Παρά τα διαχρονικά προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τις κατά καιρούς ρητορικές – και όχι μόνο – εξάρσεις για σοβαρά εθνικά θέματα, η συμβίωση των δύο γειτονικών κρατών χαρακτηρίζεται και από την αναθέρμανση των οικονομικών σχέσεων, μέσω συμφωνιών της λεγόμενης χαμηλής διπλωματίας. Μάλιστα, αυτού του είδους τα θέματα αναμένεται να κυριαρχήσουν στην ατζέντα των συζητήσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα την Πέμπτη.
Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Τουρκικού Στατιστικού Ινστιτούτου έτους 2022, όπως αναφέρει και το ελληνικό γραφείο Ο.Ε.Υ. Άγκυρας, ο όγκος του διμερούς εξωτερικού εμπορίου Ελλάδος – Τουρκίας το 2022 κυμάνθηκε για πρώτη φορά στα 5,5 δισ. δολάρια.
Όπως τονίζεται στο ot.gr, το διμερές εμπόριο χαρακτηρίζεται διαχρονικά από την κυρίαρχη συμμετοχή (50%-70%) των προϊόντων διύλισης πετρελαίου/καυσίμων και της ηλεκτρικής ενέργειας στη σύνθεση των ελληνικών εξαγωγών και την αυξανόμενη διεύρυνση του μείγματος των τουρκικών εξαγωγών.
Με βάση τα ίδια στοιχεία, για μία δεκαετία -από το 2009- το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών ήταν πλεονασματικό υπέρ της Ελλάδας (με εξαίρεση το 2016). Το 2022, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 21,5%. Τα εξαχθέντα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν 23% (η λειτουργία του διυλιστηρίου STAR στη Σμύρνη -επένδυση της αζερικής κρατικής εταιρείας SOCAR, καθώς και αντίστοιχες επενδύσεις που υλοποιούνται με ταχύ ρυθμό σε άλλες περιοχές της Τουρκίας, αναμένεται ότι θα υποκαταστήσουν σε μεγάλο βαθμό τις ελληνικές εξαγωγές πετρελαιοειδών, τα επόμενα έτη). Το εμπορικό ισοζύγιο, παρουσίασε βελτίωση και διαμορφώθηκε για την Ελλάδα με έλλειμμα ύψους 389 εκατ. ευρώ (-11,14%), εξέλιξη η οποία οφείλεται κυρίως στη μείωση των τουρκικών εξαγωγών πετρελαιοειδών και ηλεκτρικής ενέργειας (-47%).
Την ίδια ώρα, ο συνολικός όγκος εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών, το 2022, αυξήθηκε κατά 18,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2021/2020: 57,7%), ανερχόμενος σε 5,4 δισ. ευρώ περίπου. Οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν σε 2,5 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 21,5%. Η άνοδος κατανεμήθηκε σχεδόν ισόρροπα μεταξύ των εξαγωγών χωρίς προϊόντα πετρελαίου και των προϊόντων πετρελαίου συνολικά (20,36% και 23% αντίστοιχα). Οι ελληνικές εισαγωγές ανήλθαν σε 2,9 δισ. ευρώ (2022/2021: +15,77%).
Μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. (ΕΕ27, Πηγή: Eurostat), όσον αφορά στις εξαγωγές, η Ελλάδα ήταν ο 11ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας υποχωρώντας κατά δύο θέσεις σε σύγκριση με το 2021 (9η θέση). Στις εισαγωγές, η Ελλάδα ήταν αντίστοιχα στη 10η θέση (διατήρησε τη θέση έτους 2021).
Σύμφωνα με το ελληνικό γραφείο Ο.Ε.Υ. Άγκυρας, οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές εμπορικές συναλλαγές -εξαιρουμένων των προιόντων πετρελαίου- μπορούν να αποδοθούν στην ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος και δομή παραγωγικού ιστού, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος), καθώς και στον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομική και εμπορική πολιτική. Επίσης, οι προαναφερθείσες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές εμπορικές σχέσεις μπορούν να αποδοθούν, τόσο στην ανταγωνιστικότητα των τουρκικών προϊόντων λόγω αντικειμενικών παραγόντων (μέγεθος και δομή παραγωγικού ιστού, χαμηλότερο εργατικό και λειτουργικό κόστος) και στον προστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τουρκική οικονομική και εμπορική πολιτική.
Τα προϊόντα
Σε ό,τι αφορά τα σημαντικότερα ελληνικά προϊόντα που εξήχθησαν (εκτός πετρελαιοειδών και ηλεκτρικής ενέργειας που συμμετείχαν κατά 45,6% στη συνολική αξία το 2022), αυτά ήταν: βαμβάκι (12,6% έναντι 19,4% το 2021), μηχανές επεξεργασίας δεδομένων (4%), ελάσματα αργιλίου (3,4%), φάρμακα (3%), πολυμερή προπυλενίου, σωλήνες από χαλκό και χρυσός. Συγκεκριμένα, το 2022, εντυπωσιακή αύξηση παρουσιάζουν οι ελληνικές εξαγωγές (σε ποσοστά και απόλυτους αριθμούς): χρυσού κατά 168%, εμπιστευτικών προϊόντων (463%), ηλεκτρικής ενέργειας (8391%) προϊόντων χάρτου (115%) και θείου (194%). Μειώθηκαν οι ελληνικές εξαγωγές: βαμβακιού (-21,25%) και πολυμερών προπυλενίου (14%).
Στον αντίποδα, τα σημαντικότερα προϊόντα εισαγωγής, το 2022, από την Τουρκία, ήταν: πετρελαιοειδή, πλατέα προϊόντα έλασης σιδήρου χάλυβα, επιβατικά αυτοκίνητα, ψάρια, νωπά ή διατηρημένα σε απλή ψύξη και ψυγεία/καταψύκτες. Αξιοσημείωτη ήταν η αύξηση των εισαγωγών προϊόντων έλασης σιδήρου ή χάλυβα, χαρτιού καθαριότητας, ηλεκτρικής ενέργειας, υφαντουργικών ειδών και υποδημάτων. Μείωση παρουσίασαν στη σύνθεση των τουρκικών εξαγωγών προς την Ελλάδα: τα πετρελαιοειδή (- 57,1%), γέφυρες, πύργοι και πυλώνες, οχήματα μεταφορών, μηχανές πλυσίματος ρούχων και πλεκτά υφάσματα.
Επενδύσεις
Οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες τουρκικές στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το 2021, το απόθεμα των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανερχόταν σε 337 εκατ. ευρώ έναντι 316 εκατ. το 2020. Το 2019, σημειώθηκε μικρή μείωση των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία, της τάξης 1,4%.
Οι τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα αυξάνονται με σημαντικά χαμηλότερους ρυθμούς. Το απόθεμα των τουρκικών επενδύσεων ανέρχεται σε 104 εκατ. ευρώ έναντι 69 εκατ. το 2020.
Σε επίπεδο καθαρών ροών Αμεσων Ξένων Επενδύσεων, τη διετία 2022-21, οι εισροές από την Ελλάδα στην Τουρκία σημείωσαν πτώση κατά 38 και 128 εκατ. ευρώ αντιστοίχως, ενώ οι τουρκικές εκροές προς την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 49 και 27 εκατ. ευρώ.
Τουριστικές ροές
Μετά τις αρνητικές επιπτώσεις στις εκατέρωθεν τουριστικές ροές το 2020, λόγω της πανδημίας, καθώς και την ισχύ των ελληνικών μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων από την Τουρκία στην Ελλάδα και το 2021, ουσιαστικά οι ροές άρχισαν σταδιακά να επανέρχονται μετά την επανέναρξη των πτήσεων των Aegean και Turkish Airlines τον Απρίλιο του 2021.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που ξεκίνησε από το καλοκαίρι του 1999, έχουν υπογραφεί δεκάδες διµερείς συµφωνίες σε θέµατα οικονοµικής, πολιτιστικής, τελωνειακής, επιστηµονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, προστασίας περιβάλλοντος, καταπολέµηση εγκλήµατος, τουρισµού κ.λπ. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι οικονοµικές σχέσεις των δύο πλευρών βελτιώθηκαν σηµαντικά µε το διµερές εµπόριο να σημειώνει ραγδαία άνοδο από τα µόλις 638 εκατ. δολάρια το 1999.