Η ομάδα που ερευνήθηκε, κατά την περίοδο που επικρατούσε η μετάλλαξη Δέλτα, έλαβε το εμβόλιο της εταιρείας Moderna στην εγκριτική του μελέτη COVE και εμβολιάστηκε από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 και στην ομάδα των 11.431 ατόμων που αρχικά έλαβε placebo και εμβολιάστηκε μετά, από τον Δεκέμβριο 2020 μέχρι τον Απρίλιο του 2021. Τα αποτελέσματα δημοσιεύτηκαν στο διεθνές περιοδικό NEJM.
Οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης.
Μέχρι τις 30 Ιουνίου η επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 ήταν παρόμοια και στις δύο ομάδες (9,4 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωπόετη), αλλά στην τυχαιοποιημένη περίοδο έως το Δεκέμβριο του 2020 η επίπτωση ήταν σημαντικά μικρότερη στην ομάδα που έλαβε το εμβόλιο σε σχέση με την ομάδα του placebo (11,8 περιπτώσεις έναντι 148,8 ανά 1000 ανθρωποέτη).
Στην περίοδο της ανάλυσης Ιούλιος – Αύγουστος 2021 περιγράφηκαν 162 περιπτώσεις λοίμωξης στην ομάδα που εμβολιάστηκε πρώτη, στο 97% των οποίων ανιχνεύθηκε η μετάλλαξη Δέλτα και 88 στην ομάδα που εμβολιάστηκε μετά την έγκριση του φαρμάκου, 99% των οποίων αφορά στο στέλεχος Δέλτα.
Η επίπτωση της νόσου ήταν χαμηλότερη στην ομάδα που εμβολιάστηκε δεύτερη (49 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), σε σχέση με την πρώτη ομάδα (77,1 περιπτώσεις ανά 1000 ανθρωποέτη), με μία σχετική διαφορά 36,4% στους ρυθμούς επίπτωσης. Η διαφορά αυτή παρατηρήθηκε ακόμα και όταν τα δεδομένα προσαρμόστηκαν με βάση την ηλικία, την εργασία και τους παράγοντες κινδύνου για σοβαρότερη νόσο.
Περιγράφηκαν 13 περιπτώσεις πιο σοβαρής νόσου COVID-19 στην πρώτη ομάδα και 3 νοσηλείες και 6 στη δεύτερη χωρίς νοσηλεία, με διαφορά 46%. Συμπερασματικά, η επίπτωση της νόσου ήταν μικρότερη σε όσους εμβολιάστηκαν πιο πρόσφατα την περίοδο που η μετάλλαξη δέλτα κυριαρχούσε.
Τα αποτελέσματα αυτά επηρεάστηκαν και από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ασθενών που νόσησε ήταν νεότεροι, οπότε έχουν και διαφορετική συμπεριφορά στη τήρηση μέτρων πρόληψης. Τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν μία πιθανή μείωση της ανοσίας με το χρόνο και συνηγορούν υπέρ της πιθανής ανάγκης ενισχυτικών δόσεων με την πάροδο του χρόνου.