Ιστορία

Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 και ο Ιωάννης Μεταξάς

Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία. Το καθεστώς αποδείχτηκε ότι ήταν προσωποπαγές και θα καταρρεύσει μετά τον θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Μεταξάς διετέλεσε πρωθυπουργός από τις 13 Απριλίου του 1936 έως τις 29 Ιανουαρίου του 1941. Στη συνέχεια, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Αλέξανδρος Κορυζής μέχρι τις 18 Απριλίου 1941 και αργότερα ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Τυπικά το καθεστώς καταργήθηκε με βασιλικό διάταγμα το Φεβρουάριο του 1942, ενώ η χώρα είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις του Άξονα και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν στην Αίγυπτο.

Η πολιτική αστάθεια της μεσοπολεμικής Ελλάδας

Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, με εξαίρεση την τετραετία 1928-1932 η Ελλάδα υπέφερε από πολιτικά πάθη (πραξικοπήματα, δικτατορίες, χρεοκοπία, παλινόρθωση κλπ). Στις 26 Ιανουαρίου του 1936 διεξήχθησαν εκλογές, υπό τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής (Α.Ν. 30/12/1935). Οι εκλογές οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο καθ’ότι οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής, δηλαδή οι βενιζελικοί (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Παλιοδημοκρατική Ένωση Κρήτης, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, Αγροτικό Δημοκρατικό Κόμμα) και οι βασιλόφρονες (Λαϊκό Κόμμα, Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων, Μεταρρυθμιστικό Εθνικό Κόμμα) είχαν συγκεντρώσει 141 και 144 ψήφους αντίστοιχα. Λόγω του Εθνικού Διχασμού που αναζωπυρώθηκε από την κινηματική απόπειρα βενιζελικών αξιωματικών υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα το 1935 οι δύο μεγάλες παρατάξεις αδυνατούσαν να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους.

Η πορεία προς τη δικτατορία

Το ΚΚΕ έπαιζε πλέον ρυθμιστικό ρόλο, μέσω του εκλογικού του σχήματος, του Παλλαϊκού Μετώπου, που διέθετε 15 έδρες. Με το πέρας των εκλογών, το ΚΚΕ διεξήγαγε διαπραγματεύσεις τόσο με το Λαϊκό κόμμα, όσο και με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τελικά στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 υπογράφτηκε μυστικά το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα μεταξύ των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου. Πρακτικώς, το σύμφωνο αυτό σήμαινε πως το ΚΚΕ και το κόμμα των Φιλελευθέρων δημιουργούσαν ένα λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο, όπως όριζε η στρατηγική της Κομιντέρν εκείνη την περίοδο. Στις 2 Μαρτίου,έγινε η πρώτη συνεδρίαση της βουλής και οι βουλευτές έδωσαν την καθιερωμένη ορκωμοσία. Οι βουλευτές του ΚΚΕ κατέθεσαν έγγραφο έντυπο, που ανέφερε ότι οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου δεν δεσμεύονται από τον τυπικό όρκο, που έδωσαν. Στη δεύτερη συνεδρίαση της βουλής στις 6 Μαρτίου διεξήχθη ψηφοφορία για την ανάδειξη προέδρου της βουλής. Οι βουλευτές του ΚΚΕ, βάσει του συμφώνου Σοφούλη-Σκλάβαινα, ψήφισαν για πρόεδρο τον Σοφούλη. Ακολούθησαν έντονοι λεκτικοί διαξιφισμοί μεταξύ των βουλευτών.

Στις 5 Μαρτίου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διορίζεται υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Στις 14 Μαρτίου αναλαμβάνει υπουργός αεροπορίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Μετά τον θάνατο του τότε υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κων. Δεμερτζή στις 13 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό τότε οπαδό της δικτατορικής εκτροπής.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στις 27 Απριλίου μετά τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, η βουλή έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές. Κατά ψήφισαν οι βουλευτές του ΚΚΕ και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στις 30 Απριλίου η βουλή διέκοψε πρόωρα τις εργασίες της έως τις 30 Σεπτεμβρίου, εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να διοικήσει τη χώρα με νομοθετικά διατάγματα, υπό τον όρο να επιτηρείται από μία 40μελή κοινοβουλευτική επιτροπή. Καίριο ρόλο στην άνοδο του Μεταξά έπαιξε ο θάνατος μεγάλων πολιτικών ηγετών κατά τη διάρκεια του Α’ εξαμήνου του 1936 (Γεώργιος Κονδύλης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης, Κωνσταντίνος Δεμερτζής). Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης του Μαΐου 1936 θα δώσουν την πρώτη δικαιολογία για την κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Μετά τα γεγονότα αυτά ο Ιωάννης Μεταξάς έθεσε στον βασιλιά ζήτημα δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας. Η λήψη των έκτακτων μέτρων μελετήθηκε εντός του πλαισίου της αυξανόμενης έντασης των διεθνών σχέσεων και της επικείμενης απειλής ευρωπαϊκής σύρραξης. «Η δικτατορία εκρίνετο απαραίτητος διά λόγους εξωτερικής πολιτικής». Μάλιστα ένας εκ των κατοπινών υπουργών του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης σε προεκλογική του ομιλία στα πλαίσια των εκλογών του 1950 δήλωσε πως η δικτατορία επιβλήθηκε για λόγους εξωτερικούς.

Η αντίδραση των αστικών κομμάτων στη δικτατορία ήταν χλιαρή επειδή και νωρίτερα είχαν επιβληθεί ή είχαν γίνει απόπειρες επιβολής δικτατορίας και από άλλους πολιτικούς (περιλαμβανομένου του Βενιζέλου), και η άρση των κοινοβουλευτικών θεσμών εθεωρείτο επιτρεπτή προκειμένου να επανέλθει η χώρα στην ομαλότητα.

Η επιβολή δικτατορίας

Το βράδυ (22:00) της 4ης Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς πήγε στα Ανάκτορα για να συναντήσει τον Βασιλιά Γεώργιο. Μαζί του είχε έτοιμα τα διατάγματα για την αναστολή ορισμένων βασικών άρθρων του συντάγματος και τη διάλυση της βουλής, με αφορμή τη γενική απεργία που είχαν κηρύξει για τις 5 Αυγούστου τα συνδικάτα, με από κοινού απόφαση της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Το ίδιο βράδυ στο υπουργείο εξωτερικών ο Μεταξάς συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Παρά τις αντιδράσεις και παραιτήσεις κάποιων υπουργών ο Μεταξάς κατάφερε την αναστολή σημαντικών άρθρων του Συντάγματος και με τη στήριξη του βασιλιά εγκαθίδρυσε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Ο Μεταξάς γράφει στο ημερολόγιό του:

«Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό. Κράτος με βάση αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν είχε βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς».

Ο χαρακτήρας και η ιδεολογία του καθεστώτος

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου μπορεί να χαρακτηριστεί ως δεξιό αυταρχικό και ως πατερναλιστικό. Παρά τις επιρροές του από τον φασισμό και τον ναζισμό, η 4η Αυγούστου δεν ταυτίζεται πλήρως με τα καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας. Εξάλλου, δεν υιοθετούσε τις φυλετικές-ρατσιστικές διακρίσεις του ναζισμού (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι επιτρεπόταν στους Έλληνες Εβραίους η συμμετοχή στην ΕΟΝ). Επιπλέον, σε αντίθεση με τον φασισμό και τον ναζισμό, η δικτατορία του Μεταξά δεν απέκτησε ευρεία λαϊκή βάση, παρά τις προσπάθειες της, ούτε είχε ριζοσπαστική-κινηματική βάση. Μια ακόμα σημαντική διαφορά ήταν ο αντι-ιμπεριαλιστικός λόγος του καθεστώτος και του Μεταξά.

Mε επιρροές από τη δικτατορία του Σαλαζάρ στη Πορτογαλία (από το 1933) και του στρατοκρατικού “Εστάντο Νόβο” στη Βραζιλία (από το 1930). Άλλωστε στον επίσημο λόγο του καθεστώτος ήταν συχνές οι αναφορές στην Ελλάδα του Μεταξά ως “Νέον Κράτος”, μαζί με άλλα χαρακτηριστικά ρητορικά σχήματα όπως “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια” κτλ.

Μια προσπάθεια να αναγνωριστεί η μεταξική δικτατορία ως λαϊκά αποδεκτή, αλλά και να εμφυσήσει την ιδεολογία της στη νεολαία ήταν η ίδρυση της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας. Ως σύμβολο της Νεολαίας επιλέχθηκε ο μινωικός διπλός πέλεκυς στη λογική του “πρώτου συμβόλου όλων των ελληνικών πολιτισμών”. Η ένταξη, ωστόσο, στους κόλπους της δεν υπήρξε υποχρεωτική. Αρχηγός της ΕΟΝ τοποθετήθηκε ο διάδοχος Παύλος.

Εθνικισμός και Γ΄ Ελληνικός Πολιτισμός

Ο εθνικισμός ήταν ίσως το πιο κύριο χαρακτηριστικό του καθεστώτος. Ο Μεταξάς στόχευε ακόμα σε πολιτιστική/πολιτισμική καθαρότητα με στόχο έναν νέο “Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό”. Δημιούργησε και διέδωσε αυτή την ιδεολογία του “Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού”, στην οποία στηρίχτηκε το κράτος της 4ης Αυγούστου. Οι οπαδοί του καθεστώτος θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες οφείλουν να είναι οι συνεχιστές του Αρχαίου (Α΄) και Βυζαντινού (Β΄) Πολιτισμού και ότι πρέπει να έχουν ως σκοπό τη φυλετική ενότητα του έθνους, καθώς και τη διατήρηση των παραδόσεων. Το ιδανικό πολίτευμα κατά τον Μεταξά δεν ήταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά η στρατοκρατική Σπάρτη και η αρχαία Μακεδονία η οποία ενοποίησε πολιτικά την αρχαία Ελλάδα. Η βασική διαφορά με το Γ΄ Ράιχ έγκειται στο ότι η ιδεολογία περί «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού» δε βρήκε τόσο πλατιά απήχηση στις μάζες, όσο βρήκε η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία στη Γερμανία (απουσία μαζικού φασιστικού ή εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όπως σε Ιταλία και Γερμανία).

Μοναρχία

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η υποστήριξη της Μοναρχίας, θεωρώντας τον θεσμό ως σύμβολο εθνική ενότητας, ήταν ακόμα ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της δικτατορίας. Ακόμα, ο Μεταξάς προσπαθούσε να προβάλει τον εαυτό του ως τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας σε ένα διαιρεμένο έθνος, ενώ στρεφόταν εχθρικά απέναντι στον “παλαιοκομματισμό” και τις κοινοβουλευτικές τακτικές του παρελθόντος.

Λογοκρισία

Στη λογική του κοινωνικού ελέγχου, το καθεστώς προχώρησε στην επιβολή λογοκρισίας στον Τύπο, ενώ απαγόρευσε την ηχογράφηση και διακίνηση ρεμπέτικων τραγουδιών που περιείχαν ή βασίζονταν σε «ανατολίτικους» δρόμους αλλά και τραγούδια με χασικλίδικη θεματολογία όπως και κάποια σατιρικά.

Μια ακόμη μεταξική πολιτική ήταν η επιλογή υπέρ της Δημοτικής γλώσσας (σε μια μετριοπαθή βέβαια μορφή). Έτσι έγιναν βήματα για την εισαγωγή της στην εκπαίδευση. Το 1939 ανατέθηκε στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη η έκδοση γραμματικής για τη δημοτική γλώσσα, η “Νεοελληνική Γραμματική”.

Τέχνες και Γράμματα

Το καθεστώς 4ης Αυγούστου δεν επιδίωξε τη χρήση της τέχνης και των καλλιτεχνών για την παραγωγή προπαγανδιστικού έργου, όπως συνέβη σε άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου. Δεν δημιουργήθηκε κάποιου είδους Υπουργείο Προπαγάνδας. Κράτησε ίσες αποστάσεις από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής, απαγορεύοντας μόνο την παραγωγή εκείνων που ήταν ιδεολογικά αντίθετα με το καθεστώς. Είναι ενδεικτική η απρόσκοπτη συνέχιση του υπερρεαλιστικού ρεύματος.

Οι απόψεις του καθεστώτος για τις τέχνες και ειδικότερα της ζωγραφικής παρουσιάστηκε στο πλαίσιο μιας συζήτησης του Μεταξά με ομάδα ζωγράφων (Βικάτος, Προκοπίου κ.ά) το 1937. Οι ζωγράφοι του εξέθεσαν τις ανησυχίες τους για την εύνοια ορισμένων στελεχών του καθεστώτος “προς ανατρεπτικάς της τέχνης κατευθύνσεις, προς την ενίσχυσιν του φουτουρισμού”. Ο Μεταξάς υποσχέθηκε ότι δεν στηρίζει ορισμένο κίνημα τέχνης και ότι δεν θα διακοσμήσει τους δημόσιους χώρους με έργα κακής τέχνης. Είχε την άποψη ότι οι τέχνες είναι κυρίως όργανο πολιτισμού και μόνο εμμέσως όργανο προπαγάνδας. Ωστόσο πίστευε ότι συντονισμό της πολιτικής περί της τέχνες έπρεπε να έχει “μόνον ο Αρχηγός της Κυβερνήσεως”. Στις αρχές του 1937 υπήγαγε τα θέματα του πολιτισμού στο νεοϊδρυθέν Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επίσης, στο Υπ. Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δημιούργησε τη Διεύθυνση Γραμμάτων, Καλών Τεχνών και Κρατικών Σκηνών με διευθυντή των Κωστή Μπαστιά. Το Μάρτιο του 1938 εγκαινίασε την “Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση”, μια εκδήλωση της επιθυμίας του καθεστώτος να θέσει υπό κρατική αιγίδα την καλλιτεχνική δραστηριότητα.

Το χρέος προς την Societe Commerciale de Belgique

Το 1925 το Ελληνικό Κράτος είχε συνάψει συμφωνία με τη Βελγική Societe Commerciale de Belgique (Socobelge) για την κατασκευή σιδηροδρομικών έργων. Η συμφωνία επικυρώθηκε με νόμο της 6-10-1925 (ΦΕΚ 294 A’ / 8-10-1925). H αξία του έργου εκτιμήθηκε αρχικά περίπου στα 21 εκατομ. δολλάρια ΗΠΑ. Η πληρωμή θα γινόταν σε χρυσό, με χρήματα που θα δάνειζε η εταιρεία στο Ελληνικό Κράτος. Το 1932, λόγω οικονομικής κρίσης το Ελλ. Κράτος εγκατέλειψε τον “χρυσούν κανόνα” και ανέστειλε την πληρωμή του δανείου.

Οι δύο πλευρές προσέφυγαν σε διεθνή διαιτησία. Στις 25 Ιουλ. 1936 η Επιτροπή Διαιτησίας εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία το χρέος του Ελλ. Κράτους ήταν 6.771.868 χρυσά δολάρια με επιτόκιο 5%. Ωστόσο το Ελληνικό Κράτος δεν προχώρησε στην πληρωμή των δόσεων του δανείου, ενώ ανακοίνωσε ότι δεν θα πλήρωνε σε χρυσό. Από το Δεκέμβριο του 1936 άρχισε μια σειρά άκαρπων διαπραγματεύσεων και το 1937 η υπόθεση πέρασε από τη βελγική εταιρεία στην Βελγική Κυβέρνηση.

Η τελευταία προσέφυγε μονομερώς στο Μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο στις 4-5-1938, με το αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Στη διάρκεια της διαδικασίας η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε την ύπαρξη του χρέους αλλά υποστήριξε ότι λόγω οικονομικών δυσκολιών (force majeure) δεν μπορεί να το πληρώσει. Μετά από διαδικασία περίπου δύο μηνών κατά την οποία η Ελληνική Κυβέρνηση επέμενε στις θέσεις της, η Βελγική Κυβέρνηση δήλωσε ότι λαμβάνει υπόψη την δυνατότητα της Ελλάδος να πληρώσει καθώς και την παραδοσιακή φιλία μεταξύ των δύο κρατών. Κατόπιν αυτού το Δικαστήριο, την 15 Ιουνίου 1939, απέρριψε το αίτημα του Βελγίου και παρέπεμψε την Ελλάδα και τη Βελγική Εταιρεία στην απόφαση της Διαιτησίας του 1936.

Μετά τον Β’ ΠΠ, και ενώ μέρος της βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ δινόταν στην Ελλάδα μέσω Βελγικών Τραπεζών, η Socobelge επιχείρησε και πάλι να διεκδικήσει ποσά αυτής της βοήθειας, αίτημα στο οποίο αρχικά συναίνεσε η Βελγική Κυβέρνηση. Με την παρέμβαση των ΗΠΑ το Βέλγιο πείσθηκε να παραπέμψει την εταιρεία σε φιλικό διακανονισμό με την Ελλάδα.

Πολιτικοί κρατούμενοι

Ένα από τα μελανότερα σημεία της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Ι. Μεταξά, ήταν η παράδοση όλων των πολιτικών κρατουμένων στους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εκτελεστούν αργότερα από τους κατακτητές κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Στις 29 Οκτωβρίου 1940, μία μέρα μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, η ομάδα των 600 περίπου κρατούμενων κομμουνιστών της Ακροναυπλίας έστειλε υπόμνημα στην κυβέρνηση Μεταξά και ζήτησε να σταλούν όλοι οι κρατούμενοι στο μέτωπο για να πολεμήσουν τον εισβολέα. Το υπόμνημα υπέγραψαν εκ μέρους των πολιτικών κρατουμένων οι βουλευτές του ΚΚΕ Γ. Ιωαννίδης και Κ. Θέος.

Στις 6 και στις 13 Νοέμβρη στάλθηκαν άλλα δύο υπομνήματα που απορρίφθηκαν επίσης από τον Μεταξά, ο οποίος ζήτησε από τους κρατούμενους να υπογράψουν δήλωση μετανοίας για να αφεθούν ελεύθεροι.

Επίσης εξόριστοι των νησιών των Κυκλάδων (Φολέγανδρο, Κίμωλο, Ανάφη) με αίτησή τους, ζήτησαν από το Υπουργείο Ασφαλείας να σταλούν στο μέτωπο, οι μεν άνδρες στην πρώτη γραμμή, οι δε γυναίκες ως νοσοκόμες σε προωθημένα ιατρεία, όπως στην Κίμωλο με πρωτοστάτες την Φούλα Χατζιδάκη και τον Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Μετά την αρνητική απάντηση των κρατούντων και μπροστά στον κίνδυνο να τους παραδώσουν στους κατακτητές, οι εξόριστοι συνεδρίασαν και αποφάσισαν δραπέτευση, ομαδική, τμηματική ή και ατομική.

Εξωτερική πολιτική

Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, ο Μεταξάς προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της Αγγλίας, η οποία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου και προς την οποία άλλωστε στρέφονταν οι συμπάθειες του βασιλιά, και της Γερμανίας, με το ολοκληρωτικό καθεστώς της οποίας υπήρχε ιδεολογική συνάφεια, αλλά και στενότατοι οικονομικοί δεσμοί. Φαίνεται, όμως, ότι ήδη από το 1936 η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς.

Οι δεσμεύσεις του Μεταξά προς το Λονδίνο φάνηκαν λίγο μετά την επιβολή της δικτατορίας, στις 20 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς σύνηψε συμφωνία με τους Άγγλους κατόχους Ελληνικών ομολόγων, με την οποία αύξησε το τοκοχρεολύσιο του εξωτερικού δημοσίου χρέους από 30% που προβλεπόταν για την διετία 1935-1937 σε 40%. Αναφέρει επίσης σε επιστολή του στον Πρέσβη της Ελλάδος στην Αγγλία ότι αι μόναι προνομιακαί επιχειρήσεις εν Ελλάδι είναι αι Αγγλικαί. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η απόρριψη της ανανέωσης του συμφώνου Βενιζέλου – Τιτόνι (1928) περί της Ελληνοιταλικής φιλίας από τον Ιωάννη Μεταξά το 1938, έναν χρόνο πριν το ξέσπασμα του Β ΠΠ.

Παρ΄όλη την πρόοδο των Γερμανικών οικονομικών συμφερόντων στην Ελλάδα το αγγλικό μονοπωλιακό κεφάλαιο παρέμενε το ισχυρότερο. Τα 3 δυτικά κεφάλαια (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) κατείχαν το 70% των ξένων κεφαλαίων, ενώ το Γερμανικό και το Ιταλικό 5% και 4,5% αντίστοιχα.

Οι Άγγλοι αποδέχονταν, επίσης, την ουδέτερη στάση της Ελλάδας εξαιτίας της αδυναμίας τους να της παράσχουν ουσιαστική στρατιωτική υποστήριξη.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα των στενών σχέσεων που υπήρχαν μεταξύ των δύο κυβερνήσεων είναι το γεγονός ότι ο Μεταξάς πρότεινε το 1938 στην αγγλική κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας, την οποία η αγγλική κυβέρνηση αρνήθηκε διπλωματικά αφού δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει σχετικά με την στάση της Ελλάδας σε επικείμενο πόλεμο. Αντίθετα, με τη γερμανική κυβέρνηση οι σχέσεις ήταν τυπικές, αφού η Ελλάδα είχε πολλά οφέλη από τις οικονομικές επενδύσεις των Γερμανών. Σημαντικό ρόλο στις διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διαδραμάτισε και η στάση της Ιταλίας, λόγω των συνεχών προκλήσεων. Το γεγονός της βύθισης της Έλλης σηματοδότησε το τέλος των φιλικών σχέσεων με τις δυνάμεις του Άξονα.

Επίσης, σημαντική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής του καθεστώτος υπήρξε και η συνέχιση των καλών σχέσεων και της προσέγγισης με την Τουρκία, η οποία είχε αρχίσει από τα έτη πρωθυπουργίας του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ένας πρόσθετος λόγος που συνέβαλλε σε αυτήν την πολιτική ήταν και η ιταλική παρουσία στα Δωδεκάνησα και το Αιγαίο.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Πολεμική αεροπορία 0

Με ανησυχία παρακολουθούν οι Τούρκοι το σενάριο παραχώρησης των ελληνικών S-300 στην Αρμενία για την απόκτηση πυραύλων BARAK-MX ή Patriot PAC-3

Η ελληνική ηγεσία στοχεύει να είναι εντελώς απαλλαγμένη από όπλα ρωσικής προέλευσης-Η Τουρκική πλευρά ούτε να ακούσει...
Ένοπλες Συρράξεις 0

Σοκάρει ο ρωσικός πυραύλος Oreshnik! Η Ουκρανία παρουσίασε τα συντρίμμια του-"Πρώτη φορά ανακαλύπτεται κάτι τέτοιο"-(βίντεο-εικόνες)

Ο πύραυλος είχε έξι πολεμικές κεφαλές, καθεμία από τις οποίες έφερε έξι υποπυρομαχικά, και πετούσε με μέγιστη ταχύτητα...