Οι ίδιοι δε αυτοαποκαλούνταν διαφορετικά ως Αρωμούνοι ή Armani εκ του Romanus ως γλωσσικοί απόγονοι των λατινόφωνων εποίκων της Ρώμης στην Βαλκανική. Ο όρος πάλι Βλάχος προέρχεται από το σλάβικο μάλλον Vlach όρο με τον οποίον προσδιόρισαν τους μη σλαβόφωνους αλλά αλλόγλωσσους λατινόφωνους πολίτες τους οι “Βυζαντινοί” Ρωμαίοι μετά την κάθοδο των Σλάβων, ώστε να τους διαχωρίσουν τόσο από τους Σλάβους, όσο κι από τους Λατίνους της Δύσης. Μεγάλο πλήθος λατινόφωνων ζούσαν στην περιοχή της Ρωμανίας, κυρίως στα ορεινά της Ηπείρου, αλλά και στην Θεσσαλία που στα ύστερα χρόνια καλούνταν Μεγάλη Βλαχία, την Μακεδονία και την Αλβανία, ακόμη δε βορειότερα κατοικούσαν πυκνοί πληθυσμοί στην Δακοβλαχία που συμπίπτει με την σημερινή Ρουμανία- Μολδαβία.
του Χαρίτου Αναστασίου
Με την οθωμανική κατάκτηση οι Τούρκοι διαχώρισαν τους λατινόφωνους Ορθοδόξους της Ρουμανίας ή Μεγάλης Βλαχίας (Μπουγιούκ- Βαλαχί), από αυτούς της Μικρής Βλαχίας (Κιουτσούκ- Βαλαχί) που βρίσκονταν νοτιότερα, εντός του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, οι τελευταίοι ονομάστηκαν έκτοτε Κουτσόβλαχοι, η μεγάλη δε μάζα αυτών (ίσως η συντριπτική πλειοψηφία) απέκτησε ελληνική εθνική συνείδηση και υπηρέτησε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό μέχρι τέλους. Παράλληλα και στην Μεγάλη Βλαχία, τις υποτελείς Παραδουνάβιες Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, δεν ήταν λίγοι οι Φαναριώτες Έλληνες που διορίστηκαν από τον Σουλτάνο ως Ηγεμόνες. Μαζί με αυτούς πλήθος Ελλήνων έφτασαν στην Μολδοβλαχία ως υπάλληλοι και διοικητική, οικονομική, αλλά και εκκλησιαστική ελίτ. Ταυτόχρονα οι εμπορικές συμφωνίες μεταξύ Αυστριακής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε σε σταδιακή διείσδυση αρκετών Ελλήνων στην έτερα ρουμανική γη, την Τρανσυλβανία. Σταδιακά έμποροι, λόγιοι, κληρικοί και τεχνίτες από τον βόρειο ελλαδικό χώρο, πολλοί εξ αυτών βλαχόφωνοι, άρχισαν να εγκαθίστανται στις Ηγεμονίες και την Τρανσυλβανία σχηματίζοντας σταδιακά μία ελληνική κι εξελληνισμένη ελίτ επί της λατινόφωνης ορθόδοξης πλειοψηφίας.
Σύντομα οι Έλληνες της περιοχής απέκτησαν μεγάλη επιρροή και ισχύ σε κάθε δραστηριότητα, οργανώνοντας κοινότητες και ιδρύοντας σχολεία, εκκλησίες, αλλά και καταστήματα και βιοτεχνίες. Η ισχύς δε των Ελλήνων στην περιοχή υπήρξε και φράγμα στον αναδυόμενο σλαβισμό, υπαρξιακή απειλή και των Ρουμάνων που ήταν περικυκλωμένοι από επεκτατικά σλαβικά έθνη. Σημαντική υπήρξε η επίδραση των Αγιορειτών μοναχών που έφταναν στην περιοχή ενισχύοντας την χρήση της ελληνικής έναντι της σλαβωνικής στον εκκλησιαστικό χώρο, αποτρέποντας έτσι τον εκσλαβισμό της ρουμανικής κοινωνίας. Οι ντόπιοι δε Βογιάροι ανέπτυξαν στενές σχέσεις τόσο με την ελληνική ελίτ, όσο και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Από το 1711 αναλαμβάνουν ολοκληρωτικά την διοίκηση της περιοχής οι Φαναριώτες προάγοντας σημαντικά την πολιτισμική ανάπτυξη του τόπου. Σε μία περίοδο αναγέννησης των εθνικών συνειδήσεων στα οθωμανικά εδάφη οι Ρουμάνοι άρχισαν σταδιακά να βλέπουν με έχθρα τους Φαναριώτες, ως ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη της ρουμανικής παιδείας κι εθνικής συνείδησης. Η απόπειρα των τοπικών ρουμανικών ελίτ να ανατρέψουν τον οθωμανικό έλεγχο τον 18ο αιώνα αντιμετωπίστηκε από τους Οθωμανούς με την δραστική τους αντικατάσταση από πιστούς Έλληνες της Πόλης, οι ίδιοι παρά το σημαντικό τους έργο έγιναν μισητοί στους Ρουμάνους που έβλεπαν πλέον τους Έλληνες ως καταπιεστές και όργανα του Σουλτάνου. Η αποτυχία εξάλλου της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία από τον Υψηλάντη οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην καχυποψία των Ρουμάνων Ορθοδόξων απέναντι στους Έλληνες και στους Φιλικούς. Ο Ρουμάνος Φιλικός Tudor Vladimirescu έφτασε να μεταβιβάσει πληροφορίες στους Οθωμανούς οδηγώντας τον Υψηλάντη να τον εκτελέσει, αποξενώνοντάς οριστικά το επαναστατικό κίνημα από τους Ρουμάνους, οι ίδιοι οι Ρουμάνοι τον ανέδειξαν σε εθνικό τους ήρωα στον αγώνα κατά Τούρκων και Ελλήνων.
Η αποτυχία της Επανάστασης στην περιοχή οδήγησε τους Τούρκους να εκδιώξουν μαζικά την πανίσχυρη ελληνική ελίτ και να αναθέσουν ξανά την εξουσία στους Βογιάρους, τερματίζοντας τον εξελληνισμό της περιοχής. Γρήγορα οι Ρουμάνοι άρχισαν να βλέπουν την ελληνική κυριαρχία και στον οικονομικό τομέα, την διάκριση του εύπορου Έλληνα εμπόρου και βιοτέχνη απέναντι στον άπορο ή κολλήγο Ρουμάνο, κάτι που ίσχυε και για τους Βούλγαρους νοτιότερα. Παρόλα αυτά η οικονομική άνθηση των Ελλήνων συνέχιζε: τόσο η περαιτέρω αυτονομία που δόθηκε από τον Σουλτάνο το 1829 έπειτα από ρωσικές πιέσεις, όσο και το άνοιγμα των Στενών και του Δούναβη στο διεθνές εμπόριο έδωσαν μεγάλη ώθηση.
Παρόλα αυτά ο ρουμανικός εθνικισμός άνθιζε, μαζί με αυτόν και το κουτσοβλαχικό κίνημα που εμφανίστηκε στα μέσα τους 19ου αιώνα. Σκοπός του κουτσοβλάχικου κινήματος ήταν να πειστούν μέσα από την ρουμάνικη προπαγάνδα οι Ορθόδοξοι Βλάχοι της υπόλοιπης Βαλκανικής ότι είχαν άμεση καταγωγή από τους Ρωμαίους εποίκους και άρα άμεση σχέση με τους Ρουμάνους κι όχι με τους Έλληνες συντοπίτες τους. Η ένωση της Βλαχίας και της Μολδαβίας σε μία αυτόνομη πολιτεία το 1859 έδωσε μεγάλη ώθηση στο κίνημα αυτό. Η Ελλάδα αρχικά υπήρξε φιλικά διατεθειμένη προς το νεαρό ρουμανικό κράτος για την χάραξη μίας κοινής αντιτουρκικής πολιτικής σε όλα τα Βαλκάνια δίχως όμως επιτυχία. Από το 1875 όμως η κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, με την μετατροπή του πανσλαβισμού σε κύρια επιδίωξη της Ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια και την βραχύβια δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η Ελλάδα και η Ρουμανία μετατράπηκαν σε σύμμαχοι απέναντι στον κοινό σλαβικό κίνδυνο. Η Εξαρχία και ο βουλγαρικός εθνικισμός δεν απειλούσε μόνο την Μακεδονία αλλά και την Δοβρουτσά, τα ρωσικά πάλι στρατεύματα κατείχαν την Βεσσαραβία και απειλούσαν από βορρά την Ρουμανία. Ελλάδα και Ρουμανία απέκτησαν διπλωματικές σχέσεις και υπέγραψαν Εμπορική Σύμβαση φιλίας το 1880.
Οι δύο όμως χώρες αναζήτησαν ξεχωριστές συμμαχίες: όσο η Ελλάδα ήταν στραμμένη στην Βρετανία και στην Γαλλία, η Ρουμανία στράφηκε στην Αυστροουγγαρία και την Γερμανία. Η τευτονική στήριξη στην ανάσχεση της ρωσικής και σλαβικής ορδής θα ανταμείβονταν με τον τερματισμό των ρουμανικών διεκδικήσεων σε Τρανσυλβανία και Μπουκόβινα, περιοχές με μεγάλους ρουμανικούς πληθυσμούς υπό ουγγρικό και αυστριακό έλεγχο αντίστοιχα. Σε αντάλλαγμα η Ρουμανία θα επεκτείνονταν σε νότιο Δοβρουτσά έναντι της βουλγαρικής επέκτασης, παράλληλα για να στρέψει αλλού την προσοχή του εθνικιστικού ρουμανικού κοινού η κυβέρνηση άρχισε να δίνει όλο και μεγαλύτερη βάση στο κουτσοβλαχικό κίνημα ενάντια στον Ελληνισμό, καλώντας για απελευθέρωση των αδελφών Βλάχων της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Η κρίση που δημιουργήθηκε με την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία οδήγησε ξανά Ελλάδα και Ρουμανία σε ομαλές σχέσεις, απαιτούνταν ξανά συνεργασία έναντι των βουλγαρικών ένοπλων κινημάτων που προετοιμάζονταν σε Μακεδονία, Αδριανούπολη και Δοβρουτσά, δίχως όμως να επιτευχθεί κάτι σοβαρό. Την κρίση όξυνε και η προσπάθεια των Ρουμάνων να μην επιτραπεί η ροή κεφαλαίων από την πλούσια ελληνική κοινότητα προς την Ελλάδα, καθιστώντας όλο και πιο δυσμενείς τις σχέσεις.
Παρά την αρχική ρουμανική προπαγάνδα οι λατινόφωνοι της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας δεν αποδέχτηκαν τον μειωτικό όρο Κουτσόβλαχοι, επιμένοντας να λέγονται Ελληνόβλαχοι ή απλά ορεινοί Έλληνες, με τον τρόπο αυτό η λέξη Βλάχος άρχισε να σημαίνει συλλογικά τους Έλληνες της επαρχίας ασχέτως γλώσσας συχνά δε μειωτικά. Ορισμένοι μάλιστα άρχισαν να θεωρούν ότι η λέξη Αρωμούνοι σήμαινε μη Ρουμάνοι, εκ του στερητικού Α- μπροστά, δείγμα της ταύτισης τους με τον ελληνικό κόσμο, όντας επί αιώνες ένα εξαιρετικό κομμάτι του ελληνισμού είτε στο εσωτερικό είτε στις ξένες παροικίες. Το 1860 οι Ρουμάνοι ίδρυσαν την Ρουμανο-Μακεδονική Επιτροπή σε μία προσπάθεια να κάμψουν την ελληνική ταυτότητα των Κουτσόβλαχων, μέσα από την διείσδυση τους σε εκκλησίες και σχολεία, η προσπάθεια έγινε πιο επιθετική με την διακοπή των ελληνορουμανικών σχέσεων. Τρία χρόνια μετά η πάμφτωχη νεαρή Ρουμανία άρχισε να δίνει κονδύλια ειδικά για την προώθηση πολιτικών εκρουμανισμού και αλλοίωσης του εθνικού φρονήματων των Βλάχων στην περιοχή.
Δύο Ελληνόβλαχοι ανέλαβαν το έργο αυτό, ο ιερομόναχος Αβέρκιος από τα Γρεβενά που όντας επί χρόνια ιερέας στην Ρουμανία είχε επηρεαστεί, καθώς κι ο δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης από την Βλαχοκλεισούρα που δελεάστηκε από τα ρουμάνικα χρήματα και ξεκίνησε να δημιουργεί δίκτυα σχολείων ρουμανικής προπαγάνδας. Σταδιακά ξεκίνησαν την προσπάθεια για αποκοπή των Ρουμάνων και Βλάχων Ορθοδόξων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την δημιουργία ξεχωριστής ρουμανικής επισκοπής στην Μακεδονία με έδρα το Μοναστήρι, αλλά και την σταδιακή προώθηση Αυτοκέφαλης ρουμανικής εκκλησίας στα πρότυπα της Εξαρχίας. Παρόλη όμως την προσπάθεια τόσο οι Ελληνόβλαχοι παρέμεναν εχθρικοί προς την ρουμανική προπαγάνδα, όσο και οι πόροι που ήταν διαθέσιμοι ήταν ελάχιστοι, ως εκ τούτου η απόπειρα του Μαργαρίτη είδε την αποτυχία αφού σύντομα τα σχολεία είτε δεν λειτουργούσαν, είτε είχαν ελάχιστους μαθητές. Αντίστοιχα, η προσπάθεια των Ρουμάνων απέτυχε και στο εκκλησιαστικό αφού τόσο οι Οθωμανοί το επιθυμούσαν, οι δε Ρώσοι το πολεμούσαν εξίσου φανατικά αφού συνιστούσε εμπόδιο στον βουλγαρισμό που προωθούσαν. Εν αντιθέσει με τους Βούλγαρους οι Ρουμάνοι δεν είχαν μία ισχυρή χώρα σαν την Ρωσία να τους στηρίζει, εν αντιθέσει με τους Έλληνες δεν είχαν τόσο ισχυρή παρουσία σε οθωμανική διοίκηση και παροικίες.
Παρά την αποτυχία και την επαναφορά των ελληνορουμανικών σχέσεων η Ρουμανία συνέχιζε την κουτσοβλάχικη πολιτική, το 1893 η δράση του Μαργαρίτη είδε μία μικρή επιτυχία αφού το πτωχευμένο ελληνικό κράτος αδυνατούσε να στηρίξει τα ελληνικά σχολεία και προξενεία στην περιοχή όπως άλλοτε. Παρόλα αυτά ο κακός χαρακτήρας του Μαργαρίτη απωθούσε ακόμη και ρουμανίζοντες, τσακωμοί γίνονταν συχνά μεταξύ των Βλάχων, ακόμη και μέσα στις εκκλησίες. Στην δε Ρουμανία οι βίαιες ανθελληνικές πολιτικές οδηγούσαν όλο και περισσότερους Έλληνες στον διωγμό ή στο να δηλώνουν Ρουμάνοι και να πηγαίνουν σε ρουμάνικες ενορίες για να αποφύγουν τους διωγμούς. Οι Ρουμάνοι πίεζαν φανατικά ώστε να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό κέντρο στην Ρουμανία, μία φορά το 1906 20 Ρουμάνοι εισέβαλλαν στο παρεκκλήσι της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι απαιτώντας από τον παπά να κάνει λειτουργία στα ρουμάνικα, την ίδια μέρα 20 χιλιάδες Ρουμάνοι ξεχυθήκαν στους δρόμους απαιτώντας τον διωγμό των Ελλήνων, με την ρουμανική αστυνομία να υποδαυλίζει τις ταραχές.
Το μεγάλο όμως ζήτημα που οδήγησε στην διάλυση των ελληνορουμανικών σχέσεων είχε συμβεί με το ζήτημα του Ζάππα. Ήδη από το 1889 η Ρουμανία έπαυσε να θεωρεί ως κληροδότες σχολεία και ιδρύματα ώστε να αποτρέψει την ροή κληρονομιών πλουσίων Ελλήνων της προς ελληνικούς σκοπούς στην Μακεδονία. Ο μέγας Βλάχος Κωνσταντίνος Ζάππας είχε γεννηθεί στο Τεπελένι και είχε καθαρή ελληνική εθνική συνείδηση, μαζί δε με τον ξάδερφο του Ευάγγελο είχαν πλούσια οικονομική δράση σε πολλούς τομείς, ένας εξ αυτών και η μεγάλη γαιοκτησία στην Βλαχία. Με τον θάνατο του τελευταίου το 1892 ο Κωνσταντίνος ξεκίνησε έναν δικαστικό αγώνα απέναντι στην Ρουμανία ώστε να λάβει το κληροδότημα του Ευάγγελου και να προχωρήσει στην ανέγερση του Ζάππειου Μεγάρου, αλλά και την αναμαρμάρωση του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου για την επικείμενη Α’ Ολυμπιάδα του 1896, αλλά και την ενίσχυση των Ζάππειων Παρθεναγωγείων στην Πόλη, την Ήπειρο και την Θράκη. Το ζήτημα ήταν τόσο σφοδρό, ο ίδιος ο Ζάππας στην διαθήκη του είχε την απαίτηση αν και Ρουμάνος πολίτης να την ανοίξει ο Έλληνας πρέσβης αφού κληρονόμο έθετε οργανισμό του ελληνικού κράτους. Η Ρουμανία παρόλα αυτά σφράγισε την περιουσία και προσπάθησε να αποφύγει την φυγή της θεωρώντας την ως επίθεση στον ρουμανικό λαό αφού ήταν αδύνατον τόσο μεγάλη περιουσία να δοθεί σε οργανισμό ελληνικών κρατικών συμφερόντων, τα δε δικαστήρια ακολουθούσαν την κυβερνητική γραμμή. Η Ρουμανία βρήκε έτσι ένα όπλο για να πιέσει την Ελλάδα να αποδεχτεί την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στην Μακεδονία, καθώς και την αναγνώριση ρουμανικής επισκοπής για τους Κουτσόβλαχους. Ακολούθησε παρόλα αυτά πλήρης ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Παράλληλα η Ρουμανία αναγνώρισε σταδιακά την πλήρη αποτυχία των εκστρατειών της στους Κουτσόβλαχους, ταυτόχρονα η αυγή του νέου αιώνα είδε την Ελλάδα να στρέφει ολοκληρωτικά την προσοχή της στην Μακεδονία, κυρίως με την επίλυση του κρητικού ζητήματος που μονοπωλούσε ως τότε, αλλά και με την έναρξη του βουλγαρικού ένοπλου κινήματος, κάτι που έκανε ακόμη πιο δύσκολη την θέση των Ρουμάνων δασκάλων και ιερέων στην περιοχή. Η ελληνική τέλος ήττα από τους Τούρκους στον Ατυχή του 1897 έκανε τους Ρουμάνους να δουν κάπως πιο φιλικά τους Έλληνες.
Το 1901 τα βουλγαρικά κομιτάτα της VMARO αρχίζουν την βίαιη δράση ενάντια στους αντιπάλους τους, μα μαζικές δολοφονίες δραστήριων Ελλήνων, έναν χρόνο μετά συμβαίνει η Εξέγερση του Ίλιντεν. Παρά την κατάπνιξη της από τους Οθωμανούς τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ρουμανία σε μικρότερο βαθμό αναδιπλώνουν την δράση τους στην περιοχή, αρχίζουν δε και σκέψεις για συμμαχία. Ακολουθούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η δραστική ανάγκη της Ελλάδας για έναν σύμμαχο ενάντια στην Βουλγαρία οδηγεί τον Βενιζέλο να αναγνωρίσει την λειτουργία ρουμανικών σχολείων και εκκλησιών στις Νέες Χώρες για τους Κουτσόβλαχους, μία σημαντική υποχώρηση έναντι της ρουμανικής προπαγάνδας αφού στόχευε στην στήριξη τους έναντι των Βούλγαρων για το ζήτημα της Καβάλας. Η διδασκαλία γίνονταν στα ρουμάνικα, με χρήση του λατινικού ρουμανικού αλφαβήτου για τα βλάχικα, τα δε χρηματικά οφέλη που έδινε η Ρουμανία στις οικογένειες που έστελναν τα παιδιά τους στα σχολεία της ήταν εξαιρετικά. Παρόλα αυτά ήταν αμελητέα και πάλι η συμμετοχή τους. Η Ελλάδα αναγνώρισε μία ανύπαρκτη εκ των πραγμάτων ρουμανική εθνική μειονότητα στο εσωτερικό της, αφού μόνο μικρό κομμάτι των Κουτσόβλαχων ήταν ρουμανίζοντες. Η στάση του Βενιζέλου στο ζήτημα υπήρξε προβληματική και δίχασε την βλάχικη κοινότητα, πολλοί δε την ερμήνευσαν ως προδοτική και παραχώρηση τους στην ρουμανική προπαγάνδα. Πέραν της διπλωματίας άλλος παράγοντας που επηρέασε τον Εθνάρχη στην απόφαση αυτήν ήταν και η προσωπική του γνωριμία με τον ελληνικής καταγωγής Γενικό Γραμματέα του ρουμανικού ΥπΕξ Μιχάλη Μίσιου.
Σταδιακά η Ρουμανία άρχισε να προωθεί την πολιτική δημιουργίας αυτόνομων βλαχικών κρατιδίων στα βλάχικα χωριά της Πίνδου και του Γράμμου, η δε Ιταλία την στήριζε σημαντικά όντας ο κύριος εχθρός της ελληνικής επέκτασης προς Ιόνιο και Αδριατική, σκοπός της Ιταλίας η ένωση αυτών των αυτόνομων λατινόφωνων κρατών με την Μεγάλη Αλβανία που προωθούσε. Η ιδέα αυτή εμφανίστηκε ακόμη και στην Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1919 από επιτροπή Κουτσοβλάχων, αυτή φαίνεται και στον χάρτη ως Terra Vlachorum. Ιταλία και Ρουμανία άρχισαν να καθίστανται στενοί σύμμαχοι, αμφότερες ένιωθαν απόγονοι του Ρωμαϊκού κόσμου, όντας γλωσσικά αδέλφια και σταδιακά ιδεολογικά με την ανάδυση φασιστικών κινημάτων στα δύο κράτη. Παρόλα αυτά η Ρουμανία συνέχιζε να έχει στην ημιπαρανομία την Καθολική Εκκλησία, όπως και κάθε άλλη εκκλησία πέραν της Ορθόδοξης και της Ελληνοκαθολικής.
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου και ο Μεσοπόλεμος τερμάτισαν πρακτικά το ζήτημα των Κουτσόβλαχων. Η δημιουργία της Μεγάλης Ρουμανίας, με την προσάρτηση της Τρανσυλβανίας, της Μπουκόβινας, της Βεσσαραβίας, του Βανάτου και της νότιας Δοβρουτσάς στην Ρουμανία έφερε στην νέα χώρα σημαντικές βουλγαρικές, ουγγρικές και ουκρανικές μειονότητες, ο κίνδυνος πλέον από Σοβιετική Ένωση και αναθεωρητική Ουγγαρία οδήγησε στο να ξεχαστεί το ζήτημα. Στην δε Ελλάδα η Μικρασιατική Καταστροφή οδήγησε σε μεγάλη εισροή προσφύγων από Μικρά Ασία και Ανατολική Θράκη, η εγκατάσταση τους σε Δυτική Θράκη και Ήπειρο, αλλά κυρίως σε Μακεδονία οδήγησε στην δραστική επικράτηση του ελληνικού στοιχείο στην περιοχή, οι Τσάμηδες και οι Σλαβόφωνοι μετατράπηκαν σε νέα σοβαρότερα μειονοτικά ζητήματα, η δε Ιταλία κατέστη πλέον ο βασικός κίνδυνος. Η οριστική επίλυση του ζητήματος δόθηκε με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας το 1925-29, όταν η Ρουμανία αιτήθηκε την επιστροφή στο έδαφος της Κουτσόβλαχων, περίπου 2,000 οικογένειες ρουμανίζοντων Βλάχων εγκατέλειψαν την Ελλάδα απαλάσοντας την από το ζήτημα αυτό. Αρκετοί άλλοι ακολούθησαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων βοσκότοπων στην ορεινή Ελλάδα, εν αντιθέσει με την μεγάλη βλαχική πεδιάδα.
Αναθέρμανση του ζητήματος γίνεται στα προεόρτια του Β’ Παγκοσμίου, με την ριζική αναγέννηση των εθνικισμών σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα η πολιτική Μεταξά κατά των γλωσσικών μειονοτήτων δεν επηρεάζει μόνο τους Σλαβόφωνους αλλά και τους Βλάχους, η βλαχική διάλεκτος καθίσταται παράνομη και η χρήση της τιμωρείται με φυλάκιση. Η πολιτική Μεταξά στράφηκε και κατά όσων οικογενειών έστελναν άλλοτε τα παιδιά τους σε ρουμανίζοντα σχολεία, αντιδράσεις αρχίζουν να εμφανίζονται ξανά εντός της βλαχικής κοινότητας. Στην Ρουμανία ο εθνικισμός φτάνει στο απόγειο του με την άνοδο φασιστικών κινημάτων από του Cuza μέχρι την ριζοσπαστική εθνικοσοσιαλιστική Σιδηρά Φρουρά και τον δικτάτορα Antonescu να επαναφέρει το όραμα της ενοποίησης όλων των λατινόφωνων της Βαλκανικής σε μία Μεγάλη Ρουμανία από τon Τίμοκ μέχρι την Θεσσαλονίκη, σε στενή συνεργασία με την αδελφή Ιταλία. Την ίδια περίοδο η αυτοκέφαλη από το 1885 Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία καθίσταται Πατριαρχείο υπό τον φανατικό Ρουμάνο εθνικιστή Μύρωνα.
Με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ρουμανίζοντες της Πίνδου συνεργάζονται με τους Ιταλούς, ακολουθεί ένα βίαιο κύμα συλλήψεων κι εκτοπισμού από τις ελληνικές αρχές. Η γερμανική εισβολή αφήνει την Ήπειρο, το Ιόνιο και την Δυτική Μακεδονία υπό την τοξική για τον Ελληνισμό ιταλική κατοχή, τον Μάιο του 1941 εμφανίζεται ο διαβόητος Αλκιβιάδης Διαμαντής από τους φανατικότερους προπαγανδιστές ρουμανικών θέσεων περί ολοκληρωτικής λατινικής καταγωγής των Βλάχων ήδη από το 1916. Άμεσα ιδρύει το Γραφείο Προπαγάνδας του υπό σχεδιασμού Αυτόνομου Κράτους της Πίνδου και προχωρά στην σύσταση κοινοτήτων ρουμανίζοντων Κουτσόβλαχων σε Μέτσοβο και Ιωάννινα. Το 1942 φτάνει στην Λάρισα όπου και ιδρύει την γνωστή Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Παρά την πολιτική εκβιασμών και τρομοκρατίας του Διαμαντή και της αγαστής στήριξης των ιταλικών κατοχικών αρχών μόλις 2,000 Βλάχοι επανδρώνουν την δοσιλογική φασιστική Λεγεώνα, παράλληλα σχηματίζεται η Ένωση Ελλήνων Κουτσόβλαχων σαν ανάχωμα στην ρουμανική προπαγάνδα. Ο Διαμαντής συνεχίζει την προσπάθεια κράτους σε ελληνικά αλλά και άλλα εδάφη, οι δε Ιταλοί επιθυμούσαν την δημιουργία κράτους Βλάχων σε Πίνδο, Θεσσαλία και Δυτική Μακεδονία, που όπως και η Αλβανία στην Ήπειρο θα συνιστούσε ιταλικό προτεκτοράτο. Πράξη που παράλληλα με την βουλγαρική επέκταση σε Θράκη και Μακεδονία θα περιόριζε το ελληνικό κράτος σε Πελοπόννησο και Στερεά. Παρόλα αυτά το κίνημα του Διαμαντή για Πριγκιπάτο της Πίνδου ήταν μία αποτυχία, τελείωσε οριστικά τον Σεπτέμβριο 1943 με την ιταλική συνθηκολόγηση και την διάλυση από τους Γερμανούς κάθε φιλοϊταλικού σχηματισμού. Ειδικό Δικαστήριο δοσιλόγων στήθηκε μεταπολεμικά στην Λάρισα, για όσους Βλάχους ή μη προώθησαν την ιδέα αυτή σε συνεργασία με τον κατακτητή, ο Διαμαντής καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο, τα υπόλοιπα μέλη κατά βάση σε 15ετής ποινές. Ο ίδιος βρίσκονταν στην Ρουμανία ήδη από το 1942 και πέθανε στις φυλακές των κομμουνιστών 6 χρόνια μετά.
Το τέλος του Πολέμου ακολούθησε και τον οριστικό τερματισμό του κουτσοβλάχικου κινήματος, το 1948 ο Σοφοκλής Βενιζέλος εκφράζει τον θαυμασμό του για τον υπέροχο πατριωτισμό των Ελλήνων Κουτσόβλαχων που παρά την γλωσσική τους διαφοροποίηση και την σκληρή προπαγάνδα και πίεση τους για εκρουμανισμού, παρά τα οφέλη που τους δίνονταν, αδιαφόρησαν σχεδόν πλήρως στις προσπάθειες προσεταιρισμού τους μένοντας πιστοί μέχρι τέλους στον Ελληνισμό. Μέχρι σήμερα οι Βλάχοι σε Ελλάδα αλλά και σε ελληνική διασπορά είναι οι μόνοι που δεν συμμετέχουν στην ρουμανικής έμπνευσης Αρμάνικη Εθνική Ημέρα (Dzua Natsionalã a Armãnjilor), εν αντιθέσει με όλους τους άλλους τους Βλάχους των Βαλκανίων. Το 1997-98 άρχισαν προτάσεις για επαναφορά της διδασκαλίας της βλάχικης γλώσσας στις περιοχές των Ελληνόβλαχων, τόσο από την ΕΕ, όσο και από τον Πρόεδρο Στεφανόπουλο και τον Γιώργο Παπανδρέου. Η αντίδραση ήρθε κυρίως από τις βουλγαρικές κοινότητες, για αυτές η επαναφορά της γλωσσικής εκπαίδευσης παρέμενε κακή ανάμνηση της συνεργασίας με ανθελληνικές πολιτικές, ως εκ τούτου η βλαχική γλώσσα τείνει σταδιακά στην εξαφάνιση ελέω αστικοποίησης και γλωσσικού εξελληνισμού.
Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία