Την άποψη αυτή διατυπώνει στην εφημερίδα «Καθημερινή» ο Σόνερ Τσάπταï, διευθυντής Τουρκικών Ερευνών στο The Washington Institute for Near East Policy. Ο συγγραφέας του βιβλίου «Erdogan’s Empire» σημειώνει ότι στην Ανατολική Μεσόγειο η Άγκυρα αισθάνεται απειλή για τα συμφέροντά της. Σχολιάζει επίσης πως ο Ερντογάν έχει καλές σχέσεις με τον Τραμπ, οι οποίες όμως δεν υπερβαίνουν τις ατζέντες των δύο χωρών. Ο ίδιος εξηγεί ότι ο Τούρκος πρόεδρος παραμένει ο πιο ισχυρός πολιτικός στη χώρα του, αλλά έχει χάσει τη μαγεία του και δεν αποφεύγει τα λάθη. Όσο για την αντιδυτική πολιτική του; «Εχει τα όριά της».
του Βασίλη Κωστούλα
– Είναι σαφές ότι ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές ως μέσον άσκησης εξωτερικής πολιτικής σε άλλα πεδία ανάλογα με τις επιδιώξεις του. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Την τελευταία δεκαετία η τουρκική κυβέρνηση έχει οικοδομήσει επιμελώς την εσωτερική συναίνεση αντιμετωπίζοντας το λαϊκό αίσθημα πάνω στη βάση ότι οι Σύροι πρόσφυγες είναι ευπρόσδεκτοι στην Τουρκία. Ενθαρρύνοντας πλέον τους ίδιους πρόσφυγες να φύγουν προς την Ευρώπη, δεν μπορώ να δω πώς θα διατηρηθεί αυτή η συναίνεση στο εσωτερικό της χώρας, όπου συχνά το μεταναστευτικό θεωρείται υπαίτιο για τα κοινωνικά της προβλήματα. Γι’ αυτό και ο Ερντογάν πιέζει την Ουάσιγκτον για μια «ασφαλή ζώνη» στη βορειοανατολική Συρία, προκειμένου να επαναπροωθήσει στα πάτρια τους πρόσφυγες.
Στο μεταξύ, η προσφυγική κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα και η στάση της Ε.Ε. σε αυτό το σκηνικό εδραίωσαν πλέον τα ελληνικά σύνορα με την Τουρκία ως σκληρά εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Ούτε η Άγκυρα ούτε τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. θεωρούν πραγματικά την Τουρκία χώρα προς ένταξη ή τα ελληνοτουρκικά σύνορα μια μαλακή πολιτική γραμμή μέσα στην οικογένεια της Ε.Ε. Θα πρέπει να πει κανείς «αντίο» στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε.
To εξώφυλλο του βιβλίου του Τσάπταϊ «Erdogan’s Empire».
– Πόσο ισχυρός είναι σήμερα ο Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας και πόσο διατηρήσιμη θα λέγατε ότι είναι η ισχύς του;
– Ο Ερντογάν είναι ο πιο ισχυρός πολιτικός στην πρόσφατη ιστορία της Τουρκίας. Ακόμη και σήμερα το κόμμα του παραμένει το πιο ισχυρό στη χώρα. Όμως σήμερα έχει χάσει τη μαγεία του. Δεν αντιπροσωπεύει πλέον την αλλαγή στην Τουρκία, η οποία είναι έντονα διαιρεμένη. Ο Ερντογάν έχει φτάσει σε ένα σημείο καμπής στην καριέρα του, όπου πολλοί από τους ψηφοφόρους της χώρας, κυρίως στα αστικά κέντρα, απομακρύνονται από αυτόν. Η χώρα εισήλθε σε επώδυνη ύφεση το 2018, η οποία αφαιρεί υποστηρικτές από την κυβέρνηση. Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι –παρά τον στόχο του να αναβιώσει το μεγαλείο της οθωμανικής εποχής, και αυτό να το πράξει μέσω του Ισλάμ– οι πολιτικές του Ερντογάν το 2019 άφησαν την Άγκυρα με λιγότερους φίλους και συμμάχους σε διεθνές επίπεδο, ιδίως μεταξύ των βασικών δυνάμεων.
Ο Ερντογάν είναι πλέον επιρρεπής και σε λάθος υπολογισμούς. Το είδαμε με την επιλογή του να ζητήσει επανάληψη της ψηφοφορίας για τη δημαρχία στην Κωνσταντινούπολη, όπου η αντιπολίτευση αρχικά κέρδισε οριακή πλειοψηφία και στη συνέχεια πέτυχε σαρωτική νίκη. Η ήττα του AKP στις εκλογές της 23ης Ιουνίου στην Κωνσταντινούπολη έβλαψε την εικόνα του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως «ανίκητου πολιτικού». Όταν μετέτρεψε το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό, μάλλον δεν αντιλήφθηκε ότι στην πράξη θα ένωνε την αντιπολίτευση. Η επιβραδυνόμενη οικονομία επιταχύνει αυτό το μομέντουμ για την αντιπολίτευση στην Τουρκία.
– Πώς θα περιγράφατε την κεντρική ιδέα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αλλά και το προσωπικό στοίχημα του Ερντογάν;
– Ο Ερντογάν δεν είναι ικανοποιημένος με το status της μεσαίας δύναμης για την Τουρκία. Θέλει να αναβιώσει το μεγαλείο της ισχυρής οθωμανικής αυτοκρατορίας, γι’ αυτό και δεν φοβάται να διαταράξει τη διαχρονική τουρκική πολιτική που θέλει τη χώρα ενταγμένη στο δυτικό σύστημα για λόγους εθνικής ασφάλειας. Επιδιώκει τη στρατηγική αυτονομία. Επιθυμεί να καταστήσει την Τουρκία μια ισχυρή δύναμη μέσω της επιρροής στους μουσουλμάνους των περιοχών που βρίσκονταν υπό οθωμανική κατοχή, ιδίως στη Μέση Ανατολή, αλλά και στα Βαλκάνια.
Μέχρι τώρα η πολιτική της Άγκυρας προς αυτήν την κατεύθυνση αποτυγχάνει, κυρίως επειδή περιφρόνησε τον ρόλο των «ιστορικών αντισωμάτων» στη Μέση Ανατολή. Ο Ερντογάν δεν αντιλήφθηκε ότι αρκετοί Άραβες, όπως και Έλληνες για παράδειγμα, εξακολουθούν να βλέπουν την Τουρκία ιδιαίτερα αρνητικά ως πρώην αποικιακό εξουσιαστή τους. Επιπλέον, η Άγκυρα είναι αντιμέτωπη με τις συνέπειες της επιλογής της να υποστηρίξει μόνο έναν παίκτη στην Αραβική Άνοιξη, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Μόλις αυτή έχασε την επιρροή της, τόσο στην Αίγυπτο όσο και σε άλλες χώρες, έχασε την επιρροή του και ο Ερντογάν. Η επιλογή της τουρκικής στήριξης στη συριακή αντιπολίτευση εξαντλήθηκε επίσης, και έμεινε η αντιπαράθεση με τη Ρωσία και το Ιράν.
Σήμερα η Τουρκία είναι απομονωμένη από τη Μέση Ανατολή, με την εξαίρεση του Κατάρ. Επιπλέον, οι δεσμοί της με την Ουάσιγκτον βρίσκονται σε διαρκή σκαμπανεβάσματα και η Τουρκία δεν μπορεί πια να βασίζεται στη Δύση, γεγονός που την αφήνει εκτεθειμένη στην απειλή της Μόσχας. Γι’ αυτό και ο Ερντογάν προβαίνει σε ad hoc συμφωνίες με τη Ρωσία. Ο ίδιος θα καταφέρει να συνεχίσει στον στρατηγικό σχεδιασμό του μόνο αν η τουρκική οικονομία ανακάμψει σύντομα και αν ο ίδιος καταφέρει να αξιοποιεί προς δικό του όφελος την αντιπαράθεση Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας.
Εχει ανάγκη τα λεφτά της Δύσης
– Βλέπουμε μια κλιμάκωση της τουρκικής πολιτικής στη Μεσόγειο. Είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης δραστηριότητας γύρω από τους ενεργειακούς πόρους ή κάτι μεγαλύτερο από αυτό;
– Ο Ερντογάν φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να υπονομεύσει τον υποτιθέμενο «αντι-τουρκικό άξονα» στην Ανατολική Μεσόγειο, προκαλώντας στις ζώνες που περιβάλλουν τον πιο αδύναμο κρίκο της, την Κύπρο. Πέρα από τον Ερντογάν, η Τουρκία έχει μακροχρόνια στρατιωτικά και στρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το ναυτικό της δεν είναι ικανό να προβάλει ισχύ πέρα από τα τουρκικά ύδατα, γι’ αυτό και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Άγκυρα βλέπουν την Κύπρο ως επέκταση της τουρκικής ναυτικής δύναμης στη Μεσόγειο. Επιπλέον, με σχετικά λίγους δικούς της ενεργειακούς πόρους, η Τουρκία βασίζεται στις εισαγωγές αερίου. Εισάγει ετησίως ενέργεια αξίας περίπου 30 δισ. δολαρίων, γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο πρόθυμη να διερευνήσει τις ενεργειακές ευκαιρίες γύρω από την Κύπρο. Πέραν της Κύπρου, οι δεσμοί της Άγκυρας με τους βασικούς παίκτες της Ανατολικής Μεσογείου, το Ισραήλ, την Ελλάδα και την Αίγυπτο, δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν φιλικοί. Αντιμέτωπη με αυτό το αναδυόμενο μπλοκ δυνάμεων και χωρίς δικούς της συμμάχους στην περιοχή, η Τουρκία πιθανότατα θα συνεχίσει τις μονομερείς διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, με στόχο να διασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα στην ενέργεια και στην ασφάλεια, ακόμη και με το τίμημα της περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων με την Ουάσιγκτον. Και η αντιπαράθεση της Τουρκίας με την Κύπρο στη θάλασσα ενέχει τον κίνδυνο ατυχημάτων που δυνητικά αφορούν τα πλοία ή τα αεροσκάφη τους.
– Επικρατεί η εντύπωση ότι η Τουρκία έχει απολέσει τον δυτικό προσανατολισμό της, σε σημείο που εγείρονται ερωτήματα ακόμη και για τους δεσμούς της Αγκυρας με το ΝΑΤΟ. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Στην πραγματικότητα, η Αγκυρα δεν έχει επιλογή. Δεν μπορεί να συμμαχήσει με την Τεχεράνη ή τη Μόσχα, επειδή οι δυνάμεις αυτές, οι οποίες βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την Τουρκία, είναι δυνάμεις κατά του status quo, με αμετανόητες ατζέντες εξωτερικής πολιτικής, στοχεύοντας να γίνουν ισχυρές σε βάρος των άλλων, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Ο Ερντογάν το γνωρίζει καλά αυτό. Η αντι-δυτική εχθρότητα του Ερντογάν έχει τα όριά της. Ο ίδιος γνωρίζει συν τοις άλλοις ότι η Τουρκία, ως χώρα με περιορισμένους πόρους, χρειάζεται τα χρήματα της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
– Πώς αξιολογείτε τις σχέσεις του Ταγίπ Ερντογάν με τον Ντόναλντ Τραμπ;
– Ο Τραμπ εισήλθε στον Λευκό Οίκο σχεδόν μηδενίζοντας το κοντέρ στην εξωτερική πολιτική και ο Ερντογάν εμφανιζόταν χαρούμενος που τον έβλεπε σε αυτήν τη θέση. Ωστόσο, οι διαφορές των δύο χωρών, μεταξύ άλλων στη Συρία, σύντομα υπονόμευσαν τη σχέση των δύο ανδρών. Όμως, παρά τις στιγμές κρίσης, η σχέση Τραμπ - Ερντογάν δείχνει ως ένα από τα λίγα διμερή κανάλια που ακόμη λειτουργούν ανάμεσα στις δύο χώρες. Γι’ αυτό και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και στις δύο χώρες θα πρέπει να βρουν τον καλύτερο δυνατό τρόπο να την αξιοποιήσουν για την αποκατάσταση της διμερούς εμπιστοσύνης.