Η λεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών, που υπογράφτηκε σε ειδική τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε στο χωριό Ψαράδες της Μεγάλης Πρέσπας στις 17 Ιουνίου 2018 από τον Υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είναι επαίσχυντη, κατάπτυστη και επιβλαβής έναντι των ελληνικών συμφερόντων.
Και τούτο, διότι με αυτήν η Ελλάδα κυριολεκτικά αμαχητί και σε καιρό ειρήνης, παρέδωσε στα Σκόπια «μακεδονική» ταυτότητα, γλώσσα, όνομα και εθνότητα, παίρνοντας ωςαντάλλαγμα την υπόσχεση ότι η γειτονική χώρα θα άρει τις αλυτρωτικές της διατάξεις από το Σύνταγμά της.
Προκλητικό είναι το γεγονός ότι όλα αυτά, δεν τα υπέγραψε μια ισχυρή κοινοβουλευτικά κυβέρνηση, τα υπέγραψε το ένα από τα δύο κόμματα μιας αναιμικής και κοινωνικά μειοψηφικής κυβέρνησης.
Ο ιδεοληπτικός και εμμονικός ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ του 3%. Ο ΣΥΡΙΖΑ των 100 στελεχών που ήθελαν σκέτο ‘Μακεδονία’ στην ονομασία, εδώ και χρόνια. Το κόμμα των στελεχών που επισκέπτονταν τα Σκόπια και διαδήλωναν μαζί με το κόμμα του υπερεθνικιστή Γκρουέφσκι κατά της Ελλάδας.
Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύει σήμερα μια ολόκληρη χώρα και έναν ολόκληρο λαό σε μια τραγική και επικίνδυνη συμφωνία.
Ο ξεσηκωμός, ήταν και είναι δεδομένος, με χιλιάδες Ελλήνων να αντιδρούν. Απλοί πολίτες, φορείς, οργανώσεις και πανεπιστημιακοί.
Πανεπιστημιακοί για τη συμφωνία των Πρεσπών: «Προσπάθεια να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα»
Tην έντονη δυσαρέσκειά τους σχετικά με την πρόσφατη συμφωνία που υπεγράφη, μεταξύ Αθήνας και Σκοπίων για την επίλυση του ονοματολογικού, εξέφρασαν καθηγητές Πανεπιστημίου, σε ημερίδα στην αίθουσα εκδηλώσεων της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών.
Οι ομιλητές έκαναν λόγο για «ανεξήγητη λύση» για τη γλώσσα, συμφωνία που είναι σε βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, η οποία δημιουργεί νέους κύκλους αντιπαράθεσης.
Ενα θετικό στοιχείο προκύπτει από το erga omnes, ανέφερε ο επίκουρος καθηγητής δημοσίου και διεθνούς δικαίου της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης, αλλά πρόσθεσε ότι προβλέπεται μια μακροπρόθεσμη εφαρμογή του.
Χαρακτήρισε, όμως, ως «ανεξήγητη» τη λύση που δόθηκε για τη γλώσσα, διερωτώμενος γιατί, αφού κανείς δεν διαφωνεί ότι αυτή «ομαδοποιείται στις νοτιοσλαβικές γλώσσες» δεν βρέθηκε ένας καλύτερος προσδιορισμός. Επίσης, χαρακτήρισε «προσπάθεια να συμβιβαστούν τα ασυμβίβαστα» τα συμφωνηθέντα στο θέμα της ιθαγένειας.
«Δε μιλάμε για την αναγνώριση εθνότητας, μιλάμε για την ιθαγένεια, μιλάμε για υπηκοότητα, δηλαδή, για τον νομικό δεσμό που συνδέει το κράτος με τους υπηκόους του. Συνεπώς, αν είσαι πολίτης της Ν. Αφρικής είσαι νοτιοαφρικανός, αν είσαι πολίτης της Β. Μακεδονίας είσαι βορειομακεδόνας.
Εάν έπρεπε λοιπόν, να δώσουμε οπωσδήποτε το ζήτημα της ταυτότητας, της ιθαγένειας και της γλώσσας, θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί» είπε ο κ. Σαρηγιαννίδης και πρόσθεσε: «Το γεγονός ότι έχουμε “Μακεδόνες/πολίτες της Β. Μακεδονίας” και γλώσσα “μακεδονική”, είναι μια επιλογή που περιορίζει την επιτυχία του erga omnes».
Τα επιμέρους άρθρα της συμφωνίας ανέλυσε ο επίκουρος καθηγητής νεώτερης και σύγχρονης ιστορίας του τμήματος Ευρωπαϊκών και Διεθνών σπουδών του ΠΑΜΑΚ, Νικόλαος Βασιλειάδης.
«Εν κατακλείδι, η συμφωνία είναι σε βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων», είπε και υποστήριξε ότι οι προβλέψεις της αναιρούν «το μέχρι τώρα επίσημο εθνικό ιστορικό αφήγημα». «Εν τοις πράγμασι θα προκύψουν πολλά ζητήματα (στις επωνυμίες, στα σχολικά βιβλία, κλπ.) που προφανώς θα λειτουργήσουν σε βάρος της Ελλάδας», συνέχισε και διερωτήθηκε: «Γιατί τόση σπουδή; Ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετεί, ή άρον-άρον “διευθέτηση” του ζητήματος;».
Σε «ποσοστό 20%» προσδιόρισε σχηματικά, τα οφέλη της συμφωνίας για την Ελλάδα, ο καθηγητής του πανεπιστημίου Notre Dame και πρόεδρος του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Μακεδονικών Σπουδών, Αναστάσιος Τάμης, σημειώνοντας ότι πιο ισορροπημένη λύση θα ήταν η συνομολόγηση μιας σύνθετης, αλλά «ενιαίας και αδιαίρετης ονομασίας», αμετάφραστης (π.χ. (Γκορναμακεντόνια, Σεβερναμακεντόνια, κ.α.). Αυτό δεν επετεύχθη, όπως δεν επετεύχθησαν και τα επιδιωκόμενα στο ζήτημα της ταυτότητας και της γλώσσας.
Ο κ. Τάμης υποστήριξε ότι η συμφωνία αυτή δημιουργεί «νέες συνθήκες» και «νέους κύκλους αντιπαράθεσης» στις σχέσεις των ομογενών των δύο λαών στο εξωτερικό, αλλά και εσωτερικές «διχογνωμίες» στη Διασπορά και στη σχέση της με τη χώρα.
Ο πρόεδρος της ΕΜΣ, Βασίλειος Παππάς υπογράμμισε ότι «στον πυρήνα της ελληνικής επιχειρηματολογίας όλα τα προηγούμενα χρόνια, υπήρξε η αποφυγή της χρήσης του όρου Μακεδονία από την ονομασία του νέου κράτους, καθώς σωστά κρίθηκε ότι ο Μακεδονισμός αποτελεί το όχημα του αλυτρωτισμού των Σκοπίων».
Χαρακτήρισε ως «αναμφίβολα αρνητικές» τις εξελίξεις, παρέπεμψε στα δύο σχετικά ψηφίσματα της ΕΜΣ και προανήγγειλε σειρά δράσεων από την ΕΜΣ (κείμενο διαφωνίας για τη συμφωνία προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ημερίδες, ενημέρωση της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης, κ.α.).