Ακρως τρομαχτικά είναι τα συμπεράσματα μελέτης που δημοσιεύθηκε στον αμερικανικό τύπο σύμφωνα με την οποία υπάρχει ισχυρή συσχέτιση» μεταξύ της λήψης επαναλαμβανόμενων δόσεων εμβολίου εποχικής γρίπης και των αποβολών στις εγκύους γυναίκες!
Οι επιστήμονες δήλωσαν ότι η μελέτη έδωσε ένα "απροσδόκητο μήνυμα" που απαιτεί όμως βαθύτερη διερεύνηση και υπογραμμίζει τις προκλήσεις της παρακολούθησης της ασφάλειας των ετήσιων εμβολίων.
https://youtu.be/HPgYIn9ybPM?t=4
«Δεν λέμε ότι αυτή είναι μια αιτιώδης σχέση», δήλωσε ο James Donahue, DVM, PhD, MPH, ανώτερος επιδημιολόγος στην κλινική Marshfield στο Wisconsin και κύριος επικεφαλής της μελέτης, ο οποίος τόνισε ότι τα δεδομένα δεν δείχνουν απαραίτητα ότι η γρίπη και το εμβόλιο της γρίπης προκαλούν αποβολές.
«Δεν υπάρχει βιολογική βάση για αυτό το φαινόμενο, έτσι η μελέτη αντιπροσωπεύει κάτι που δεν αναμενόταν».
Στη μελέτη που διεξήχθη σε δύο περιόδους επιδημιών γρίπης (2010 έως 2012), 485 γυναίκες που έκαναν "αυθόρμητες" αποβολές ή αμβλώσεις, είχαν ζωντανό ή θνησιγενή ιό της γρίπης πλήρους διάρκειας.
Οι έρευνες του καθηγητή Donahue και των συνάδελφων του φέρεται ότι διαπίστωσαν ότι οι αυθόρμητες αμβλώσεις ήταν πιθανότερο να συμβούν, εάν μια γυναίκα είχε κάνει το εμβόλιο της γρίπης κατά τις 28 ημέρες πριν από την αποβολή.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC).
Οι ίδιοι παρατήρησαν υψηλότερη συχνότητα μετά από επαναλαμβανόμενο εμβόλιο της γρίπης.
Οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν καμία συσχέτιση μεταξύ αποβολής και εμβολίου κατά της γρίπης στην περίπτωση που μια γυναίκα δεν είχε λάβει εμβόλιο το προηγούμενο έτος, αλλά σε γυναίκες που είχαν κάνει διαδοχικά εμβόλιο γρίπης που περιείχε τον ιό H1N1 του 2009.
Επίσης οι ερευνητές βρήκαν προσαρμοσμένο λόγο πιθανότητας (aOR) 7,7, ενώ οι γυναίκες που δεν εμβολιάστηκαν την προηγούμενη περίοδο είχαν AOR 1,3. Αυτός ο αυξημένος συνδυασμός παρατηρήθηκε και στις δύο εποχές που μελετήθηκαν.
Η συνολική τιμή AOR στο «παράθυρο» των 28 ημερών ήταν 2,0 ή διπλάσιο του κινδύνου, αλλά αυτά τα ευρήματα, σε αντίθεση με τον H1N1, δεν ήταν στατιστικά σημαντικά.
Δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση σε κανένα άλλο σημείο της έκθεσης.
«Σε μια προηγούμενη μελέτη που διεξήχθη σχετικά με το εμβόλιο της γρίπης και την αποβολή, δεν είχαμε κίνδυνο», δήλωσε ο Donahue, αναφερόμενος σε έρευνα που διεξήχθη από το 2005 έως το 2007.
Η μελέτη αυτή διεξήχθη αφού το κέντρο ελέγχου νοσημάτων CDC έκανε τη σύσταση το 2004, ότι όλες οι έγκυες γυναίκες οφείλουν να κάνουν το εμβόλιο για την εποχιακή γρίπη. Το κέντρο ζήτησε μελέτη παρακολούθησης μετά την πανδημία του 2009 H1N1.
«Τώρα ο ιός H1N1 είναι απλά ένας εποχιακός ιός, τα περισσότερα παιδιά και νεαροί ενήλικες έχουν εκτεθεί από μόλυνση ή εμβολιασμό», δήλωσε ο Donahue..
Με άλλα λόγια, ίσως να υπήρχε πραγματική επίδραση στις εποχές αμέσως μετά την πανδημία του 2009, αλλά η περαιτέρω μελέτη δεν θα δείξει αυτή τη σχέση.
Οι εμπειρογνώμονες τονίζουν πάντως ότι σε κάθε περίπτωση απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
Η Lone Simonsen, PhD, ερευνήτρια και καθηγήτρια της παγκόσμιας υγείας στο Πανεπιστήμιο George Washington, δήλωσε ότι το χρονοδιάγραμμα της δικής της μελέτης είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον.
Η ίδια έχει πραγματοποιήσει τη δική της έρευνα, δείχνοντας ότι το 1918, όταν ο κόσμος γνώρισε μια άλλη πανδημία του H1N1 που ήταν πιο σοβαρή από ό, τι το 2009, η μία στις δέκα γυναίκες τότε είχαν χάσει την ζωή τους.
«Σε αυτή την περίπτωση η λήψη του εμβολίου γρίπης μπορεί να είναι σαν να εισάγουμε έναν ιό που εξελικτικά ήταν αρκετά παρόμοιος με τον ιό του 1918», ανέφερε η ίδια στην ιστοσελίδα CIDRAP News.
Σε συνοδευτικό σχόλιο στο ίδιο περιοδικό, τρεις Αμερικανοί εμπειρογνώμονες που δεν συμμετείχαν στη μελέτη δήλωσαν ότι η αποβολή στις εγκύους είναι ένα από τα πιο δύσκολα γεννητικά αποτελέσματα για να μελετηθεί σε συνδυασμό με έρευνα παρατήρησης εμβολίου.
«Μεταξύ άλλων παραγόντων, το υψηλό ποσοστό [αυθόρμητων] αμβλώσεων που συμβαίνουν σε κλινικά μη αναγνωρισμένες εγκυμοσύνες, και η έλλειψη συνέπειας στην ακριβή πρόσβαση ερευνητών αυτών των συμβάντων σε ιατρικά αρχεία, καθιστούν δύσκολη τη διεξαγωγή της έρευνας αυτής» , γράφουν οι ίδιοι.
Η ουσία όμως είναι ότι, ξεκάθαρα αποτελέσματα από την έρευνα και οδηγίες στα εκατομμύρια των ανυποψίαστων πολιτών θα αργήσουν να δοθούν, και αυτό θα πρέπει να αλλάξει όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο.