Την τρίτη Κυριακή από του Πάσχα η Αγία μας Εκκλησία τιμά την σύναξη των αγίων Μυροφόρων, ανδρών και γυναικών και μαζί τη σύναξη των αγίων Επτά Διακόνων. Η μνήμη των δευτέρων φέρνει στο νου μας το αγιασμένο κλίμα της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας, την σημαντικότερη προφανώς ιστορική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, καθότι τότε έδυε ένας πεπαλαιωμένος και απόλυτα χρεοκοπημένος κόσμος και ανέτειλε ένας νέος, εύρωστος, ελπιδοφόρος και ανθρώπινος.
Οι άγιοι Επτά Διάκονοι ενσαρκώνουν το κοινωνικό μήνυμα της χριστιανικής μας πίστεως, και την διακονική διάσταση της Εκκλησίας μας, η οποία υπηρετεί τον όλο ψυχοσωματικό άνθρωπο, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, συνεχίζοντας το υπέρτατο διακονικό έργο του Σωτήρα μας Χριστού, ο Οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μαρκ.10,45).
Οι άγιοι Απόστολοι, διαβλέποντας ένα υπαρκτό πρόβλημα στην νεαρή Εκκλησία, συγκέντρωσαν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, λέγοντάς τους: «ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις. επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά, πλήρεις Πνεύματος Αγίου και σοφίας, ους καταστήσομεν επὶ της χρείας ταύτης· ημείς δε τη προσευχή και τη διακονίᾳ του λόγου προσκαρτερήσομεν. και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους· και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και Πρόχορον και Νικάνορα και Τίμωνα και Παρμενάν και Νικόλαον προσήλυτον Αντιοχέα, ους έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας» (Πραξ.6,2-7). Το πλήθος της νεαρής Εκκλησίας εξέλεξε, χωρίς κανέναν περιορισμό, ή διάκριση, τους αγίους επτά άνδρες, να τους διακονούν. Όχι μόνο «διακονείν τραπέζαις», αλλά να είναι οι αντιλήπτορες της κοινότητας για κάθε χρεία. Έτσι γεννήθηκε μια νέα πρωτόγνωρη, στον αρχαίο απάνθρωπο κόσμο, κοινωνία αγάπης, ανέτειλε η απαρχή του ανθρωπισμού, η οποία υπήρξε η βάση για τις κατοπινές κοινωνίες, ως τα σήμερα!
Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από άπειρη αγάπη και μαζί τον άνθρωπο ως εικόνα δική Του (Γεν.1,26), για να βιώνει την θεία μακαριότητα. Όμως η πτώση, όχι απλά ανέστειλε τη δυνατότητα της μετοχής του στη θεία μακαριότητα, αλλά διέστρεψε τον ρου του κόσμου προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το κακό και η αμαρτία επικράτησε σε όλη τη γη, «ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας» (Γεν.6,5). Όλη η γη γέμισε με κακία, η ανθρώπινη κοινωνία κατέστη πραγματική κόλαση. Μίσος, αντιζηλία, εκμετάλλευση, πόλεμοι, φόνοι, αδικία κυριαρχούσαν στην ανθρωπότητα. Η αξία του ανθρώπου υποβιβάστηκε στην κατηγορία των ζώων. Η ανθρώπινη κοινωνία δεν διέφερε από τις αγέλες των κτηνών. Η δουλεία ήταν η διαρκής φρίκη όλων των προχριστιανικών κοινωνιών. Ακόμη και σε «προηγμένες» αρχαίες κοινωνίες, όπως της Ελλάδος, οι δούλοι αποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, με απόλυτα κτηνώδεις συμπεριφορές από μέρους των «ελευθέρων» κυριών τους, αποκαλώντας τους res (πράγματα). Οι Ρωμαίοι χαρακτήριζαν τις διανθρώπινες σχέσεις ως σχέσεις αγρίων θηρίων (homus homini lupus = ο άνθρωπος είναι για τον άλλο άνθρωπο λύκος!). Ειδικά στα τελευταία προχριστιανικά χρόνια η κατάσταση είχε φτάσει σε οριακό σημείο, ώστε, σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο και ανθρωπιστή Σατωβριάνδο (1768-1848), αν ο
Σωτήρας του κόσμου Χριστός ερχόταν λίγα χρόνια μετά, θα έβρισκε το πτώμα της ανθρωπότητας!
Η Ενανθρώπηση του Θεού λόγου έφερε στη γη την «καινή κτίση» (Β Κορ.5.17), τον καινούριο κόσμο, τον ανακαινισμένο από το Χριστό. Ήρθε να αναδημιουργήσει τον σεσαθρωμένο και απόλυτα παρηκμασμένο παλιό κόσμο, να τον ανακαινίσει και να του δώσει ξανά το νόημα της δημιουργίας του. Ο απόστολος Παύλος έγραψε πως ο Χριστός ήρθε: «ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, τὰ ἐπὶ τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν αὐτῷ» (Εφ.1,3-10). Ήρθε να άρει την κακοδαιμονία του αμαρτωλού κόσμου και να φέρει την ειρήνη και τη συναδέλφωση των ανθρώπων, με γνώμονα την αγάπη, μια έννοια ολότελα άγνωστη στον αρχαίο κόσμο. Και βέβαια, να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αιχμαλωσία του Σατανά, τη δουλεία της αμαρτίας τη φθορά και το θάνατο και να τον επανενώσει με τον Δημιουργό του.
Η πρωτοχριστιανική κοινωνία μαρτυρεί περίτρανα την μεγάλη επανάσταση που έφερε ο Χριστός στη γη. Για πρώτη φορά ο άνθρωπος ανάγεται σε αξία και χαίρει σεβασμού, χωρίς καμιά διάκριση φύλου, φυλής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, ως εικόνα του Θεού. Η καταφρονεμένη και απόλυτα περιθωριοποιημένη γυναίκα γίνεται ισότιμη με τον άνδρα και ο «ξένος» γίνεται οικείος. Έπαψε να είναι ο συνάνθρωπος «λύκος» και γίνεται αδελφός. Κανένας παράγων δεν μπορεί να θέσει το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο σε ανώτερη ή κατώτερη θέση στην χριστιανική κοινότητα, στην οποία κυριαρχούσε η απόλυτη ισότητα, καθότι, «οὐκ ἔνι ῞Ελλην καὶ ᾿Ιουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολοσ.3,10).Τα πάντα έκρινε η άδολη, η έμπρακτη και θυσιαστική αγάπη. Ο κάθε χριστιανός ζούσε για τους άλλους και ταυτόχρονα έπαιρνε από αυτούς ζωή για τον εαυτό του.
Ο απόστολος Παύλος θεωρούσε αυτή την καταπληκτική κοινωνία ως «ένα σώμα», το Σώμα του Χριστού, στο οποίο συσσωματώνονται οι πιστοί με το άγιο Βάπτισμα και γίνονται οργανικά κύτταρά Του. «Υμείς εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέλους» (Α΄ Κορ.12,27) και «καθάπερ γαρ το σώμα εν εστίν και μέλη πολλά έχει, πάντα δε τα μέλη του σώματος πολλά όντα εν εστίν σώμα, ούτως και ο Χριστός» (Α΄ Κορ.12,12). Και όπως στο ανθρώπινο σώμα όλα τα μέλη είναι απαραίτητα και άξια περιποίησης για να είναι εύρωστο, έτσι και στο εκκλησιαστικό σώμα οι πάντες έχουν θέση, αξία και ανάγκη περιποίησης. Πάνω σε αυτή την πρωτόγνωρη αρχή στηρίχτηκε και λειτούργησε ο χριστιανικός κοινωνισμός και ο πραγματικός ανθρωπισμός, σε αντίθεση με τον «εκλεκτικό» του λεγομένου ελληνορωμαϊκού κόσμου, ο οποίος δεν είχε ουσιαστική επίδραση στην συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, των πολυάριθμων δούλων, των ξένων, των «βαρβάρων», των γυναικών, των παιδιών, των άσημων, των φτωχών, των καταφρονεμένων, των πονεμένων και όλων των παραγκωνισμένων από την «ελίτ» των προνομιούχων!
Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εξισώθηκαν οι πάντες, ως μέλη Χριστού. Για πρώτη φορά παρακάθισαν στις «αγάπες», στα κοινά χριστιανικά τραπέζια, ο διάσημος, με τον άσημο, ο πρώην αφέντης με τον πρώην δούλο του, ο φτωχός με τον πλούσιο, οι άνδρες με τις γυναίκες, ο «βάρβαρος» με τον πολιτισμένο, ο φιλόσοφος με τον αγράμματο, ο εύρωστος με τον ασθενή, ο δυνατός με τον αδύνατο. Για πρώτη φορά έσμιξε στο κοινό ταμείο της κοινότητας η γενναία χορηγία του πλούσιου με την πενιχρή εισφορά του φτωχού και της χήρας, για την ανακούφιση των ενδεών. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας εφαρμόστηκε η εθελοντική κοινοκτημοσύνη των υλικών αγαθών, ώστε, σύμφωνα με τον ιερό συγγραφέα του Βιβλίου των Πράξεων ευαγγελιστή Λουκά «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ
ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων», ώστε «οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς» (Πραξ.4,32-34). Ως αποκορύφωμα αυτής της καταπληκτικής αγαπητικής σχέσεως στις περίφημες «αγάπες», τελούνταν η Θεία Ευχαριστία, όπου κοινωνούσαν οι πάντες το Σώμα του Κυρίου, το οποίο τους ένωνε οργανικά με το Χριστό και μεταξύ τους.
Σύμφωνα με έγκυρες ιστορικές πηγές, ο θεσμός, τόσο των «αγαπών», όσο και της κοινοκτημοσύνης επέζησε ως το τέλος των διωγμών (αρχές 4ου αιώνος). Ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και Μάρτυς (+165) μας πληροφορεί ότι ο θεσμός λειτουργούσε και τον 2ο μ. Χ. αιώνα και ο Τερτυλλιανός (+215) ως τον 3ο αιώνα.
Οι Ιουδαίοι και Εθνικοί δεν μπορούσαν να κατανοήσουν αυτό το ξεχείλισμα της αγάπης των Χριστιανών και εκτός από το θαυμασμό, σε πολλές περιπτώσεις έφθανε και στην παρεξήγηση και τη συκοφαντία. Με περισσή χαιρεκακία έλεγαν: «Ιδού πως αγαπώνται οι Χριστιανοί!». Βλέποντας την αγάπη των Χριστιανών και τον νέο τρόπο ζωής τους, πολλοί ασπάζονταν τη νέα πίστη και εντάσσονταν στην Εκκλησία. Να αναφέρουμε εδώ την πρωτοφανή διακονική προσφορά των Χριστιανών στη φοβερή πανώλη του 250 μ. Χ. επί Δεκίου (249-251), οι οποίοι, με πρωτοφανή ηρωισμό και αυταπάρνηση, περιέθαλπαν τους ασθενείς και έθαβαν τους νεκρούς, χωρίς διάκριση χριστιανούς και εθνικούς, τους οποίους εγκατέλειπαν οι δικοί τους από το φόβο μετάδοσης της νόσου. Τότε πέθανε μεγάλο πλήθος χριστιανών εθελοντών, «παίρνοντας επάνω τους την νόσο των ασθενών συνανθρώπων τους και πεθαίνοντας εκείνοι στη θέση τους», κατά την έκφραση του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας!
Αλλά και μετά τους διωγμούς η κοινωνική διακονία της Εκκλησίας συνεχίστηκε αμείωτη. Στο Βυζάντιο η Εκκλησία παρείχε μια καταπληκτική κοινωνική προσφορά, λειτουργώντας χιλιάδες ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, κλπ, όταν στον προχριστιανικό κόσμο ήταν άγνωστα!
Είναι γνωστή επίσης η κοινωνική διακονία της Εκκλησίας στα χρόνια της τουρκοκρατίας, στην κατοχή και στους σύγχρονους καιρούς των μνημονίων, όπου εκατομμύρια άνθρωποι ζουν από αυτή. Να επισημάνουμε επίσης το γεγονός ότι η πρωτοχριστιανική κοινωνική ζωή και διακονία, ουδέποτε εγκαταλείφτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η οποία συνεχίζεται στα ορθόδοξα κοινόβια μοναστήρια μας.
Δυστυχώς υπάρχει και η αρνητική πλευρά του παρεφθαρμένου χριστιανισμού, όπου η διακονική διάστασή του έχει διαστραφεί. Ο δυτικός χριστιανισμός απομακρυσμένος από την αυθεντική χριστιανική διδασκαλία, υποτάχτηκε στο αντίχριστο φραγκικό φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται στην αντίποδα της χριστιανικής παράδοσης (Παπισμός) και του απάνθρωπου οικονομικού φιλελευθερισμού (Προτεσταντισμός), με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα για την κατοπινή πορεία της ανθρωπότητας, για τα οποία δεν έχουμε εδώ την ευχέρεια να αναλύσουμε. Το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ότι (και) αυτή η παραφθορά δίνει ισχυρά «όπλα» στους διαχρονικούς χριστιανομάχους να πολεμούν την Εκκλησία και να της προσάπτουν τη συκοφαντία ότι δήθεν αποτελεί αντικοινωνικό και μισάνθρωπο σύστημα!
Κι ακόμα υπάρχει και η παραχάραξη του κοινωνισμού της Εκκλησίας. Τους τελευταίους αιώνες φιλοσοφικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, αποστασιοποιημένα και εχθρικά προς αυτήν, όπως λ.χ. ο άθεος ουμανισμός και ο υλιστικός μαρξισμός, επηρεασμένα από τον άθεο «ευρωπαϊκό ουμανισμό»,
επιχείρησαν να αντιγράψουν το επιτυχημένο κοινωνικό σύστημα της Εκκλησίας και να το εφαρμόσουν. Αλλά απέτυχαν οικτρά, διότι χρησιμοποίησαν τη βία για την επιβουλή του δικού τους διεστραμμένου κοινωνικού τους συστήματος, χωρίς την εσωτερική αλλαγή του ανθρώπου,. Το τραγικό τους λάθος ήταν ότι δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν πως η γνήσια κοινωνική πρόσφορά είναι προϊόν αγάπης και ελευθερίας.
Μόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η μοναδική Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού, βιώνει επακριβώς την βιβλική και πατερική παράδοση και συνεχίζει να διακονεί τον άνθρωπο, όπως επιτάσσει ο Χριστός, ο Οποίος μας λέει, δια του στόματος του Ιερού Χρυσοστόμου: «Εγώ είμαι πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ σπίτι, εγώ τροφή, εγώ ρούχο, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιο, κάθε τι το οποίο θέλεις εγώ· να μην έχεις ανάγκη από τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω· επειδή ήλθα να υπηρετήσω, όχι να υπηρετηθώ. Εγώ είμαι και φίλος, και μέλος τού σώματος, και κεφαλή, και αδελφός, και αδελφή, και μητέρα, όλα εγώ· αρκεί να διάκεισαι φιλικά προς εμένα. Εγώ έγινα φτωχός για σένα· έγινα και επαίτης για σένα· ανέβηκα πάνω στο Σταυρό για σένα· θάφτηκα για σένα. Στον ουρανό πάνω για σένα παρακαλώ τον Πατέρα· κάτω στη γη στάλθηκα για σένα από τον Πατέρα ως μεσολαβητής. Όλα για μένα είσαι συ· και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος τού σώματος. Τι περισσότερο θέλεις;» (76η Ομιλία 24,16-31. ΕΠΕ, 12, σελ. 34).
Η εορτή των Επτά Αγίων Διακόνων έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι, αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί και γνήσιοι πιστοί του Χριστού, οφείλουμε να αισθανόμαστε και να είμαστε διαρκείς διάκονοι στο εκκλησιαστικό σώμα. Να συνειδητοποιήσουμε πως, η όποια καταξίωσή μας, περνά μέσα από την διακονία μας προς τους αδελφούς μας, σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου μας: «ος εὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εὰν θέλῃ υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος» (Μαρκ.10,43-45). Οφείλουμε να ακολουθούμε τον Σωτήρα μας Χριστό (και) στην διακονία των αδελφών μας, ορίζοντας έτσι την γνησιότητά μας ως μαθητές Του: «αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ. ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν» (Ιωαν.15,12).
Τέλος, ας μη λησμονούμε ότι η αγαπητική, διακονική και θυσιαστική στάση μας απέναντι στους συνανθρώπους μας θα καθορίσει τη θέση μας στη Βασιλεία του Θεού. Ο Μεγάλος Κριτής μας, ο ένδοξος Κύριός μας Ιησούς Χριστός, θα μας πει: «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ.25,40) και είθε να αξιωθούμε να βρεθούμε στα δεξιά Του και να ακούσουμε την τρισμακάρια πρόσκλησή Του: «δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν…» (Ματθ.25,34)!