Η ιστορία του θρυλικού Έλληνα παλαιστή, Τζιμ Λόντος, θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από σενάριο ταινίας, όπως αυτές που θέλουν τον πρωταγωνιστή να ξεκινά από το τίποτα και να γίνεται επιτυχημένος και γνωστός παγκοσμίως.
Ο Τζιμ Λόντος, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Χρήστος Θεοφίλου, γεννήθηκε στο Κουτσοπόδι του Άργους στις 2 Ιανουαρίου 1896. Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 79 ετών, στις 19 Αυγούστου 1975. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες τους είδους της ελευθέρας πάλης που αργότερα έγινε γνωστό διεθνώς ως «κατς».
Ο Θεοφίλου ήταν ένας ακόμη νέος, φτωχός Έλληνας που αποφάσισε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα για μια καλύτερη ζωή. Και όχι απλά τα κατάφερε, αλλά έγινε και μια από τις πιο σημαντικές αθλητικές προσωπικότητες της εποχής του.
Ο Τζιμ Λόντος, ήταν ο νεότερος από τα δεκατρία παιδιά που είχαν αποκτήσει οι γονείς του, Θεόφιλος και Μαρία. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ταπεινός βοσκός. Ωστόσο, λίγο αργότερα, αποφάσισε να δοκιμάσει τη μοίρα του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως έκαναν εκατομμύρια άλλοι Ευρωπαίοι εκείνη την εποχή, μεταναστεύοντας στις ΗΠΑ.
Για να τα βγάλει πέρα, ο νεαρός τότε άνδρας, έκανε διάφορες δουλειές. Εργάστηκε στον τομέα της οικοδομής, καθώς επίσης και ως αχθοφόρος, καμαρώτος, και γυμνό μοντέλο για ζωγράφους και φωτογράφους, κάτι που ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή.
Ο πατέρας του ήταν ερασιτέχνης παλαιστής, αλλά παρ' όλα αυτά, ο Χρήστος δεν είχε ποτέ σκεφτεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο και ο ίδιος. Άρχισε να ασχολείται με την πάλη και να προπονείται, μόνο όταν ήρθε σε επαφή με επαγγελματίες αθλητές, καθώς έπιασε δουλειά ως «κάτσερ» σε ακροβατικό νούμερο σε τσίρκο.
Ο Θεοφίλου είχε τον πρώτο του αγώνα το 1912 όταν αποφάσισε να εμφανιστεί ως Χριστόφορος Θεόφιλος ("The Wrestling Plasterer" Christopher Theophelus), μια αγγλική μορφή του πραγματικού του ονόματος. Οι αγώνες του προσέλκυαν πολλούς οπαδούς και η φήμη του μεγάλωσε γρήγορα.Στη συνέχεια, και αφού κέρδισε κάποια δημοτικότητα, ο Θεοφίλου άλλαξε το όνομά του σε Τζιμ Λόντονς (Jim Londos).
«Τζιμ Λόντος: Η ελληνική παλαιστική ανεμοθύελλα και τυφών», έτσι τον αποκαλούσαν οι φίλαθλοι της Αμερικής. Προικισμένος εκ φύσεως με σημαντική δύναμη αλλά και άρτια τεχνικά καταρτισμένος είχε καταστεί το ίνδαλμα των φιλάθλων. Σπάνιας αντοχής, είχε δώσει μεγάλη σειρά αγώνων ασυνήθους αριθμού στην Αμερική, Ευρώπη, Αφρική (Αίγυπτο) και Αυστραλία. Συνδύαζε τη σωματική ρώμη με την τεχνική της πάλης. Έγινε ταχύτατα γνωστός για το λεγόμενο «αεροπλανικό κόλπο» (τεχνική), με το οποίο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, αλλά πολύ γεροδεμένος.
Ο Λόντος έγραψε ιστορία με τις εξαιρετικές του εμφανίσεις και τελικά έγινε γνωστός ως «Ο Χρυσός Έλληνας» λόγω των επιτευγμάτων του. Κέρδισε πολλαπλούς τίτλους και διαγωνίστηκε συνολικά, σε 32 διαφορετικές χώρες. Σημαντικότερη ήταν η ανάδειξή του σε Παγκόσμιο Πρωταθλητή βαρέων βαρών στις 18 Νοεμβρίου 1938 λαμβάνοντας την περίφημη χρυσή και αδαμαντοποίκιλτη ζώνη. Διατήρησε τον τίτλο του ως το 1946, που αποσύρθηκε από την ενεργό δράση.
Σκληρότεροι αντίπαλοί του, κατά τους αθλητικούς χρονογράφους της εποχής, ήταν ο «στραγγαλιστής Λιούις» και οι «Στέκερ» Μπράουνιγκ και Σίκατ. Το κοινό τον λάτρευε γιατί έβλεπε σε αυτόν έναν ήρωα, ο οποίος αν και συνήθως πιο μικρόσωμος από τους αντιπάλους του, κατάφερνε να νικάει με τη δύναμη του σώματος και του μυαλού του. Ηττήθηκε ελάχιστες φορές και έδωσε πάνω από 2.500 αγώνες.
Η λατρεία των Ελλήνων στον παλαιστή και οι αγώνες που έδωσε στην Ελλάδα
Η φήμη του Λόντος δεν εξαπλώθηκε μόνο στις ΗΠΑ. Έγινε επίσης πραγματικός εθνικός ήρωας στην πατρίδα του στην Ελλάδα, μετά την ταχεία εξέλική του ως επαγγελματίας παλαιστής.
Τα αποκόμματα εφημερίδων από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα δείχνουν ξεκάθαρα, ότι οι Έλληνες τον λάτρευαν. Οι αγώνες του στην Ελλάδα προσέλκυσαν δεκάδες χιλιάδες θεατές, καθιστώντας τον ζωντανό θρύλο της εποχής.
Το Νοέμβριο του 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα και οργάνωσε αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας τον αήττητο ως τότε Πολωνοαμερικανό πρωταθλητή Ευρώπης Καρλ Ζμπύσκο, τον οποίο νίκησε. Στις προπονήσεις του Λόντου μαζεύονταν χιλιάδες θεατές και στον αγώνα επικράτησε το αδιαχώρητο παρά τη βροχή. Ο αγώνας έγινε με μεγάλη επισημότητα. Τον αγώνα πάλης οργάνωσε η εφ. «Η Αθλητική» και επίτιμοι συνδιοργανωτές ήταν ο υπουργός Παιδείας, οι πρέσβεις των ΗΠΑ και της Πολωνίας, η Ολυμπιακή Επιτροπή, ο ΣΕΓΑΣ, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ.ά. Ο αγώνας αναβλήθηκε δύο φορές, την πρώτη επειδή ο Λόντος ασθένησε από δάγκειο πυρετό και τη δεύτερη λόγω κακοκαιρίας. Τελικά έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 1928 με διαιτητή τον παλιό Ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλο, ο οποίος υπήρξε και προπονητής του.
Το 1933 επανήλθε στην Ελλάδα και αγωνίσθηκε και πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κβαριάνι, σε έναν αγώνα που διοργάνωσε ο Πανιώνιος, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Σταδίου Ν. Σμύρνης. Ήταν τόσο μεγάλο το ενδιαφέρον του αγώνα, που οι κινηματογραφιστές, κατέγραψαν και τις προπονήσεις των δύο αντιπάλων. Ο Έλληνας παλαιστής νικά. Το κοινό παραληρεί. «Είναι ο Ηρακλής!» φωνάζουν οι θεατές. Εκείνος, συγκινημένος, καταφέρνει να ψιθυρίσει «ευχαριστώ»…
Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο μεγάλος καλλιτέχνης του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο:
«Πάρ' την αιμοβορία σου, και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι,
που σ' έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι.
Ήρθες απ' την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δε σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να είσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει,
μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ' εκείνοι.
Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, βρέθηκε παλληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά , του Άργους το καμάρι».
Το όνομά του έγινε θρύλος στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες του '50 και του '60 σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα άτομο δυνατό, τον αποκαλούσαν «Τσιμπλόντο», σε παραφθορά του ονόματός του, Τζιμ Λόντος. Αναφορά επίσης στο όνομά του κάνουν και κάποια ελληνικά λαϊκά τραγούδια της ίδιας εποχής.
Στις 25 Μαΐου του 1966, ο Τζιμ Λόντος συμμετείχε σε φιλικό γεύμα, σε αθηναϊκή ταβέρνα, με έναν άλλον Έλληνα που διακρίθηκε στις ΗΠΑ: τον Τομ Πάπας. Ο Τομ Πάπας, με φιλόδοξες επενδύσεις στον τομέα των πετρελαιοειδών, ήταν ο ισχυρότερος, αλλά ο θρυλικός παλαιστής, τον οποίο όλα τα παιδιά της μεταπολεμικής εποχής θαύμαζαν, ήταν ο δημοφιλέστερος.
Λίγα χρόνια πριν από την επίσημη συνταξιοδότησή του, ο παλαιστής – σούπερσταρ, παντρεύτηκε την Άρβα Ροκγουάιτ, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες: την Νταϊάνα, τη Δήμητρα και τη Χριστίνα.
Μετά τη συνταξιοδότησή του, ο Τζιμ Λόντος αφιέρωσε τη ζωή του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, κυρίως για την περίθαλψη και προστασία ορφανών Ελληνόπουλων, θυμάτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Λόγω της συνεχούς φιλανθρωπικής του δράσης, ο Έλληνας παλαιστής τιμήθηκε τόσο από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, όσο και από τον βασιλιά Παύλο της Ελλάδας.
Η οικογένεια του Λόντου έζησε στην Καλιφόρνια, όπου ο σπουδαίος αθλητής, άφησε την τελευταία του πνοή από καρδιακή προσβολή, το 1975.