Έγραψε τραγούδια τα οποία ερμήνευσαν σπουδαίοι ρεμπέτες και ρεμπέτισες της εποχής του Μεσοπολέμου. Συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη και τον Βαμαβακάρη, είχε παραβατική συμπεριφορά και δολοφόνησε έναν διαβόητο κακοποιό με τον οποίο είχαν προηγούμενα.
Ελάχιστες από αυτές τις αφηγήσεις μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή και έργα του Νίκου Μάθεση. Του θρυλικού βαρύμαγκα που έγινε γνωστός ως «Τρελάκιας» και με την ιδιάζουσα παραβατική συμπεριφορά του κατάφερε να επιβιώσει και να επιβληθεί στο πιο σκληρό μέρος της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Στο γκέτο της Δραπετσώνας όπου από τον καπνό και τις νότες που έβγαιναν μέσα από τους τεκέδες ξεπήδησε ο δικός του μύθος.
Κρίνοντάς τον με αποκλειστικά σημερινούς όρους, θα ήταν εύκολο να χαρακτηριστεί φονιάς, χασικλής και παράνομος.
Για τις συνοικίες του Πειραιά στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όμως, ο Νίκος ο Τρελάκιας ήταν (όλα αυτά μεν, αλλά κυρίως) ένας άνθρωπος που έπαιξε και κέρδισε με τους κανόνες που έβαζε η ίδια η ζωή. Αν δεν ήσουν στην κορυφή της «τροφικής» αλυσίδας, θα σε έτρωγαν. Κι εκείνος φρόντισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να παραμείνει εκεί. Έτρωγε για να μην τον φάει κανείς.
Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν οι φραμπαλάδες, οι καυγάδες, οι μαγκιές, τα μαχαιρώματα, τα φονικά, οι μπάτσοι. Και φυσικά η αποτύπωση αυτής της έκλυτης και πολυτάραχης ζωής στους στίχους του ρεμπέτικου. Με περισσότερα από 100 τραγούδια γραμμένα από το χέρι του και απροσδιόριστο αριθμό άλλων των οποίων την πατρότητα δεν διεκδίκησε ποτέ, θεωρείται και είναι ένας από τους δημιουργούς που είχε στο μυαλό της η UNESCO.
Ας ακούσουμε όμως πώς περιέγραφε ο ίδιος τον εαυτό του στο τραγούδι που φέρει το όνομά του…
Η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» αποτελούνταν από τους Βαμβακάρη, Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά. Κάτι σαν την «dream team» του ρεμπέτικου. Ο τελευταίος, ο Ανέστης Δελιάς ή Μαύρος Γάτος ή Αρτέμης (ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια, όπως τον αποκάλεσαν μετά το θάνατό του από ηρωίνη το ’44) ντύνει με τη φωνή του τους αυτοβιογραφικούς στίχους του «Τρελάκια». Του καλού παιδιού που κάνει καυγαδάκια. Που κυκλοφορεί με «κούφιο» -δηλαδή περίστροφο- και δίκοπη, που πάει να πει φαλτσέτα. Που τον ξέρουν οι γκόμενες κι οι νταβατζήδες. Και που για γούστο του τα έβαζε με όλους του νταήδες. Που ζούσε, δηλαδή, με βάση τους ιδιαίτερους κώδικες τους οποίους είχε δημιουργήσει η ίδια η ζωή των απόκληρων της ελληνικής κοινωνίας.
Από τα 15 χρόνια του στην ψαραγορά του Πειραιά, ο Νίκος Μάθεσης έπρεπε να διαλέξει την πορεία του. Ο πατέρας του τον έβγαλε από το σχολείο κι εκείνος αποφάσισε να κερδίσει τον σεβασμό με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Με τη μαγκιά. Και έγινε ο πρώτος μάγκας. Υπολογίσιμος, απρόβλεπτος μα και σεβαστικός. Με ένα σύστημα αξιών δύσκολο να το αντιληφθούμε εμείς, αλλά απολύτως κατανοητό στο δικό του κόσμο. Παράλληλα γίνεται ένας από τους κορυφαίους στιχουργούς του περιθωριακού ρεμπέτικου. Ενός μουσικού είδους που γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές, μιλούσε γι’ αυτές και για τις χαρές και τα πάθη των ανθρώπων της. Συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα εκείνης της εποχής. Με καλλιτέχνες των οποίων σήμερα οι δουλειές κοσμούν τις δισκοθήκες μελών κάθε κοινωνικής τάξης, αλλά τότε κυκλοφορούσαν με τη στάμπα του «ρεμπέτη», του «χασικλή», του «πρεζάκια».
Η ευαίσθητη και καλλιτεχνική πλευρά του
Εκτός από στίχους, ο Μάθεσης ζωγράφιζε. Σκάρωνε γελοιογραφίες. Έλεγε ανέκδοτα. Διηγούνταν ιστορίες. Του άρεσαν τα γράμματα. Είχε μια καλλιτεχνική φύση που οπουδήποτε αλλού θα έβρισκε άλλες παράλληλες… δραστηριότητες προκειμένου να εκδηλωθεί και όχι μέσα από τα νταηλίκια στους τεκέδες ή τις φασαρίες στα πέριξ του Πειραιά. «Ονειρευόμουν τον παράδεισο και βρέθηκα στην κόλαση. Σε μια Βαβυλωνία κακοποιών όπου τον πρώτο λόγο είχε το δίκοπο για ψύλλου πήδημα», έλεγε.
Τραγούδια του ερμήνευσε η Ρόζα Εσκενάζυ. Βοήθησε τον Βαμβακάρη (τον πράο και ήσυχο χασάπη, όπως τον έλεγε) να ηχογραφήσει τα πρώτα κομμάτια του. Αν και κάποτε του είχε καρφώσει δύο πιρούνια στον πισινό, πάνω σε καυγά! Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη την εποχή που το ρεμπέτικο άρχισε να βγαίνει από τα καταγώγια και το μπουζούκι να κερδίζει μια θέση στην «κοσμική» Αθήνα. Εκείνος, όμως, είχε μάθει αλλιώς… Γούσταρε τις ιδιότυπες λέσχες για τις οποίες διαβατήριο ήταν το βιογραφικό του.
Όλοι οι κουτσαβάκηδες τον υπολόγιζαν και λογάριαζαν διπλά και τριπλά πριν τα βάλουν μαζί του. Πολλές φορές πήγαινε εκείνος να τους βρει. Στην Τρούμπα, στα Καρβουνιάρικα, Στην Πειραϊκή, στα Γύφτικα. Εκεί όπου οι μάγκες περπατούσαν μ΄ένα τσιγαριλίκι στο στόμα κι αν τύχαινε να συναντήσουν αστυνομικό, όχι μόνο δεν το πέταγαν, αλλά επιδεικτικά έδειχναν και το μέρος που βάσταγαν το μαχαίρι τους. Οι Αρχές έπαιρναν ρεβάνς με τις εφόδους στα στέκια τους, μαζικές συλλήψεις και κυνηγητά. Φυσικά δεν συμπαθούσε τους αστυνόμους με την βασιλική κορώνα στο καπέλο, αλλά εκείνο που τον εξόργιζε περισσότερο στις εφόδους ήταν η έλλειψη σεβασμού την ώρα που ακουγόταν το ταξίμι. Το αυτοσχέδιο σόλο του ρεμπέτη. «Όταν παίζει ο μπουζουξής το ταξίμι του, κανείς δε μιλάει λες και γίνεται ιεροτελεστία σε ναό του Βούδα», όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματά του το 1969…
Η δολοφονία και η αλλόκοτη συμφωνία με το θύμα
Ένας ανοιχτός λογαριασμός μεταξύ του Τρελάκια και του Κώστα Στρίγκλα, οδήγησε σε φονικό το 1938. Ο ξακουστός κακοποιός και «μάγκας» της Φρεαττύδας θέλησε να εκδικηθεί τον Μάθεση και ένα απόγευμα τον αιφνιδίασε στην αγορά. Του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον τραυμάτισε στο λαιμό, την πλάτη και τον ώμο. Ο Τρελάκιας πρόλαβε και τράβηξε το περίστροφό του, τον πυροβόλησε τέσσερις φορές και τον σκότωσε.
«Οπλοφορούσα πάντα, είχα δύο πιστόλια γεμάτα, γιατί είπαμε, ότι πάντα, κάθε στιγμή, η ζωή σου κρεμόταν από μία τρίχα, υπήρχε φόβος να σε φάνε σε ένα λεπτό», δήλωσε πολλά χρόνια μετά το περιστατικό.
Όταν βγήκε από το νοσοκομείο κρίθηκε προφυλακιστέος μέχρι τη δίκη του. Λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι βρισκόταν σε άμυνα τη στιγμή της δολοφονίας.
Οι δύο άντρες οι οποίοι στο παρελθόν είχαν βρεθεί αντιμέτωποι αρκετές φορές είχαν κάνει μία συμφωνία με βέβηλο περιεχόμενο. Ο Τρελάκιας την «τήρησε». Όπως ο ίδιος την περιέγραψε αργότερα «τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δύο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα».
Ο Νίκος Μάθεσης πέθανε στις 27 Απριλίου 1975.