Για πολλούς ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ήταν ο στρατηγός της πρώτης ήττας των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν ο αξιωματικός που μέσα στην ένταση της μάχης κατάφερε να εντοπίσει ένα μοιραίο λάθος που έκανε ο εχθρός. Και το εκμεταλλεύτηκε στον απόλυτο βαθμό.
Όσο, όμως, γεμάτη τιμές και δόξα ήταν η πορεία του στα πεδία των μαχών, τόσο άδοξο και αταίριαστο ήταν το τέλος του που ήρθε με τρόπο μαρτυρικό μια ημέρα σαν σήμερα.
Μια ζωή μέσα σε πολέμους και μάχες
Όπως αναφέρει το reader.gr, Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης γεννήθηκε το 1897 στη Λακωνία και συγκεκριμένα στα Κεχριανικά έναν τυπικό οικισμό κοντά στον Γερολιμένα. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά, πέρα από το ότι ήταν γιος δασκάλου. Για τον Δαβάκη ήταν σα να γεννήθηκε στη... Σχολή Ευελπίδων απ' όπου εξήλθε το 1916 με τον βαθμό του υπολοχαγού.
Ο Δαβάκης αγαπούσε πολύ τον στρατό και τη στολή του αξιωματικού. Μετά την Ευελπίδων «έβγαλε» τις σχολές πολέμου τόσο της Αθήνας όσο και του Παρισιού (γαλλική σχολή Αρμάτων).
Σε ό,τι αφορά τις εμπόλεμες περιοχές, πήρε το βάπτισμα του πυρός στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όπου μάλιστα διακρίθηκε και τιμήθηκε για τον ηρωισμό που έδειξε στις μάχες που συμμετείχε. Ο Κωνσταντίνος Δαβάκης ξεχώρισε για την παλικαριά του στο μακεδονικό μέτωπο όπου, όμως, η υγεία του «χτυπήθηκε» άσχημα από την επίδραση που είχαν στον οργανισμό του τα ασφυξιογόνα αέρια μετά από μια επίθεση των Βουλγάρων.
Το 1918 προβιβάστηκε στον βαθμό του λοχαγού επ' ανδραγαθία και στη συνέχεια με δική του αίτηση στάλθηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία όπου για ακόμα μια φορά έδειξε το «μέταλλο» από το οποίο ήταν φτιαγμένος. Ο Δαβάκης ξεχώρισε και εκεί για τον ηρωισμό του και τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας για τη γενναιότητα που επέδειξε στη μάχη των υψωμάτων του Αλμπανός.
Την περίοδο 1922 - 1937, ο Κωνσταντίνος Δαβάκης υπηρέτησε ως επιτελάρχης της 2ης Μεραρχίας και του 1ου Σώματος Στρατού. Φοίτησε και δίδαξε σε στρατιωτικές σχολές και συνέγραψε διατριβές για τη στρατιωτική ιστορία και την τακτική των τεθωρακισμένων. Το 1931 προήχθει στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1937 αποστρατεύθηκε για λόγους υγείας και τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα. Το τελευταίο χρονικό διάστημα η υγεία του είχε επιδεινωθεί και ο ίδιος, αν και δεν το ήθελε καθόλου, ήταν αναγκασμένος ανά τακτά χρονικά διαστήματα να παίρνει μεγάλες αναρρωτικές άδειες προκειμένου να δίνει στον οργανισμό του τη δυνατότητα να επανέλθει.
Όταν, όμως, τα τύμπανα του πολέμου άρχισαν να ηχούν ξανά και ήταν θέμα χρόνου η Ελλάδα να μπει στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κρίθηκε πως ο Κωνσταντίνος Δαβάκης θα ήταν υπερπολύτιμος στα πολεμικά μέτωπα. Έτσι, ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία τον Αύγουστο του 1940 και τοποθετήθηκε διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, που αποτελείτο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού και διάφορες μικρομονάδες.
Όταν οι Ιταλοί επιτέθηκαν στην Ελλάδα το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, η «αιχμή του δόρατός τους» ήταν η επίλεκτη Γ' Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» που αριθμούσε 10000 άνδρες και η οποία ήταν ειδικά εκπαιδευμένη για μάχες σε ορεινές και δύσβατες περιοχές.
Απέναντι σε αυτή την επίλεκτη πολεμική μηχανή ο Δαβάκης παρέταξε περίπου 2000 άνδρες ελαφρά εξοπλισμένους. Είναι ενδεικτικό πως ο Δαβάκης κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη Μεραρχία «Τζούλια» έχοντας στη διάθεσή του όλμους με βλήματα που δε διέθεταν προωθητικά φυσίγγια!
Κατά τη διάρκεια των πρώτων εξαιρετικά σκληρών μαχών ο Δαβάκης παρατήρησε με έκπληξη πως ο υπερόπτης Ιταλός μέραρχος «μεθυσμένος» από τις νίκες συνέχιζε την προέλαση του χωρίς να καλύπτει τα νότα του. Ο ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας ήταν αυτός που με τους άνδρες του στάλθηκε να ενισχύσει τις δυνάμεις του Δαβάκη. Στη διαδρομή ο Καραβίας έπεσε σε έναν γκρεμό με το άλογό του και έσπασε το χέρι του. Αν και τραυματισμένος έφτασε στο όρος Τσούκα που βρισκόταν ο Δαβάκης με τους άνδρες του.
Όλοι μαζί, βασισμένοι στην παρατήρηση που είχε κάνει ο Δαβάκης, προετοίμασαν την ελληνική αντεπίθεση η οποία, τελικά, ξεκίνησε την 1η Νοεμβρίου 1940. Εκεί σκοτώθηκε και ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός, ο υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος.
Οι μάχες ήταν συνεχείς και σκληρές. Το απόσπασμα της Πίνδου κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι, το χωριό Φούρκα και το ιππικό πήρε πίσω τη Σαμαρίνα. Την επόμενη ημέρα ο Κωνσταντίνος Δαβάκης τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και τέθηκε εκτός μάχης. Όταν ένας αξιωματικός τον πλησίασε για να δει αν είναι καλά, ο Δαβάκης μάζεψε όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και του φώναξε: «Άσε με εμένα, πες με πεθαμένο! Και κοίτα να μη σου πάρουν τις θέσεις! Τράβα!».
Στη συνέχεια τον μετέφεραν αναίσθητο με το φορείο στο Επταχώρι. Παρ' όλα αυτά σε συνεννόηση με τον Καραβία, στον οποίο είχε πει πως ο Ιταλός διοικητής αφήνει ακάλυπτες τις «πλάτες» του κατάφεραν και νίκησαν τους Ιταλούς αλπινιστές όταν έκαναν έφοδο πάνω στην έφοδο τους (μια τακτική που εφαρμόστηκε στην Πίνδο για πρώτη φορά στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου)!
Το τραγικό και άδοξο τέλος του ήρωα της Πίνδου
Μέσα στις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί ήρθαν αντιμέτωποι με το φάσμα της ήττας. Σε πολλές περιπτώσεις κατάφεραν και εγκλώβισαν τους Ιταλούς και στις 8 Νοεμβρίου ο στρατηγός Μάριο Τζιρότι, ο διοικητής της Μεραρχίας Αλπινιστών «Τζούλια» δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει τις δυνάμεις του να υποχωρήσουν.
Στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου. Εκείνη η νίκη των ελληνικών δυνάμεων θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ως η πρώτη ήττα του Άξονα στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Δαβάκης είχε πετύχει αυτό που είχε πει από την πρώτη στιγμή που είδε την... αλόγιστη προέλαση των Ιταλών: «με μια αντεπίθεση θα τους μαντρώσω»!
Ο τραυματισμός του, ωστόσο, σε συνδυασμό με την ήδη βεβαρημένη υγεία του τον ανάγκασαν να μείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Στο νοσοκομείο τον βρήκε και η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού όταν η πολεμική μηχανή των Ναζί ανέλαβε να τελειώσει τη «δουλειά» που άφησαν στη μέση οι φασίστες του Μουσολόνι.
Οι Ιταλοί, ωστόσο, δεν ξέχασαν την ηρωική στάση του Δαβάκη στην Πίνδο και έτσι τον Δεκέμβριο του 1942 και παρά το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα ο ηρωικός Έλληνας αξιωματικός ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείο με σοβαρότατα προβλήματα υγείας, τον κατηγόρησαν πως μαζί με άλλους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού οργάνωναν την αντίσταση.
Ο ηρωικός Κωνσταντίνος Δαβάκης συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής που αποφάσισαν να τους μεταφέρουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη γειτονική χώρα. Εκτός από τον Δαβάκη πέντε συνταγματάρχες, δύο αντισυνταγματάρχες, 9 ταγματάρχες, 13 λοχαγοί, 14 υπολοχαγοί και 25 ανθυπολοχαγοί του Ελληνικού Στρατού επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Citta Di Genova» και ξεκίνησαν το ταξίδι για την Ιταλία.
Μια ημέρα σαν σήμερα, ωστόσο, στις 21 Ιανουαρίου του 1943, το ατμόπλοιο τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στα ανοιχτά των αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν σχεδόν όλοι οι επιβαίνοντες.
«Το απόγευμα της 20-1-1943 μας μετέφεραν επι του Ιταλικού ατμοπλοίου Citta Di Genova, όπερ ανεχώρησε τας νυκτερινάς ώρας και την πρωίαν της επομένης έστριψε από το ύψος της Κερκύρας προς Ιταλίαν. Την 14ην ώραν ευρισκόμενοι εις το ύψος της νήσου Σάσωνος της Αλβανίας, εδέχθημεν την πρώτην τορπίλην από αγγλικόν υποβρύχιον και ακινητοποίησε το πλοίον, επί του οποίου εκτός των Ελλήνων ευρίσκοντο άνω των 800 ιταλών στρατιωτών, τυγχάνοντες αδειούχοι. Εξεδηλώθη πανικός, ο οποίος εμεγάλωσε διότι οι ιταλοί ναύτες κατέλαβαν τις βάρκες και απομακρύνθηκαν του πλοίου. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες έρριπταν εις την θάλασσαν τας σωσιβίους λέμβους.
Οι πρώτοι που ερρίφθησαν εις την θάλασσαν εφοδιασμένοι με ατομικά σωσίβια και ανερριχήθησαν εις τας ελαστικάς λέμβους ήρχισαν να απομακρύνονται του πλοίου. Ερρίφθη κατόπιν και η δευτέρα τορπίλη, η οποία εβύθισε αμέσως το πλοίον, όπου ευρίσκοντο οι περισσότεροι των επιβατών Ελλήνων και Ιταλών, οίτινες επνίγησαν παρασυρθέντες απο την δύνην του βυθισθέντος πλοίου», περιέγραψε στον δημοσιογράφο - ιστορικό Τάσσο Κοντογιαννίδη, ο ίλαρχος Ηρακλής Γκερλιώτης, ένας από τους λίγους επιζώντες της τραγωδίας.
Ανάμεσα στις σορούς που ανασύρθηκαν, αναγνωρίστηκε εκείνη του Κωνσταντίνου Δαβάκη. Ο ήρωας του Ελληνικού Στρατού ετάφη στον Αυλώνα. Μετά τον πόλεμο τα οστά του ανακομίστηκαν και ενταφιάστηκαν στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών. Σε πανηγυρική συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών (Μάρτιος του 1948) τού απονεμήθηκε μεταθανάτια το αργυρό μετάλλιο της αυτοθυσίας.