Παρουσία της ΠτΔ κ. Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου πραγματοποιήθηκε το απόγευμα η τελετή επίδοσης Τιμητικού Τόμου στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, από την Θεολογική Σχολή Αθηνών, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης της τριαντακονταετούς ευκλεούς Πατριαρχείας του.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστήμιου και παρέστησαν, επίσης, Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπουργοί, πολιτικοί, ακαδημαικοί, κλήρος και λαός.
Η Προσφώνηση έγινε από τον Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Μελέτιο-Αθανάσιο Κ. Δημόπουλο, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπλ. καθηγητής Χρήστος Γ. Καραγιάννης.
Στην συνέχεια η παρουσίαση του τιμητικού τόμου προς τιμήν της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής Εμμανουήλ Δ. Καραγεωργούδη, ενώ η επίδοση του τιμητικού τόμου και της τιμητικής πλακέτας στον Πατριάρχη από τον Πρύτανη του ΕΚΠΑ.
Ακολούθησε η Ομιλία του Πατριάρχη με τίτλο: «Θεολογία Διαλεγόμενη», όπου μεταξύ άλλων, τόνισε: «Η Εκκλησία ζη και δρα εν τω κόσμω και η αποστολή της είναι να συμβάλλη εις την εν Χριστώ μεταμόρφωσιν αυτού. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ευθαρσώς ότι η αμυντική στάσις της Εκκλησίας απέναντι εις τον σύγχρονον πολιτισμόν, ως να εστρέφοντο όλαι αι εξελίξεις της εποχής μας εναντίον της, δεν ανταποκρίνεται εις το πνεύμα και τας γνησίας παραδόσεις της Ορθοδοξίας. Εάν κρίνωμεν τον σύγχρονον κόσμον επί τη βάσει αμαρτολογικών κριτηρίων, λησμονούμεν ότι, και κατά το παρελθόν, η ανθρωπότης δεν έζη εις τον παράδεισον. Είναι άτοπον να ταυτίζεται ο σύγχρονος πολιτισμός με τας αρνητικότητάς του και να αγνοήται η πρόοδος και η ανάπτυξις την οποίαν ούτος σηματοδοτεί. Αυτή η τοποθέτησις δυσχεραίνει την ζωήν των ιδίων των πιστών».
Σημέιωσε, επίσης: «Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἐκτυλίσσεται πανταχοῦ καί πάντοτε ἐντός ἑνός συγκεκριμένου πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος καί δι᾿ αὐτόν τόν λόγον ἡ θεολογία δέν εἶναι ποτέ ἀφῃρημένη ἤ ἀνιστορική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μελετᾷ, νά ἀναλύῃ καί νά ἀξιολογῇ θεολογικῶς τά ἑκάστοτε κοινωνικά καί πολιτισμικά δεδομένα. Τό θεολογεῖν ἐν διαλόγῳ μέ τόν κόσμον εἶναι ἀτελεύτητον καθῆκον διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό προσφορώτερον μέσον χριστιανι-κῆς μαρτυρίας. Προϋπόθεσις τοῦ εἰλικρινοῦς διαλόγου εἶναι ἡ βίωσις καί ἡ γνῶσις τῆς ἰδικῆς μας παραδόσεως, καί ἀποτέλεσμα ἡ γνῶσις τοῦ ἄλλου, ἀλλά καί ὁ ἐμπλουτισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας μας. Ὁ διάλογος πάντοτε ἐμπνέει καί προωθεῖ τόν ἀλληλοσεβασμόν καί τήν ἀμοιβαίαν ἐμπιστοσύνην. Οἱ διαχριστιανικοί καί οἱ διαθρησκειακοί διάλογοι, καθώς καί ἡ συνάντησις μέ τόν σύγχρονον κόσμον, ἀπηλευθέρωσαν δημιουργικάς δυνάμεις ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί προέβαλον τήν ζωτικήν σημασίαν τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν διά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι ἀδιανόητον νά ἀδιαφορῶμεν διά τάς διασπάσεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, νά μή προσευχώμεθα καί νά μή ἀγωνιζώμεθα διά τήν ὑπέρβασίν των. Κατά τόν μακαριστόν π. Γεώργιον Φλωρόφσκυ, «ἡ τραγωδία τῆς διαιρέσεως εἶναι τό μεγαλύτερο καί κρισιμώτερο πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας» (Θέματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 34). Εἰς τούς οἰκουμενικούς διαλόγους, βεβαίως -καί αὐτό τό γνωρίζουν καλῶς ὅσοι συμμετέσχον ἤ συμμετέχουν εἰς αὐτούς- ὁ θεολογικός μινιμαλισμός καί ὁ οἰκουμενιστικός οὐτοπισμός εἶναι κακοί σύμβουλοι. Εἰς τούς ἀρνητάς τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου λέγομεν ὅτι ἀπορρίπτουν ὄχι ὅ,τι ἐκτυλίσσεται εἰς τόν διάλογον, πάντοτε ἐπί τῇ βάσει θεολογικῶν κριτηρίων καί ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν, ἀλλά τό εἴδωλον τοῦ διαλόγου, ὅπως αὐτοί τό φαντάζονται, τό ὁποῖον οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μέ τήν πραγματικότητα. Εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἀμετακίνητος ὅρος τῶν διαλόγων ἐθεωρήθη ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐπιδιωκομένης ἑνότητος ὀφείλει νά στηρίζηται εἰς τήν πλήρη συμφωνίαν ἐν τῇ πίστει, ὡς μετ᾿ ἐμφάσεως ἐπεβεβαίωσε καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016). Ἐκκλησία καί θεολογία δέν δύνανται νά ἀγνοήσουν καί τήν σύγχρονον «θρησκειολογικήν πρόκλησιν», τήν λεγομένην «ἐπιστρο-φήν τοῦ Θεοῦ», τήν ἀναβίωσιν τῶν θρησκειῶν καί τοῦ πλουραλισμοῦ τῶν θρησκευτικῶν ταυτοτήτων. Τό γεγονός αὐτό ἐχαρακτηρίσθη ὡς μεγαλυτέρα πρόκλησις διά τόν Χριστιανισμόν καί ἀπό αὐτήν τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Θεωρεῖται βέβαιον ὅτι ἡ εἰρήνη τῶν θρησκειῶν ἔχει καθοριστικήν σημασίαν διά τήν εἰρήνην τῶν λαῶν καί τῶν πολι-τισμῶν καί ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτήν εἶναι ὁ εἰλικρινής διαθρησκειακός διάλογος. Δύο εἶναι σήμερον οἱ ἐχθροί αὐτοῦ τοῦ διαλόγου: α) ὁ φονταμενταλισμός, δηλαδή ἡ ἀπολυτοποίησις τῆς ἰδικῆς μου ἀληθείας καί ἡ δαιμονοποίησις τοῦ ἄλλου, καί β) ἡ ἀποδοχή τῶν πάντων καί ἡ ἄρνησις ὅτι ὑπάρχει «ἀλήθεια», ὁ λεγόμενος «μεταμοντέρνος σχετικισμός καί μηδενισμός»».
Σε άλλο σημείο υπογράμμισε: «Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πολύ ἀληθινός διά νά μείνῃ εἰς τό περιθώριον τῶν συγχρόνων συζητήσεων περί τῶν μεγάλων θεμάτων τῆς ἀνθρωπότητος. Καί οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί καλούμεθα σήμερον νά ζήσωμεν ἐντός ἑνός ἐκκοσμικευμένου, τεχνοκρατουμένου καί πολυπολιτισμικοῦ περιβάλλοντος. Ἐάν ἀμυνώμεθα, ἐάν ἀπορρίπτω-μεν τά πάντα, ἐάν εἴμεθα ἐσωστρεφεῖς, δῆθεν, ὡς ἤδη ἐτονίσθη, διά νά σώσωμεν τήν καθαρότητα τῆς πίστεώς μας, τότε δέν ἀκολουθοῦμεν τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ νά ἐξαγγέλλωμεν τό Εὐαγγέλιον καί νά εἴμεθα τό ἄλας τῆς γῆς. Ἀρνούμενοι τόν σύγχρονον πολιτισμόν, ἐγκαταλείπομεν τόν κόσμον εἰς τήν ἀχαρίτωτον κοσμικότητά του. Ὅμως, ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της εἶναι «στήν καρδιά τοῦ κόσμου»».
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε ακόμη: «Ἡ ἀνθρωπότης πορεύεται πρός τό μέλλον, μέ πολλάς διακυμάνσεις καί περιπετείας, αἱ ὁποῖαι δέν ἐπιτρέπουν ἀσφαλεῖς προβλέψεις διά τά ἐπερχόμενα. Ἡμεῖς οἱ πιστοί ὅμως δέν ἔχομεν διλήμματα, διότι πιστεύομεν ὅτι τό μέλλον μας θά εἶναι σωτήριον ἐν Χριστῷ. Καί ἔχομεν ἀκλόνητον τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θά ζῇ εἰς τούς αἰῶνας, ὡς τόπος ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου. Εἰς αὐτήν τήν ἐγκόσμιον πορείαν πρός τά Ἔσχατα, ἐν Θεῷ καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ ἀνοικτήν τήν οὐράνιον πύλην τήν «ἀπάγουσαν εἰς τήν Ζωήν», ὁ ἄνθρωπος δύναται νά ἀναπτύξῃ τάς δημιουργικάς του δυνάμεις. Τελικῶς, δέν δυνάμεθα νά μείνωμεν «πιστοί στή γῆ», ὡς ἤθελεν ὁ φιλόσοφος, μέ κλειστόν τόν οὐρανόν. Δέν εἶναι τυχαῖον, ὅτι αἱ μεγάλαι ἀνθρωπιστικαί κατακτήσεις φέρουν χριστιανικήν σφραγῖδα. Ἀναμφισβήτητον εἶναι ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀπώθησις τοῦ «Ὑπερβατικοῦ» καί ἡ «μεταφυσική ἔνδεια» ἐξασθενί-ζουν τάς δημιουργικάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί τροφοδοτοῦν τόν κυνισμόν».
Παράλληλα, τόνισε: «Ἁπτήν πρόκλησιν καί καθῆκον ἀποτελεῖ διά τήν θεολογίαν ἡ ἀντιμετώπισις τῶν παρανοήσεων τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί πνευματικότητος, εἴτε αὗται διαδίδονται ἐντέχνως ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς Ὀρθοδοξίας, εἴτε προέρχονται ἔξωθεν. Εἶναι ἀξιοσημείωτον ὅτι αἱ θέσεις αἱ ὁποῖαι ἐμφανίζουν τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς οὐσιαστικῶς ἀρνητικήν πρός τόν διάλογον μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί ἀδιάφορον διά τήν συνάντησιν μετά τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ καί τῶν νέων ἰδεῶν, ὡς ἐσωστρεφῆ καί ἐθνοκεντρικήν, ἐκφέρονται ὑπό τῶν ἐντός τῶν τειχῶν ὡς ἔπαινος καί ὡς μαρτυρία ἀκλονήτου πιστότητος εἰς τήν παράδοσιν καί γνησίου ὀρθοδόξου φρονήματος, ἐνῷ ὑπό τῶν ἐκτός μέ κριτικήν διάθεσιν καί πρός στιγματισμόν τῆς κατ᾿ αὐτούς οἴκοθεν «κλειστῆς» Ὀρθοδοξίας. Τρανήν ἀπόδειξιν περί τούτων ἀποτελεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπό τῶν φονταμενταλιστῶν ἡμετέρων ὡς «οἰκουμενιστικῆς», ἐνῷ ἔνιοι τῶν ἐκτός θεωροῦν ὅτι ἡ Συνοδος δέν ἐτόλμησε νά λάβῃ τάς δεούσας ἀποφάσεις ἐνώπιον τῶν συγχρόνων μεγάλων προκλήσεων. Καίριον χρέος τῆς θεολογίας εἶναι σήμερον νά ἀντισταθῇ εἰς τήν ἔκρηξιν τοῦ φονταμενταλισμοῦ, ὁ ὁποῖος τροφοδοτεῖ τήν μισαλλοδοξίαν καί τήν βίαν «ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ» καί δίδει εὐπρόσδεκτα ἐπιχειρήματα εἰς τούς ἀρνητάς τοῦ Θεοῦ. Τοιουτοτρόπως, ἡ θεολογία παραμένει πιστή εἰς τήν παράδοσιν τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα διαλεγομένης θεολογίας καί μόνιμον πηγήν ἐμπνεύσεως. Προτρέπομεν τούς θεολόγους μας, ἐν ὄψει τῆς ἐπικαιρότητος τῶν ἀνθρωπολογικῶν προβλημάτων, ρίζα τῶν ὁποίων εἶναι αἱ πνευματικαί καί ἀξιολογικαί ἀνατροπαί τῆς ἐποχῆς μας καί ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν, καί ἀποτέλεσμα μία συρρικνωτική θεώρησις τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀγνόησιν τῆς πνευματικῆς του φύσεως, νά προβάλλουν τήν Πατερικήν ἀνθρωπολογίαν. «Οὐδέν ὡς ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καί φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός» (Ν. Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ’, PG 150, 649). Διά τοῦ τονισμοῦ τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἡ θεολογία συμβάλλει εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν προάσπισιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν θεμελίωσιν ἑνός πολιτισμοῦ δικαιοσύνης καί ἀλληλεγγύης, ἀλλά καί εἰς τήν ὀρθήν κατανόησιν τῆς ἐννοίας τῆς προόδου, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιανόητος ἄνευ τῆς ἀναγνω-ρίσεως καί τοῦ ἐμπράκτου σεβασμοῦ τῆς ἀπολύτου ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου».
Αμέσως μετά ο χορός ψαλτών «Οι Μαΐστορες της Ψαλτικής Τέχνης», υπό τη χοραρχία του Κοσμήτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α. καθηγητή Αχιλλέα Γ. Χαλδαιάκη, έψαλε τον Πολυχρονισμό του Πατριάρχη.