Ιστορία

Η άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους - Πριόνισαν ζωντανό τον διοικητή και έσφαξαν τους κατοίκους

Oι κινηματογραφόφιλοι θα γνωρίζουν το νησάκι Λίντο στη Βενετία, καθώς εκεί κάθε χρόνο διεξάγεται το αρχαιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο, το Φεστιβάλ της Βενετίας.

Όπως αναφέρει το reader.gr, Λίγα μέτρα μακριά από το ιστορικό Palazzo del Cinema βρίσκονται δύο δρόμοι οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με την Ελλάδα και την παρουσία των Βενετών στη χώρα μας. Είναι η Via Negroponte που διασταυρώνεται με τη Via Paolo Erizzo. Ενδεχομένως αυτά τα δύο ονόματα σε πολλούς να μη λένε και πολλά, γι' αυτό και στη συνέχεια θα εξηγήσουμε.

Το Negroponte δεν είναι κάτι άλλο από την πόλη της Χαλκίδας. Η πρωτεύουσα της Εύβοιας, όπως και όλο το νησί, ήταν μία από τις ενετικές κτήσεις για σχεδόν δύο αιώνες, από την 4η Σταυροφορία ως και την τελική οθωμανική επικράτηση.

Το όνομα Νεγκροπόντε σημαίνει «μαύρη γέφυρα» και προήλθε από το χρώμα του ξύλου που είχε η γέφυρα που ένωνε ουσιαστικά τη νησιωτική με την ηπειρωτική πλευρά της πόλης.

Από την άλλη, ο Paolo Erizzo, είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι ο τελευταίος βάιλος των Βενετών στην πόλη. Ουσιαστικά ήταν ο κυβερνήτης της, μέχρι και την είσοδο των Τούρκων και τον μαρτυτικό του θάνατο. Τόσο του ίδιου όσο και του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της πόλης.

Η σημαντικότητα της Χαλκίδας για τους Ενετούς

Από το 1204 όταν η Εύβοια πέρασε στον έλεγχο των Ενετών, η Χαλκίδα αποτελούσε εμπορικό σταθμό, κομβικής σημασίας, για τους Βενετούς, καθώς αποτελούσε κόμβο αλλά και χώρο αποθήκευσης εμπορευμάτων. Τον 15ο αιώνα αποτελούσε το προπύργιο της Δημοκρατίας στο Αιγαίο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η κορυφαία ιταλική εγκυκλοπαίδεια, Treccani, μετά από την ήττα του ενετικού στόλου στην Πάτρα.

Όταν οι Οθωμανοί άρχισαν να καταλαμβάνουν τις ελληνικές πόλεις και ταυτόχρονα τον έλεγχο των λιμανιών, η διοίκηση της πόλης ανατέθηκε στον Πάολο Ερίτσο. Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, με αρκετά «σκοτεινά σημεία» στο παρελθόν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Ερίτσο ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης τον Νοέμβριο του 1468 και έμελλε να είναι και ο τελευταίος διοικητής. Αξίζει να σημειωθεί πως η κατοικία του, ένα ενετικό κτίσμα, σώζεται ακόμη στην πόλη, στην ευβοϊκή πλευρά κοντά στο εμπορικό λιμάνι, απέναντι ακριβώς από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

Η πολιορκία από τον Μωάμεθ τον Πορθητή

Οι Οθωμανοί μετρούσαν διαδοχικές νίκες κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου από το 1463 και έπειτα, έχοντας πάρει υπό τον έλεγχό τους σημαντικές πόλεις στην ελληνική επικράτεια. Τον Ιούνιο του 1470 άρχιζε η επιχείρηση κατάληψης της Χαλκίδας.

Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, ο τουρκικός στόλος απαρτιζόταν από 300 πλοία και η δύναμη σε άνδρες ανερχόταν σε 60.000 με 70.000. Ο αριθμός αυτός πολλαπλασιάστηκε όταν στην περιοχή έφτασε ένα ακόμη ισχυρό στράτευμα με επικεφαλής τον ίδιο τον Μωάμεθ τον Πορθητή.

Υπάρχουν δε αναφορές που λένε -δεδομένα με ισχυρή δόση υπερβολής- πως ο συνολικός αριθμός των στρατιωτών ήταν μεγαλύτερος από εκείνον που είχε διαθέσει στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Τα πλοία μπήκαν από τον Νότιο Ευβοϊκό και αγκυροβόλησαν έξω από τη Χαλκίδα στη σημερινή περιοχή Βούρκος, ενώ από ξηράς, το ιππικό λεηλατούσε τις περιοχές γύρω από την οχυρωμένη πόλη, σκοτώνοντας καθέναν πάνω από 25 ετών. Ο ίδιος ο Μωάμεθ φέρεται να στρατοπέδευσε στη βοιωτική πλευρά, στον λόφο του Καράμπαμπα.

Η ισχυρά οχυρωμένη πόλη και η πολιορκία

Η Χαλκίδα αποτελούσε μία πόλη καλά οχυρωμένη, καθώς περιστοιχιζόταν από τείχη (καταστράφηκαν μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα) ενώ τριγύρω τους υπήρχε τάφρος που δεν επέτρεψε την προσέγγισή τους. Για την είσοδο στην πόλη θα έπρεπε κάποιος να διασχίσει δύο γέφυρες -εκεί που σήμερα είναι η παλιά γέφυρα- ενώ υπήρχαν 100 πύργοι και εκατοντάδες πολεμίστρες.

Οι Ενετοί είχαν φροντίσει να έχουν την άμυνα της πόλης σε εξαίρετη κατάσταση ειδικά όσον αφορούσε το μέτωπο της θάλασσας. Οι Ενετοί για να την ενισχύσουν είχαν στείλει λίγο καιρό πριν τον διοικητή Αλβίζο Κάλβο που μοιραζόταν την διοίκηση των στρατιωτών με τον Τζιοβάνι Μποντουμιέρ.

Η πόλη πέρα από τους 2.500 κατοίκους είχε στο εσωτερικό της πρόσφυγες, αλλά και μικρές δυνάμεις που είχαν έρθει προς ενίσχυση της άμυνας. Ο Μωάμεθ Β' αρχικά ζήτησε την παράδοση με ευνοϊκούς όρους (και σε αντάλλαγμα να κρατήσουν τις περιουσίες τους αλώβητες ή εάν αυτό επιθυμούσαν να αποχωρήσουν από την πόλη σώοι και αβλαβείς), αλλά ο βάιλος του απάντησε υβριστικά ορίζοντας ουσιαστικά την έναρξη της μάχης.

Για πέντε ημέρες τα τουρκικά κανόνια σφυροκοπούσαν τα τείχη. Παράλληλα οι φρικαλεότητες κοντά σε αυτά είχαν στόχο να πλήξουν και το ηθικό των αμυνόμενων. 

Δύο Οθωμανικές επιθέσεις στις 25 και 30 Ιουνίου αντίστοιχα αποκρούστηκαν επιτυχώς από τους Ενετούς και οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν βαριές (θρυλείται πως ο στρατός του Μωάμεθ Β' χρειάστηκε 2 χρόνια ώστε να εκστρατεύσει ξανά και άλλα πέντε για να καλύψει τις απώλειες). Ακολούθησαν κι άλλες στις 5 και 8 Ιουλίου, όμως όλες απωθήθηκαν με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές.

Στο σημείο που βρίσκεται τώρα η Υψηλή Γέφυρα της πόλης, ο Μωάμεθ διέταξε να κατασκευαστεί μια γέφυρα πλωτή χρησιμοποιώντας τα πλοία τους. Παράλληλα γινόταν προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί η προσέγγιση των τειχών μέσω της τάφρου, ρίχνοντας δέντρα και κλαδιά, τα οποία όμως οι αμυνόμενοι έκαιγαν.

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αποκαλύφθηκε και προδοσία. Οι Δαλματοί μισθοφόροι υπό τον Τομάζο είχαν έρθει σε κρυφή συνεννόηση με τον σουλτάνο, με αποτέλεσμα ο ο βάιλος να διατάξει το κομμάτιασμα του προδότη!

Την ίδια στιγμή στην περιοχή έφτασε και ο στόλος του ντα Κανάλ με 71 πλοία ωστόσο παρουσίασε χαρακτηριστική αναβλητικότητα στις κινήσεις του, δημιουργώντας την εντύπωση πως και εκείνος είχε δωροδοκηθεί από τον Σουλτάνο.

Ακόμα και όταν ένα πλοίο κατάφερε να σπάσει τον κλοιό και να προσεγγίσει το λιμάνι, δεν είχε συμπαράσταση.

Έπειτα, όμως, από ημέρες πολιορκίας, οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν την τελευταία τους επίθεση και εισέβαλαν από το νότιο μέρος. Προχωρούσαν βήμα προς βήμα μέσα, καθώς οι δρόμοι ήταν φραγμένοι με δοκάρια και βαρέλια και οι γυναίκες πετούσαν ασβέστη και στάμνες στα κεφάλια των Τούρκων.

Ο Μποντουμιέρ και ο Κάλβο σκοτώθηκαν, ενώ ο βάιλος και γυναικόπαιδα κατέφυγαν στο κάστρο του Ευρίπου και σήκωσαν τη γέφυρα, με την ελπίδα να τους σώσει ο ντα Κανάλ, όμως εκείνος κρατούσε τα πλοία του αγκυροβολημένα. 

Η πτώση του Νεγρεπόντε και η σφαγή

Στις 12 Ιουλίου του 1470 μετά από 25 ημέρες πολιορκίας, οι Τούρκοι έχουν μπει στην πόλη - από δύο διαφορετικές πύλες της - και αυτό που θα ακολουθήσει δεν έχει προηγούμενο. Επιδίδονται σε σφαγές χιλιάδων Χριστιανών με τη θάλασσα να παίρνει χρώμα ροδαλό και να γεμίζει με άψυχα κορμιά.

Ο ίδιος ο Μωάμεθ διατάσσει να του φέρουν μπροστά του όλα τα αγόρια ηλικίας 10 χρονών τα οποία σφάζονται στο σύνολό τους.

Ο Μωάμεθ κατέλαβε τη Χαλκίδα έκαψε τη γέφυρα του Νεγρεπόντε, κατέσφαξε το πληθυσμό της όπου δεν έμεινε ούτε δείγμα Ενετού, έδωσε στους στρατιώτες του όλα τα ανήλικα αγοράκια και τις κοπελίτσες στα χαρέμια των αξιωματικών του. Όσοι Ενετοί επέζησαν της μάχης σφαγιάστηκαν στη συνέχεια, ενώ οι Έλληνες οδηγήθηκαν σαν σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Πάολο Ερίτσο με την οικογένειά του καταφεύγουν στον πύργο που βρισκόταν στο μέσον του στενού του Ευρίπου. Εκεί αποκόπτουν τις γέφυρες και οχυρώνονται. Ο Σουλτάνος τους ζητά και τους πείθει να παραδοθούν με αντάλλαγμα τη ζωή τους και υπόσχεται χαρακτηριστικά στον Ενετό βάιλο «ότι θα κρατούσε το κεφάλι του στους ώμους του».

Η εξέλιξη όμως ήταν τελείως διαφορετική. Η κόρη του βαΐλου, Άννα, βασανίζεται σκληρά και αποκεφαλίζεται μπρος στα τρομαγμένα μάτια του από τον ίδιο τον Μωάμεθ, καθώς εκείνη αρνούνταν να υποκύψει στις ερωτικές ορέξεις του κατακτητή.

Ακολουθεί ο ίδιος ο Πάολο Ερίτζο. Τον δένουν πάνω σε μία ξύλινη πόρτα και τον πριονίζουν ζωντανό. Υπάρχει μάλιστα ο θρύλος πως ο Μωάμεθ ανέκραζε πως κράτησε τον λόγο του. Το κεφάλι του Βενετού δικαστικού, είχε μείνει στους ώμους του. Ο ίδιος όμως ήταν νεκρός με τον πιο φρικτό τρόπο. 

Στο βιβλίο του Ιστορικού Επαμεινώδα Βρανόπουλου, «Η ιστορία της Εύβοιας», η άλωση και η σφαγή περιγράφεται ως εξής: «Ο όλεθρος της πόλης συνεχίστηκε πολύ, γιατί ο Μωάμεθ ήθελε να πληρώσουν ακριβά οι πολιορκούμενοι τις ύβρεις τους από τα τείχη. Στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου, μπροστά στην οικία του Λατίνου Πατριάρχη, που η έδρα του είχε μεταφερθεί, από την Κωνσταντινούπολη στη Χαλκίδα, οι σωροί των στοιβαζόμενων κεφαλών των σφαγμένων, συνεχώς υψώνονταν, ενώ τα νερά του Ευρίπου είχαν κοκκινίσει από το αίμα των ακέφαλων σωμάτων, που ρίχνονταν σε αυτόν.

Λεγόταν πως κάθε άνδρας αλλά και παιδί άνω των 8 ετών κοβόταν σε κομμάτια. Όσοι κατέφυγαν στον πύργο του Ευρίπου, σφάχτηκαν και αυτοί με τη σειρά τους, παρά τη συμφωνία πως θα σώζονταν αν παραδίδονταν, Ιδιαίτερα τραγικό ήταν το τέλος του Πάολο Ερίτζο, που διχοτομήθηκε με πριονισμό”.

Ο Νικολό ντα Κανάλ μετά την επιστροφή του στην Βενετία δικάστηκε ως στασιαστής για την επιλογή του να αποχωρήσει από την Χαλκίδα αφήνοντας αβοήθητο στη μανία των Οθωμανών το ενετικό Νεγρεπόντε. Του αφαιρέθηκε ο βαθμός και εξορίστηκε στο Πορτογκρουάρο της Ιταλίας.

Ο μαρτυρικός του θάνατος έχει αποτυπωθεί σε πολλά καλλιτεχνικά έργα και δεκάδες πίνακες ζωγραφικής έχουν αντλήσει έμπνευση από εκεί.

Από εκείνη την ημέρα μέχρι και την απελευθέρωση του νησιού το 1832, οι Τούρκοι παρέμεναν κατακτητές του νησιού. 362 μαρτυρικά χρόνια για την ένδοξη πόλη και το νησί.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ