Ο Ιερομάρτυρας Αθηνογένης καταγόταν από τη Σεβάστεια της Καππαδοκίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού.
Η μεγάλη άσκηση τής αρετής τής ταπείνωσης, που τον διέκρινε, καθώς και η πλατιά μόρφωση και οι υπόλοιπες αρετές στις οποίες υπερείχε έναντι των συμπατριωτών του, συνετέλεσαν ώστε να ενταχθεί στον ιερό κλήρο, λαμβάνοντας μάλιστα τη θέση διακονίας του επισκόπου Πηδαχθόης.
Ως επίσκοπος διακρίθηκε για την αγάπη του προς το Θεό και τον άνθρωπο, για το μεγάλο φιλανθρωπικό του έργο και τον ένθεο ζήλο, με τον οποίο εργαζόταν για τη διάδοση του Ευαγγελίου καθώς και την υπηρεσία τόσο της πνευματικής επιμέλειας όσο και της ευημερίας και κοινωνικής προόδου του ποιμνίου του.
Ο ιερομάρτυρας Αθηνογένης ήταν άνθρωπος της προσευχής και, σύμφωνα με την παράδοση, σ’ αυτόν οφείλουμε το γνωστό εσπερινό ύμνο «Φως ιλαρόν αγίας δόξης …». Κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, μαζί με δέκα μαθητές του, το Ριγίνο, το Μαξιμίνο, τον Πατρόφιλο, τον Αθηνογένη, τον Αντίοχο, τον Άμμωνα, το Θεόφραστο, τον Κλεόνικο, τον Πέτρο και τον Ησύχιο, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φηλίμαρχο, και παρ’ όλο που όλοι υποβλήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια, αντιστάθηκαν με σθένος και ομολογούσαν το Χριστό.
Στο τέλος, τόσο το διδάσκαλο όσο και τους μαθητές του, τους αποκεφάλισαν, παραμένοντας, μέχρι τέλους, σταθεροί στην ομολογία πίστεως ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός.
Ένα τροπάριο στα εσπέρια περιγράφει το δυναμισμό και το μαρτύριο του Αγίου: «Ἀθηνογένης ὁ ἔνδοξος, ἱερωσύνης φαιδρόν, προκείμενος ἔνδυμα, ταῖς βαφαῖς τοῦ αἵματος, ἱερώτερον ἔδειξε. Μεθˈοὗ εἰσῆλθεν εἰς ναὸν ἅγιον, τῷ παντεπόπτῃ ἐμφανιζόμενος, καὶ λειτουργῶν αὐτῷ, σὺν ἀΰλοις τάξεσι, καὶ μετοχῇ, θείᾳ λαμπρυνόμενος, ὃν μακαρίσωμεν».
Του Επισκόπου Μεσαορίας Γρηγορίου