μπορούσε να σχηματιστεί τέτοια κυβέρνηση», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Λουντ, Ρόμπερτ Κλέμενσεν. «Βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά» παρατήρησε, υπενθυμίζοντας ότι η τελευταία κυβέρνηση συμμαχίας Σοσιαλδημοκρατών και Φιλελευθέρων (1978-79) είχε διάρκεια ζωής μόλις εννιά μήνες.
Για τον Κλέμενσεν, ο μεγάλος κερδισμένος αυτής της συμφωνίας είναι ο πρώην πρωθυπουργός Λαρς Λόκε Ράσμουνσεν, ο οποίος προεκλογικά τάχθηκε υπέρ της μείωσης των φόρων, της αναδιοργάνωσης του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των νοσοκομείων) και των αλλαγών στη μεταναστευτική πολιτική επί το αυστηρότερο.