Ως γνωστόν στις 14 Ιουνίου στο περιθώριο της διάσκεψης κορυφής του ΝΑΤΟ, αναμένεται να πραγματοποιηθεί η συνάντηση Μπάϊντεν-Ερντογάν.
Στην Άγκυρα, οι προσδοκίες είναι υψηλές. Η ελπίδα είναι ότι ο Ερντογάν θα είναι σε θέση να πείσει τον Μπάιντεν, ότι οι χώρες τους έχουν αμοιβαία στρατηγικά συμφέροντα που εξυπηρετούνται καλύτερα με μια προβλέψιμη, φιλική σχέση.
Αυτό απαιτεί από ΗΠΑ-Τουρκία να αντιμετωπίσουν τους υφιστάμενους τομείς διαφωνίας.
Και αυτοί είναι πολλοί, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης από την Τουρκία του Ρωσικού συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας S-400, για το οποίο οι ΗΠΑ λένε ότι κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του ΝΑΤΟ, η αμερικανική σχέση με τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις YPG, τις οποίες η Τουρκία θεωρεί ότι είναι κουρδική τρομοκρατική ομάδα παρακλάδι του ΡΚΚ, την έλλειψη δράσης από την πλευρά των ΗΠΑ σχετικά με τα αιτήματα της Τουρκίας για έκδοση του Τούρκου κληρικού Fethullah Gulen με έδρα την Πενσυλβανία, τη δίωξη στη Νέα Υόρκη της τουρκικής τράπεζας Halkbank για φερόμενες παραβιάσεις των κυρώσεων του Ιράν, η τουρκική επιθετικότητα σε Αιγαίο και ΝΑ Μεσόγειο και η συνέχιση της παραμονή τουρκικών στρατευμάτων και μισθοφόρων στη Λιβύη κατά παράβαση των αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ για πλήρη αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από τη χώρα.
Ο Ερντογάν σχεδιάζει να εμπλέξει τον Μπάιντεν σε ευρείες διαπραγματεύσεις για όλα τα εκκρεμή προβλήματα.
Αλλά ο Λευκός Οίκος φαίνεται να έχει διαφορετικό μήκος κύματος. Η κυρίαρχη παγκόσμια άποψη της κυβέρνησης Μπάιντεν φαίνεται να επικεντρώνεται στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία, και ένας βασικός στόχος εξωτερικής πολιτικής είναι ο περιορισμός αυταρχικών καθεστώτων.
Από την άποψη αυτή, η Τουρκία δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο των στρατηγικών προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, και επομένως η επίλυση των παραπόνων της Άγκυρας δεν αποτελεί αμερικανική προτεραιότητα.
Επίσης υπάρχει και ο ίδιος ο Ερντογάν. Η στενή σχέση του με τον Τραμπ τον καθιστά ύποπτο στα μάτια μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Μην ξεχνάμε ότι ο Μπάιντεν, ο οποίος επιθυμεί να προωθήσει τις δημοκρατικές ελευθερίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, δήλωσε στο παρελθόν την πρόθεσή του να στηρίξει την αντιπολίτευση στην Τουρκία.
Παρά αυτές τις δύσκολες περιστάσεις, οι δύο Πρόεδροι σύμφωνα με το έγκριτο αμερικανικό ιστότοπο Bloomberg, ενδέχεται να είναι σε θέση να σημειώσουν πρόοδο στο ζήτημα S-400, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να προαναγγείλει την αρχή μιας λιγότερο προβληματικής σχέσης μεταξύ των 2 χωρών
Η αμερικανική θέση έχει σκληρύνει μετά την έγκριση από το Κογκρέσο του Εθνικού Νόμου NDAA, το οποίο ορίζει ότι η Τουρκία πρέπει να «πάψει να είναι κάτοχος» του συστήματος S-400 προτού αρθούν οι κυρώσεις των ΗΠΑ.
Αυτό είναι ένα πολύ υψηλό εμπόδιο για μια τουρκική ηγεσία που υπερασπίστηκε συνεχώς την απόκτηση του S-400 ως ένδειξη των αυξανόμενων φιλοδοξιών και της στρατηγικής αυτονομίας της χώρας.
Ο Αμερικανικός ιστότοπος υποστηρίζει ότι η Άγκυρα μπορεί να αποδεχθεί μια συμφωνία στην οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει το σύστημα μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, που θέτουν σε κίνδυνο την τουρκική εθνική ασφάλεια. Η εγκατάσταση του S-400 στη βάση του Incirlik, η οποία χρησιμοποιείται από τις ΗΠΑ, θα επιτρέψει την εύκολη παρακολούθηση της συμμόρφωσης.
Η πρόκληση θα ήταν να επιτευχθεί ένας από κοινού συμφωνημένος ορισμός για αυτές τις εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένης της φύσης των απειλών που αντιμετωπίζει η Τουρκία, οι οποίοι περιλαμβάνουν συμβατικές καθώς και υβριδικές και ασύμμετρες απειλές όπως η τρομοκρατία και η αστάθεια γειτονικών κρατών, όπως η Συρία και το Ιράκ.
Μια διπλωματικά ελκυστική επιλογή θα ήταν να συνδέσουμε τη χρήση του συστήματος με τις περιστάσεις που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 της συνθήκης του Ατλαντικού δηλαδή, όταν τα μέλη του ΝΑΤΟ συμφωνούν ότι η εδαφική ακεραιότητα ή ασφάλεια της Τουρκίας απειλείται ή ότι βρίσκεται υπό ένοπλη επίθεση. Αυτή η σύνδεση θα περιόριζε σημαντικά τις πιθανές περιπτώσεις για τη χρήση του S-400 σε πραγματικές και επικείμενες απειλές.
Για να λειτουργήσει μια τέτοια συμφωνία, ο Μπάιντεν θα πρέπει να πείσει το Κογκρέσο να τροποποιήσει το NDAA. Σε αντάλλαγμα, ο Ερντογάν θα πρέπει να αποδεχτεί πλήρως τους αυστηρούς όρους που ρυθμίζουν τη χρήση του συστήματος S-400 στο μέλλον.
Η πρόοδος ή η έλλειψή της στο ζήτημα των S-400, θα καθορίσει την πρώτη συνάντηση των δύο προέδρων και ίσως το μέλλον των σχέσεων μεταξύ των χωρών τους.
Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι υπάρχει η πρόθεση από τις ΗΠΑ ελεγμένα, αναφορικά με την χρήση και εγκατάσταση των S-400, να "πέσουν στο τραπέζι" οι συγκεκριμένες ή και ανάλογες προτάσεις, διευκολύνοντας την Τουρκία.
Λογικά η Τουρκία θα πρέπει να δεχθεί αυτή την πρόταση των ΗΠΑ, αφού υπάρχει μια σειρά άλλων Διεθνών ζητημάτων στα οποία προσβλέπει στην αμερικανική στήριξη ο Ερντογάν και στα οποία ο Μπάϊντεν δεν θα είναι συζητήσιμος, αν η Τουρκία δεν δει θετικά το θέμα των S-400.
Επιπλέον η εύρεση λύσης για τους S-400 θα τονώσει το τραυματισμένο κύρος του Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας του, θα δώσει δουλειά στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας και θα την βγάλει από το αδιέξοδο που έχει περιέλθει η πολεμική αεροπορία της από την αποβολή της χώρας από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35.
Φυσικά σε τέτοια περίπτωση αναμένουμε διθυράμβους από τα τουρκικά ΜΜΕ και καλλιέργεια κλίματος υπεραισιοδοξίας, που δεν θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τα δύσκολα θα είναι εμπρός, μετά τις αυτοδεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο Ερντογάν για νέες έρευνες στην ΑΟΖ της Κύπρου και για δημιουργία βάσης drone στα κατεχόμενα, στο Λευκόνικο, αλλά και τη στάση της Τουρκίας σε Λιβύη και Κούρδους της Συρίας.
Αυτά είναι μεγάλα θέματα στα οποία ΗΠΑ-Τουρκία διαφωνούν, ιδιαίτερα για το Κουρδικό ζήτημα, το οποίο για την Τουρκία έχει την μεγαλύτερη σημασία και προτεραιότητα.
Συνεπώς η επικείμενη συνάντηση Μπάϊντεν- Ερντογάν υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχει ως αποτέλεσμα την εύρεση λύσης στο θέμα των S-400 και αργότερα την άρση των κυρώσεων των ΗΠΑ σε βάρος της Τουρκίας.