Το μεσημέρι της 21ης Απριλίου του 1941 – μια μέρα μετά την συνθηκολόγηση των στρατηγών στην Ήπειρο και έξι μέρες πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα –ορκίστηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Ο προκάτοχος του Αλέξανδρος Κορυζής, είχε αυτοκτονήσει στις 18 Απριλίου και ο Άγγλος πρεσβευτής Πάλαιρετ είχε σπεύσει να ματαιώσει την απόφαση του βασιλιά να ορίσει, στη θέση του, τον Μεταξικό υπουργό Κοτζιά. Ο Πάλαιρετ αντιλαμβανόταν εκείνο που αδυνατούσε να αντιληφθεί ο Γεώργιος.
Ο Πάλαιρετ είχε υποδείξει, με επιμονή, την επιλογή πρωθυπουργού βενιζελικής καταγωγής και μετά τις διαδοχικές αρνήσεις του Θεμιστοκλή Σοφούλη, του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου και του στρατηγού Αλέξανδρου Μαζαράκη – Αινιάν, δεν έκρυβε την ικανοποίηση του για τον ορισμό του Εμμανουήλ Τσουδερού.
Ο Τσουδερός συγκέντρωνε τρία χαρακτηριστικά που θα διευκόλυναν την αποδοχή από την Κρήτη μιας κυβέρνησης που τα περισσότερα μέλη της υπήρξαν υπουργοί της βασιλομεταξικής δικτατορίας και -το κυριότερο- την αποδοχή του ίδιου του βασιλιά.
Το πρώτο χαρακτηριστικό: Ήταν γέννημα θρέμμα του Ρεθύμνου, γόνος ιστορικής οικογένειας αγωνιστών της κρητικής ελευθερίας.
Το δεύτερο: Είχε διατελέσει υπουργός του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Καφαντάρη, του Παπαναστασίου και του Σοφούλη.
Το τρίτο: Η τελευταία παράγραφος του βιογραφικού του αποτύπωνε τον διωγμό του από τη δικτατορία, δηλαδή την απόλυση του από τη θέση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και την εκτόπιση του.
O νέος πρωθυπουργός, ωστόσο, δεν είχε λόγο στη σύνθεση της κυβέρνησης «του». Διαφορετικά, θα απέτρεπε το οξύμωρο και το άκομψο να περιλαμβάνεται μεταξύ των υπουργών της ακόμη και εκείνος που είχε παραγγείλει -προ δύο μόλις ετών- τη στενή παρακολούθησή του στην τράπεζα, που είχε εφοδιάσει τον Μεταξά με το τεκμήριο της εναντίωσης του στο καθεστώς και που είχε διεκπεραιώσει την εκτόπιση του.
Ήταν ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης υφυπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο οποίος διατήρησε στη νέα, υπό την προεδρία του Τσουδερού, κυβέρνηση, το ίδιο ακριβώς πόστο.
Κυκλοφορούσε ευρύτατα ότι ο υφυπουργός διέθετε την προστασία του Πάλαιρετ, επειδή ο πρεσβευτής ήταν θαυμαστής του έργου του. Μεγάλο και διατυμπανισμένο μέρος, αλλά όχι το σύνολο, αυτού του έργου ήταν ο αντικομμουνισμός και από τους κομμουνιστοφάγους, της υφηλίου και όχι μόνο της εποχής του, ο μόνος που είχε επιχειρήσει να κατασκευάσει ακόμη και «κεντρική επιτροπή κομμουνιστικού κόμματος» ήταν ο Μανιαδάκης.
Το απολύτως βέβαιο ήταν ότι ο υφυπουργός απολάμβανε και εξακολουθούσε να απολαμβάνει την βασιλική ευαρέσκεια και εμπιστοσύνη.
Η έξωση του Τσουδερού από την Τράπεζα της Ελλάδος, τον Ιούνιο του 1939 και η εκτόπιση του στη Σύρο, έγιναν ύστερα από τις διαπιστώσεις του Μανιαδάκη ότι συνωμοτούσε, αφού αλληλογραφούσε με τον δημοσιογράφο Γεώργιο Βεντήρη -που είχε καταφύγει στη Λωζάννη- και τον ενημέρωνε για τα καθεστωτικά και τα αντικαθεστωτικά τεκταινόμενα.
Ο ρόλος του Τσουδερού στις αντιδικτατορικές ζυμώσεις ήταν κεντρικός και η αποδοχή του δεν περιοριζόταν στους βενιζελικούς.
Ο Γρηγόριος Δαφνής αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» ότι «η οργάνωσις, επικεφαλής της οποίας ευρίσκοντο οι Στέφανος Στεφανόπουλος, Πέτρος Ράλλης και Περικλής Ράλλης (…) εθεώρησεν ότι η προσωπικότης του Διοικητού της Τραπέζης της Ελλάδος Έμμ. Τσουδερού ήτο η μόνη που θα εξησφάλιζε την καθολικήν αναγνώρισιν».
Οι τρεις πολιτικοί, τον θεωρούσαν «πρόσωπον της εμπιστοσύνης των Άγγλων» και εκτιμούσαν -όπως αφηγήθηκε μετά την Κατοχή, ο πρώτος εξ αυτών στον Γρηγόριο Δαφνή- ότι ο Τσουδερός ως αρχηγός θα εξασφάλιζε την επαφή με τους Άγγλους, και όχι μόνο με τον πρεσβευτή, αλλά και με υπουργούς και με παράγοντες του Σίτυ.
Εκτιμούσαν ακόμη ότι ο Τσουδερός αποτελούσε εγγύηση τόσο για την νομισματική σταθερότητα μετά την ανατροπή της δικτατορίας, όσο και για τον έλεγχο του αυτοεξόριστου Πλαστήρα, ο οποίος δεν θα έπρεπε να θέσει θέμα επαναφοράς των αποτάκτων αξιωματικών, γιατί τότε η συνωμοσία θα συναντούσε την εναντίωση των εν ενεργεία.
Ο Τσουδερός -όπως ο ίδιος έγραψε- βρισκόταν στην Αθήνα, την δραματική άνοιξη του 1941, με άδεια, για να συνδράμει την άρρωστη σύζυγό του. Οι τραγικές εξελίξεις ανέβασαν, μέσα σε ένα 48ωρο, από το ναδίρ στο ζενίθ, τις πολιτικές μετοχές του. Το Μεγάλο Σάββατο, 19 Απριλίου, ημέρα της κηδείας του Κορυζή, ο Τσουδερός ήταν υπό την παρακολούθηση της Ασφάλειας του καθεστώτος. Την Κυριακή του Πάσχα, ορκίστηκε υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας. Την Δευτέρα 21 Απριλίου, ορκίστηκε πρωθυπουργός.
Το διάγγελμα της 21ης Απριλίου
Μετά την ορκωμοσία του, ο Τσουδερός απηύθυνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Αθηνών διάγγελμα. Η μεγάλη έκταση και η κακή αρχιτεκτονική του, έδειχναν ότι συντάχτηκε υπό την πίεση του χρόνου. Τρία σημεία του διαγγέλματος, που αποδίδουν το πολιτικό, το καθεστωτικό και το ιδεολογικό του στίγμα, επισημαίνονται στις δύο πρώτες παραγράφους του:
«Γενναίοι μαχηταί, Έλληνες πολίται,
Η Κυβέρνησις, της οποίας την προεδρίαν μοι ανέθηκε σήμερον η Α.Μ. ο Βασιλεύς, αναλαμβάνει αδιστάκτως την διακυβέρνησιν της χώρας. Στηριζόμενοι εις τον Βασιλέα και εις τον λαόν είμεθα βέβαιοι ότι θα εξυπηρετήσωμεν τα εθνικά συμφέροντα, αγωνιζόμενοι προς τούτο, μέχρι νικηφόρου τέλους, τον υπέρ όλων αγώνα δια την πατρίδα. Εις τούτο δεν μας ωθεί παρά μόνον η υπερτάτη αντίληψις του καθήκοντος, το οποίον γενεαί γενεών ηρώων μας εδίδαξαν.
Η συμβολίζουσα την εθνικήν ενότητα Κυβέρνησις, θεωρεί πρώτιστον καθήκον αυτής να στρέψει την προσοχήν προς τους ενδόξους νεκρούς του πολέμου και, γονυκλινής,να διατρανώσει την ευγνωμοσύνην του Έθνους προς αυτούς, οι οποίοι με το αγνόν αίμα των εξασφαλίζουν εις εκείνους που θα επιζήσουν έντιμον ελευθερίαν, διασώζουν την τιμήν της πατρίδος και καθιερώνουν περίλαμπρον παράδειγμα δια τους μέλλοντας να γεννηθούν, άξιον να το ακολουθεί κάθε λαός, ο οποίος δεν θέλει να γίνει δούλος, ούτε θέλει να κηλιδωθεί από τυράννους η Πατρίς, η Εκκλησία και η οικογένεια του»
Το διάγγελμα, κατά το μέγιστο μέρος του, δεν υπερέβαινε, ούτε και ήταν δυνατόν να υπερβεί, τα καθιερωμένα και τα αναγκαία. Το συγκροτούσαν αναφορές στην ελληνική ιστορία, αποδόσεις τιμών στους νεκρούς του πολέμου, εκφράσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης στους γενναίους μαχητές του Έθνους.
Το διάγγελμα ωστόσο, σε δύο σημεία του, αναφερόταν στις εθνικές διεκδικήσεις χωρίς όμως και να τις προσδιορίζει. Ήταν η μεγαλόστομη διαβεβαίωση «ότι η δόξα μάς αναμένει δια να στέψη με την αμάραντο δάφνην την Νέαν Μεγάλην Ελλάδα» και μια παράγραφος που προσέθετε στον επιβληθέντα στη χώρα αμυντικό πόλεμο και τη διάσταση του απελευθερωτικού αγώνα για τον αλύτρωτο ελληνισμό:
«Η Ελλάς δεν ηθέλησεν, ούτε επεδίωξε τον πόλεμον (…) και υποχρεωθείσα να πολεμήσει αμύνεται και μάχεται (…) αλλά και άπαξ εμπλακείσα εις τον πόλεμον (…) αγωνίζεται και δια την απελευθέρωσιν των υποδούλων εκείνων τέκνων της, τα οποία επί δεκάδας ετών έμειναν υπό σκληρόν ζυγόν…».
Το διάγγελμα περιείχε ιδιαίτερες αναφορές στον δεδομένο αλλά και στον επιθυμητό σύμμαχο της Ελλάδας, που αναφέρονταν ονομαστικά, ενώ στη μοναδική μνεία του εχθρού χρησιμοποιούσε τον όρο Ναζισμός:
«Η Ελλάς θα παραμείνει πιστή εις τας φιλίας της και τας συμφωνίας της και είναι ευγνώμων προς τον μεγάλον και ευγενή Βρεταννικόν λαόν, ο οποίος προσφέρει με υπεράνθρωπον αυτοθυσίαν δια του αγώνος, που συνεχίζει με καρτερίαν κατά της βίας του Ναζισμού, την υψίστην υπηρεσίαν εξ όσων ποτέ προσέφερεν εις την ανθρωπότητα και ο οποίος λαός, όπως και άλλοτε, ήλθεν εδώ εις τον τόπον μας εξ ιδίας του πρωτοβουλίας και θελήσεως δια να συμπολεμήση υπέρ του δικαίου μας και της ελευθερίας μας.
»Όπισθεν αυτής και ημών, έχομεν βοηθόν μας και αρωγόν μας τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής, από την άσβεστον δάδα της Ελευθερίας της οποίας μεταλαμπαδεύεται σταθερά το φως και η δύναμις δια κάθε ευγενή αγώνα(…)».