Πιο αναλυτικά, η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο Environmental Health Perspectives, εντοπίζει ένα νέο μηχανισμό μέσω του οποίου οιστρογόνα και ξενοοιστογονόνα (χημικές ουσίες του περιβάλλοντος που λειτουργούν σαν οιστρογόνα) συμβάλλουν στην ανάπτυξη του καρκίνου του μαστού.
«Η νέα αυτή έρευνα προσφέρει περισσότερα ευαίσθητα εργαλεία για τον έλεγχο πιθανώς επιβλαβών επιδράσεων των περιβαλλοντικών χημικών, οι οποίες ενδεχομένως να παραγνωρίζονται από τις τρέχουσες μεθόδους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων της Αμερικής (FDA) συνήθως ελέγχει την τοξικότητα αυτών των χημικών σε κυτταρικές σειρές που δε φέρουν υποδοχείς οιστρογόνων», εξηγεί ο Δρ. Joseph Jerry, καθηγητής Κτηνιατρικής και Επιστημών των ζώων στο Πανεπιστήμιο Amherst της Μασαχουσέτης που ηγήθηκε της μελέτης.
Οι δύο ενώσεις, που εξετάστηκαν σε εργαστηριακά ανεπτυγμένα κύτταρα και σε μαστικούς αδένες ποντικιών, ήταν η οξυβενζόνη (BP-3) που χρησιμοποιείται στα αντιηλιακά και το propylparaben (PP), ένα αντιμικροβιακό συντηρητικό που βρίσκεται σε καλλυντικά και άλλα είδη προσωπικής φροντίδας.
Ο ειδικοί υπογραμμίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζουν πως δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε αντιηλιακά, αλλά ότι υπάρχει μια υποομάδα ανθρώπων για την οποία η χρήση αυτή μπορεί να ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Ένα τέτοιο παράδειγμα, σύμφωνα με τον Δρ. Jerry, είναι οι γυναίκες με υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού ή εκείνες με ιστορικό καρκίνου του μαστού θετικού σε υποδοχείς οιστρογόνων.
Προηγούμενες έρευνες για τις επιπτώσεις των BP-3 και PP επικεντρώθηκαν στην έκθεση που είναι απαραίτητη για να ενεργοποιηθούν συγκεκριμένα γονίδια στα καρκινικά κύτταρα ή να επιταχυνθεί η ανάπτυξή τους, με τα αποτελέσματα να δείχνουν ότι οι επιπτώσεις αυτές απαιτούσαν συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ τα επίπεδα έκθεσης των περισσότερων γυναικών.
Η παρούσα εργασία, πάντως, δείχνει ότι η βλάβη του DNA των κυττάρων του μαστού με υποδοχείς οιστρογόνων συνέβη σε συγκεντρώσεις από 1/10 έως 1/30 από αυτές που απαιτούνται για την ενεργοποίηση του πολλαπλασιασμού ή της γονιδιακής έκφρασης, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχει ένας κίνδυνος σε χαμηλότερα επίπεδα από όσο γνωρίζαμε μέχρι σήμερα