Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίζεται εκ νέου σε ανατολική και δυτική: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Ανατολική) υπό τον Αρκάδιο, γιο του Θεοδόσιου Α’, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, και τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Ονώριο, αδελφό του Αρκάδιου, με πρωτεύουσα το Μεδιόλανο.
Ο Θεοδόσιος Α’ ήταν από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Φλάβιος Θεοδόσιος (Flavius Theodosius) γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 347 στην Καύκα (σημερινή Κόκα) της Ισπανίας. Ήταν γιος του περίφημου Ρωμαίου στρατηγού Θεοδοσίου και κοντά στον πατέρα του έμαθε τη στρατιωτική τέχνη.
Ο Θεοδόσιος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που κυβέρνησε τόσο στο ανατολικό όσο και στο δυτικό μισό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βασίλευσε ως συν-αυτοκράτορας αρχικά με το Γρατιανό και Ουαλεντινιανό Β’ μέχρι το 383, στη συνέχεια μόνο με τον Ουαλεντινιανό Β’ και από το 392 και μετά με συν-αυτοκράτορα τον γιο του Αρκάδιο.
Πιο συγκεκριμένα, όταν ο νέος αυτοκράτορας της Δύσεως Γρατιανός κληρονόμησε και το Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, τον πήρε κοντά του ως συνεργάτη. Μόλις έφθασε στην αυλή ο Θεοδόσιος προήχθη σε “Στρατηλάτη της ίππου” και με αυτό το βαθμό, κατόρθωσε να κερδίσει μία αρκετά εντυπωσιακή νίκη κατά των Σαρματών, που επωφελούμενοι της γενικής αναταραχής είχαν στο μεταξύ εισβάλει στο ρωμαϊκό έδαφος. Η ανταμοιβή για τη νίκη ήταν η προαγωγή στο ύπατο αξίωμα: ο Γρατιανός τον έστεψε Αύγουστο της Ανατολής στην πόλη Σίρμιον που βρισκόταν στο κέντρο της ρωμαϊκής Ευρώπης. Η στέψη έγινε στις 19 Ιανουαρίου του έτους 379.
Ο Θεοδόσιος ήταν τότε τριάντα τριών ετών.
Πρώτο έργο του νέου Αυγούστου ήταν να καταπολεμήσει τους Γότθους στην Ιλλυρία. Αλλά πριν συντελεσθεί το έργο αυτό, ο Θεοδόσιος κέρδισε άλλο τρόπαιο επί του εδάφους της πίστεως και της Ορθοδοξίας. Με διάταγμα, το οποίο εξέδωσε στις 27 Φεβρουαρίου του 380, ο Θεοδόσιος καθόριζε επί δογματικού επιπέδου την έννοια της Ορθοδοξίας, διεκήρυξε ότι μόνο οι παραδεχόμενοι τις αποφάσεις της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας, δικαιούνταν να ονομάζονται Χριστιανοί και ότι στους αιρετικούς δεν επιτρεπόταν να σφετερίζονται το όνομα της Εκκλησίας. Τέλος με τη δημοσίευση ενός ακόμη νόμου, για την εφαρμογή του οποίου χρειάσθηκε να επέμβει ο στρατός, απαίτησε την απόδοση όλων των Εκκλησιών στους Ορθοδόξους.
Ήταν δε τότε στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος είχε προσκληθεί από τους Χριστιανούς προς καταπολέμηση των αιρετικών και μάλιστα των Αρειανών. Και επειδή τα φλογερά και εύγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα με την αρετή και την αγιότητα του βίου του, είλκυσαν προς την Ορθόδοξη πίστη αμέτρητα πλήθη, οι Αρειανοί, οι οποίοι επί αυτοκράτορα Ουάλεντου είχαν γίνει πανίσχυροι στην Κωνσταντινούπολη και είχαν αρπάξει όλες τις εκκλησίες των Ορθοδόξων, εκτός του μικρού παρεκκλησίου της Αγίας Αναστασίας, σχεδίαζαν να τον διώξουν από την βασιλεύουσα. Αλλά ο Θεοδόσιος έδωσε άλλη στροφή στα πράγματα. Εκδίωξε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Αρειανό Επίσκοπο Δημόφιλο και παρεχώρησε την θέση του στον Άγιο Γρηγόριο.
Η μεγάλη αυτή ευεργεσία του Αγίου Θεοδοσίου προς την Εκκλησία είχε λαμπρότερη ακόμα συνέχεια. Κατά το έτος 381, με την ευσεβή φροντίδα του και ενέργεια, συγκροτήθηκε η Β’ Οικουμενική Σύνοδος που επικύρωσε τη δογματική διατύπωση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, συμπλήρωσε το Σύμβολο της Πίστεως προσθέτοντας και τον περί Αγίου Πνεύματος Όρο, εναντίων της πνευματομάχου διδασκαλίας του Μακεδονίου και κανόνισε τα της νομίμου κατοχής διαφόρων αρχιερατικών θρόνων, η οποία είχε διαταραχθεί επί της παντοδυναμίας των Αρειανών. Δύο ακόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στην Κωνσταντινούπολη το 382 και το 383. Σκοπός τους ήταν, αντίστοιχα, η υπογράμμιση της αυτονομίας της Εκκλησίας της Ανατολής και η θεαματική καταδίκη κάθε μορφής Αρειανισμού. Συμπληρώνοντας το έργο του ο θεοφρούρητος βασιλέας, εξέδωσε αλλεπάλληλα διατάγματα κατά των αιρετικών (Μανιχαίων, Αρειανών, Πνευματομάχων και άλλων), με τα οποία καθορίστηκαν και οι ποινές των αποστατών. Οι αποφάσεις των Συνόδων εφαρμόστηκαν αυστηρά. Επανέλαβε έντονα τον νόμο περί Κυριακής αργίας, απαγόρευσε τα θεάματα του αμφιθεάτρου και του ιπποδρόμου την Κυριακή και θέσπισε μέτρα κατά της εμπορίας των λειψάνων των Αγίων Μαρτύρων. Εμπόδισε τις ειδωλολατρικές θυσίες, τη λατρεία των ειδώλων, κάθε δημόσια και απόκρυφη τελετή των ειδωλολατρών, και κατήργησε, το 394, διά νόμου, τους ολυμπιακούς αγώνες, που χρησίμευαν στη διατήρηση της πλάνης των ειδώλων (σύμφωνα με την Ορθοδοξία). Η αυτοκρατορία ήταν πια χριστιανική και το έργο του Θεοδοσίου έστρεφε και παγίωνε το έργο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Για την προσφορά του στην Εκκλησία αλλά και το τεράστιο σημαντικό πολιτικό έργο του κέρδισε τον τίτλο «Μέγας». Και ο Παυλίνος, Επίσκοπος Νώλης, μέσα από τα γραφόμενά του εγκωμιάζει στο πρόσωπο του βασιλέως “όχι τόσο τον αυτοκράτορα, όσο τον δούλο του Χριστού, τον ισχυρό όχι στη μεγαλοπρέπεια του δυνάστου, αλλά στην ταπεινοφροσύνη του υπηρέτου, τον πρώτο πολίτη, όχι χάρη στο βασιλικό αξίωμα, αλλά χάρη στην πίστη του”.
Ο Μέγας Θεοδόσιος ήταν πρότυπο ηγεμόνος, πλήρης ευσέβειας και δικαιοσύνης και είχε το χάρισμα της ταπεινώσεως και της συνεχούς μετάνοιας.
Ένα γεγονός συνέβη το έτος 390, όταν ο Θεοδόσιος έγινε και αυτοκράτορας της Δύσεως. Εγκαταστάθηκε στα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο της Ιταλίας, και τιμώρησε με πολύ αυστηρό τρόπο μια εξέγερση των Θεσσαλονικέων, δίδοντας διαταγή να θανατώσουν πολλές χιλιάδες ανθρώπων στο αμφιθέατρο της πόλεως. Κάποιος δημοφιλής ηνίοχος του ιππόδρομου είχε κατηγορηθεί για εγκληματική πράξη και είχε φυλακισθεί από τον αρχηγό της εκεί φρουράς Βουθέριχο. Αλλά το πλήθος, προκειμένου να γίνουν οι ιπποδρομίες, απαίτησε την αποφυλάκιση του ηνιόχου. Ο Βουθέριχος αρνήθηκε, αλλά ο λαός στασίασε και σκότωσε τον Βουθέριχο αλλά και πολλούς στρατιώτες. Ο θυμός που ένιωθε ο Θεοδόσιος ήταν τόσο μεγάλος που, υπακούοντας στην παρόρμηση της στιγμής, διέταξε να περικυκλώσει ο στρατός τον ιππόδρομο την ημέρα των αγώνων και να σφάξει όλους τους θεατές. Για τη διαταγή αυτή αμέσως μετανόησε ο Θεοδόσιος, αλλά η ανάκλησή της έφτασε στη Θεσσαλονίκη αφού πια είχαν σφαγεί επτά χιλιάδες πολίτες. Μετά από αυτό το έγκλημα, όταν ο Θεοδόσιος θέλησε να εισέλθει στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου, ο Άγιος Αμβρόσιος στάθηκε στη θύρα και απαγόρευσε την είσοδο στον αυτοκράτορα. Όλοι περίμεναν το ξέσπασμα του θυμού του Θεοδοσίου. Όμως εκείνος υπάκουσε ταπεινά, ζήτησε με δάκρια στα μάτια συγγνώμη και ταπεινωμένος γύρισε στα ανάκτορα. Εκτέλεσε τον κανόνα της μετάνοιας που του έβαλε ο Επίσκοπος και όταν το επιτίμιο συμπληρώθηκε, ο Θεοδόσιος, ύστερα από οκτώ μήνες, προσήλθε στην Εκκλησία, σαν ένας κοινός άνθρωπος, με έναν απλό χιτώνα, χωρίς κανένα διακριτικό του αξιώματός του, άκουσε τη συγχωρητική ευχή και κοινώνησε κατά την εορτή των Χριστουγέννων λέγοντας τον λόγο του Δαυίδ: «Εκολλήθη τω εδάφει η ψυχή μου, ζήσόν με κατά τον λόγον σου». Καρπός της μετάνοιάς του, που παραδειγμάτισε τον λαό του, ήταν ένας νόμος που έλεγε πως κανείς καταδικασμένος σε θάνατο δεν θα εκτελείτο, αν δεν περνούσαν τριάντα ημέρες από την λήψη της καταδικαστικής αποφάσεως.
Ο Θεοδόσιος είχε αντιγράψει με το χέρι του όλο το Ευαγγέλιο, το οποίο μελετούσε καθημερινά. Έλεγε πως χαιρόταν περισσότερο που ήταν μέλος της Εκκλησίας παρά επίγειος βασιλέας.
Στην προσωπική του ζωή, ο Θεοδόσιος είχε τελέσει δύο γάμους: Το 376 με τη Λαιλία Φλακίλα, κόρη ανωτάτου αξιωματούχου της αυτοκρατορίας, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Ονώριο, τον Αρκάδιο και την Πουλχερία και μετά τον θάνατό της με τη Γάλλα, αδελφή του Ουαλεντινιανού, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Γάλλα Πλακιδία.
Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του ανακήρυξε αυτοκράτορες τους δυο γιους του, τον Ονώριο στο Δυτικό Κράτος και τον Αρκάδιο στο Ανατολικό.
Έτσι πέρασαν δεκαέξι χρόνια ευσεβούς βασιλείας.
Πέθανε στις 17 Ιανουαρίου του 395, στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) σε ηλικία 48 ετών. Το σκήνωμά του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και την τεσσαρακοστή ημέρα ο Επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος, εξεφώνησε τον επικήδειο, που καθιέρωνε τον Θεοδόσιο ως τον τύπο του παραδειγματικού Ορθόδοξου ηγεμόνος. Ενταφιάσθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στο μνημείο του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των διαδόχων του.
Έτσι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίζεται εκ νέου σε ανατολική και δυτική: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Ανατολική) υπό τον Αρκάδιο, γιο του Θεοδόσιου Α’, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, και τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Ονώριο, αδελφό του Αρκάδιου, με πρωτεύουσα το Μεδιόλανο.
Ο Θεοδόσιος υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από το έτος του θανάτου του, πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ξεκινά η ιστορική πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ιστορία τον ονόμασε Μέγα, κυρίως για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που προσέφερε στον Χριστιανισμό.
Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του κάθε χρόνο στις 17 Ιανουαρίου ως “Άγιος Θεοδόσιος ο Μεγάλος ο βασιλεύς”.