Την θεολογία και τον διάλογο της ζωής, χαρακτήρισε ως τα βασικά βήματα για την ενότητα ο Οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος σε συνέντευξή του σε τρεις χριστιανικές εφημερίδες, στην ιταλική εφημερίδα Avennire, και σε δύο εφημερίδες για τους προτεστάντες, την ολλανδική Nederlands Dagblad και την Δανέζικη Kristeligt Dagblad.
Μιλά ακόμη για τον οικουμενισμό, την αντιπαράθεση μεταξύ θρησκειών, την ενδο-Ορθόδοξη αντιπαράθεση και άλλα
“Ποτέ δεν ήμουν υπέρμαχος της εσωστρεφούς ορθοδοξίας” ανέφερε από την αρχή της συνέντευξης ο κ. Βαρθολομαίος.
Ερωτώμενος για τις συμβολικές επετείους, την 500η επέτειο της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης (2017) και της 1.700ης επετείου της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (2025), ο Πατριάρχης ανέφερε : “Με τη συνεργασία των προτεσταντικών ομολογιών, το Οικουμενικό Συμβούλιο Εκκλησιών δημιουργήθηκε το 1948. Αυτό έφερε τους Χριστιανούς πιο κοντά. Τώρα γνωρίζουν ο ένας τον άλλον καλά, αναλαμβάνουν κοινές δράσεις φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης, παράγουν και εγκρίνουν σημαντικά θεολογικά κείμενα, υποστηρίζουν τους Χριστιανούς που βρίσκονται σε δυσκολία και όχι μόνο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν περιορίζεται στη συμμετοχή σε οικουμενικές εκδηλώσεις, αλλά είναι ιδρυτικό μέλος και κεντρικός συντελεστής του WCC. Για την 500ή επέτειο της έναρξης της Λουθηρανικής Μεταρρύθμισης (1517-2017), το Οικουμενικό Πατριαρχείο συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες (...) Ο καλύτερος τρόπος για να γιορτάσουμε αυτήν την επέτειο είναι να συνεχίσουμε τον θεολογικό διάλογο και τον διάλογο της ζωής με σοβαρότητα και ειλικρίνεια”
Τα τρία επίπεδα του οικουμενικού διαλόγου
Κατά τη γνώμητου κ. Βαρθολομαίου, ο οικουμενικός διάλογος πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τρία επίπεδα: πρώτον στο επίπεδο των προσωπικών αδελφικών επαφών, κοινών πρωτοβουλιών και συνεργασίας των αρχηγών των χριστιανικών εκκλησιών. Δεύτερον, στο πολύ απαιτητικό πλαίσιο των θεολογικών διαλόγων, στους οποίους δόθηκε ιδιαίτερη σημασία κατά την εποχή μας, και όπου έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος. Το τρίτο επίπεδο είναι ο «διάλογος της ζωής», η επικοινωνία, η συνύπαρξη, η αλληλεγγύη των Χριστιανών στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου το «διαφορετικό» δεν είναι πλέον ζήτημα «απόστασης», αλλά της εγγύτητας και της καθημερινής εγγύτητας.
Για τις στενές σχέσεις του με τον Πάπα Φραγκίσκο είπε μεταξύ άλλων: “Έχουμε πολλά κοινά ενδιαφέροντα, ευαισθησίες και κοινές προθέσεις σε κοινωνικά ζητήματα, όπως η προστασία των συνανθρώπων μας που έχουν ανάγκη, οι φτωχοί, οι πρόσφυγες, η προώθηση της ειρήνης και της συμφιλίωσης, ο διαθρησκευτικός διάλογος, η προστασία της δημιουργίας. Φυσικά, το ζήτημα της πορείας προς την ενότητα και την πρόοδο του θεολογικού διαλόγου παραμένει κεντρικής σημασίας στις σχέσεις μας. (...) Η κοινή βούληση να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να επιταχυνθεί η πορεία προς την επιθυμητή ενότητα, οι προσωπικές συναντήσεις, οι κοινές δηλώσεις, είναι πολύτιμες συμβολές στην ευρύτερη ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των Εκκλησιών μας”
Για την επέτειο της Συνόδου της Νίκαιας τόνισε πως μπορεί να χρησιμεύσει ως ευκαιρία για τις χριστιανικές Εκκλησίες “να προβληματιστούν για την πορεία τους, για τα λάθη του παρελθόντος, καθώς και του παρόντος, και να αναλάβουν περισσότερα καθορισμένη οικουμενική πορεία, αξιοποιώντας τα μαθήματα για πάνω από έναν αιώνα σύγχρονης οικουμενικής εμπειρίας. Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας είναι ένα σύμβολο, ένας σταθμός, ένα σημείο καμπής στην ιστορία του Χριστιανισμού, επειδή εξέδωσε 20 κανόνες. Η Νίκαια λοιπόν προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για την εκτίμηση της κοινής μας κανονικής κληρονομιάς της πρώτης χιλιετίας και για την εξέταση της σημασίας του κανόνα, του νόμου ως μέσου για την προώθηση του οικουμενικού διαλόγου”
Στην συνέχεια έκανε λόγο για τον «νομικό οικουμενισμό» που όπως είπε ήταν η παραμελημένη πτυχή του θεολογικού μας διαλόγου. “Η επερχόμενη επέτειος είναι μια έκκληση προς όλους τους Χριστιανούς να θεωρήσουν ότι αυτό που μας ενώνει είναι μεγαλύτερο από αυτό που μας κρατά σε μια απλή συνήθεια διαχωρισμού. Η χριστιανική ενότητα και μια κοινή προσέγγιση στα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα δεν είναι μόνο ένα τρέχον αίτημα, αλλά και μια εντολή του Ιδρυτή της Εκκλησίας. Οι μεγάλες επετείους μας θυμίζουν αυτήν την αλήθεια” υπογράμμμισε.
Το ουκρανικό ζήτημα
Από την αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της νέας Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, έχουν προκύψει εντάσεις μεταξύ του Πατριαρχείου Μόσχας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε η συζήτηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη περιεστράφη και εκεί. Ο κ. Βαρθολομαίος ερωτήθηκε για τον διχασμό πυο έχει προκύψει στην Παγκόσμια Ορθοδοξία.
“Δεν υπάρχει σχίσμα στην Ορθοδοξία. Το είπα και το επαναλαμβάνω τώρα. Υπάρχει μια διαφορετική άποψη από την πλευρά της Εκκλησίας της Ρωσίας σχετικά με το ουκρανικό ζήτημα, η οποία εκδηλώθηκε με την διακοπή της κοινωνίας με τη μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια με τις άλλες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που ήταν εναρμονισμένες με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας. Κατά την εκτίμησή μας, αυτή ήταν μια λανθασμένη ενέργεια από την αδελφή εκκλησία της Ρωσίας. Επομένως, επιμένω, δεν υπάρχει σχίσμα στην ορθοδοξία. Δυστυχώς, ωστόσο, η θεωρία του «σχίσματος» προέρχεται από ορισμένους εκπροσώπους της Ρωσικής Εκκλησίας. Επιδοκιμάζουν την ανησυχία σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσουν τη στάση αυτής της Εκκλησίας να διακόψει την Ευχαριστία Κοινωνία με οποιαδήποτε Αυτοκέφαλη Εκκλησία και με οποιονδήποτε προκαθήμενο ή ιεράρχη δεν συμφωνεί με αυτήν. Ποιος, λοιπόν, δημιουργεί μια τέτοια ατμόσφαιρα; Για ποιον σκοπό; Η Ορθοδοξία, παρά τα περιστασιακά προβλήματα που προκύπτουν μεταξύ των τοπικών αυτοκεφαλών εκκλησιών της, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις σε διοικητικά ζητήματα, παραμένει ενωμένη, επειδή δεν υπάρχουν δογματικές διαφορές. Σε τελική ανάλυση, η ενότητά μας βασίζεται στην ενοποιημένη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία είναι μια έκφραση της κοινής πατερικής και συνοδικής παράδοσης, που ζούσε δυναμικά στην Ευχαριστία” είπε αναλυτικά κα κατόπιν επανέλαβε όπως και άλλες φορές πως η χορήγηση Τόμου Αυτοκεφαλίας ήταν η ανταπόκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο αίτημα του ουκρανικού ορθόδοξου λαού, κάτι που ήταν δικαιωμά του. “Η εκχώρηση αυτοκεφαλικού καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας από το Οικουμενικό πατριαρχείο ήταν, όχι μόνο εκκλησιολογικά και κανονικά σωστή, αλλά και η μόνη ρεαλιστική λύση στο πρόβλημα. Και, φυσικά, δεν ήταν, όπως διατείνοτναι ορισμένοι, για να εξυπηρετήσουμε την πολιτική σκοπιμότητα ή ακόμη και τα γεωπολιτικά συμφέροντα. Ήταν μια πράξη ευθύνης της Μητέρας Εκκλησίας έναντι εκατομμυρίων από τους Ορθόδοξους αδελφούς μας” ανέφερε.
Καταδίκασε για ακόμη μια φορά τον εθνοφυλετισμό ως σοβαρή πληγή στο σώμα της Εκκλησίας, ως αίρεση. “Η είσοδος του εθνικισμού στην Εκκλησία οδηγεί στην αποχώρηση από την καθολικότητα της Εκκλησίας και καταργεί την αρχή της συνοδικότητας. Είναι μια πραγματική «αντιστροφή αξιών». Εδώ η Εκκλησία κρίνεται για τις υπηρεσίες της προς το έθνος και το κράτος. Είναι αδιανόητο το έθνος να κηρύσσεται καθοριστικός παράγοντας στην εκκλησιαστική ζωή, η Εκκλησία να προβαίνει σε εθνοκεντρικό λόγο, συμμάχη με εθνικιστικά πολιτικά κινήματα, να θυσιάζει την κανονική τάξη στο όνομα του έθνους, να αρνείται τη δική της εσχατολογική αναφορά και να ταυτίζεται με το ιστορικό πλαίσιο όλων των εποχών” είπε. .
Συμπλήρωσε πως “η αληθινή Ορθόδοξη πίστη είναι αδύνατο να είναι πηγή εθνικισμού”.
Συμπροσευχές
Σε άλλο σημείο σοχλίσε τις περιπτώσεις που ορισμένοι πιστοί εξακολουθούν να αρνούνται να προσευχηθούν με Χριστιανούς άλλων ομολογιών. “Στον ορθόδοξο κόσμο σήμερα υπάρχουν διάφορες ομάδες που εκφράζουν ένα ακραίο αντι-οικουμενικό πνεύμα και χαρακτηρίζουν τον οικουμενισμό ως «παν-αίρεση». Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη το 2016 καταδίκασε όλους εκείνους που «με το πρόσχημα να διατηρήσουν ή πιθανώς να υπερασπιστούν την πραγματική Ορθοδοξία» σπάζουν την ενότητα της Εκκλησίας”
Επανέλαβε πως “δεν υπάρχει άλλος τρόπος να προχωρήσουμε προς την ενότητα παρά μέσω ειλικρινούς διαλόγου”
Γάμοι ομοφυλοφίλων-χειροτονία γυναικών
Σχετικά με την εισαγωγή από κάποιες χριστιανικές ομολογίες του γάμου ομοφυλοφίλων και της χειροτονίας των γυναικών ο κ. Βαρθολομαίος εξέφραε την ανησυχία του για αυτά τα ζητήματα, τα οποία χαρακτήρισε ως “το αποτέλεσμα των σύγχρονων κοινωνικών εξελίξεων και μιας υπερτροφικής αντίληψη των ατομικών δικαιωμάτων”.
Πάπας και συνοδικότητα
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ρωτήθηκε ακόμη σχετικά με την προτροπή του Πάπα Φραγκίσκου στο μήνυμά του «Evangelii gaudium», όπου έδειξε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ως πρότυπο συνοδικότητας.
Περί συνοδικότητας και “πρωτείου” ο κ. Βαρθολομαίος απάντησε:
“Η σύγχρονη συζήτηση για τη συνολική δομή της Εκκλησίας, την κατανόηση και την εφαρμογή στην πράξη της αρχής της συνοδικότητας, είναι ένα σημαντικό θεολογικό επίτευγμα. Κεντρική πτυχή της συνοδικότητας είναι η ουσιαστική σύνδεσή της με την εκκλησιολογία. Όχι μόνο υπάρχουν εξαιρετικές εκκλησιολογικές μελέτες για την κατανόηση του ρόλου των πρωτοτύπων στην Εκκλησία σε αυτή τη βάση, αλλά και η Κοινή Διεθνής Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει εργαστεί εκτενώς στο ζήτημα του “πρωτείου” και της «συνοδικότητας». Το ερώτημα που τέθηκε, εάν η Νέα Ρώμη θα χρειαζόταν μια «πιο αποτελεσματική» υπεροχή, δεν αντιμετωπίζει σωστά την ερώτηση. Ο ρόλος του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ορίζεται από κανόνες, και μέχρι στιγμής ασκείται, πάντα στο πλαίσιο αυτών των κανόνων, αποτελεσματικά. Διαφωνίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα ή τη μη εφαρμογή προκύπτουν από εσφαλμένη ερμηνεία των κανόνων, συνήθως υπέρ εκείνων που το κάνουν. Όσοι αμφισβητούν το ρόλο του Οικουμενικού πατριαρχείου στην Ορθοδοξία εισάγουν μια νέα ασταθή εκκλησιολογία. Όπως έχουμε δηλώσει πολλές φορές, ο οικουμενικός πατριάρχης δεν μπορεί να έχει «παπικούς ισχυρισμούς», γιατί δεν χρειαζόμαστε έναν «Πάπα» για τη λειτουργία της συνοδικότητας. Η Συνοδικότητα συνδέεται άρρηκτα όχι με τον παπισμό, αλλά με την πρωτοκαθεδρία, γιατί δεν υπάρχει Σύνοδος χωρίς επικεφαλής”
Για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί εξέφρασε την λύπη του και πρόσθεσε πως “η απόφαση μετατροπής αυτού του μνημείου σε τζαμί έχει στείλει λάθος μήνυμα στον κόσμο σχετικά με τη σημασία και τη δυνατότητα ειρήνης και συνεργασίας μεταξύ των θρησκειών και σχετικά με την αξία του διαθρησκευτικού διαλόγου. Αντί να θεωρείται ως σύμβολο της κατάκτησης της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους, η Αγία Σοφία θα μπορούσε να προβληθεί, πιο αυθεντικά, ως σύμβολο της ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών παραδόσεων, αλληλεγγύης και διαλόγου. Το ίδιο ισχύει και για τη μετατροπή της Μονής Χώρας (Kariye) σε τζαμί”
Τέλος σχολίασε την δίωξη των Χριστιανών σε πολλές περιοχές της Μέσης Ανατολής, αναφέροντας πως “το ζήτημα της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και της βίας στο όνομα του Θεού και της θρησκείας πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής σε διαθρησκευτικούς διαλόγους”, ενώ σε ερώτηση για την αξιοπιστία των θρησκειών σήμερα τόνισε πως “σήμερα η αξιοπιστία των θρησκειών κρίνεται ευρέως από τη συμβολή τους στον αγώνα για ειρήνη. Δεν είναι αποδεκτό οι θρησκείες, οι δυνάμεις της ειρήνης και της συμφιλίωσης, να είναι φανατικές και διχαστικές. Για να επιτευχθεί η ειρήνη, δεν αρκεί ούτε η πρόοδος της επιστήμης, ούτε η οικονομική ανάπτυξη, ούτε η επικοινωνία μέσω του Διαδικτύου. Εμείς οι Χριστιανοί, έχουμε το υπέρτατο καθήκον να δείξουμε την αδιαχώριστη ενότητα της αγάπης για τον Θεό και της αγάπης για τον γείτονα” .