Του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή
Την άποψη αυτή συντηρεί έως σήμερα ο απίστευτος ηρωισμός των Ελλήνων επαναστατών, οι φωτεινές μορφές των μεγάλων ηγητόρων της παλιγγενεσίας και τα εντυπωσιακά πολεμικά τους κατορθώματά. Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να καταδείξει τη λανθασμένη αυτή αντίληψη, αναδεικνύοντας συνοπτικά το βαθμό κινητοποίησης της τουρκικής πολεμικής μηχανής και την υπερπροσπάθεια που κατεβλήθη κατά το 1ο έτος του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.
Η ελληνική επανάσταση που ξέσπασε το 1821, για πολλούς σε λάθος χρόνο, υπό τη βαριά σκιά της υπερσυντηρητικής Ιεράς Συμμαχίας και η 9ετης τιτάνια σύγκρουση που ακολούθησε, πέραν των τεράστιων διπλωματικών συνεπειών και διεργασιών που επέφερε, συγκλονίζοντας την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και διαμορφώνοντας ένα κύμα φιλελληνισμού, συντάραξε συθέμελα την παρακμάζουσα αλλά πάντα ισχυρότατη οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες κλήθηκαν να αναμετρηθούν στο πολεμικό πεδίο με μια υπερμεγέθη δύναμη για τα δεδομένα των ολιγάριθμων, απειροπόλεμων και ανεπαρκώς εξοπλισμένων επαναστατικών σωμάτων. Αν εξαιρέσει κανείς την ικανότατη στρατιωτική ηγεσία του αγώνα κατά το πρώτο έτος (Θ. Κολοκοτρώνης, Οδ. Ανδρούτσος, Μ. Μπότσαρης, Α. Μιαούλης), ένα πυρήνα εξαίρετων μαχητών όπως οι Σουλιώτες, οι Μανιάτες ή οι Σφακιανοί, το σύνολο των εμπειροπόλεμων κλεφταρματολών αλλά και όσων είχαν υπηρετήσει σε δυτικούς στρατούς στα Επτάνησα καθώς και τα πληρώματα του στόλου με τον υψηλό βαθμό ναυτοσύνης, η πλειοψηφία των αγωνιστών που ρίχτηκαν στη φωτιά της μάχης ήταν επί της ουσίας άπειρη, άοπλη και ανεκπαίδευτη.
Η οθωμανική αυτοκρατορία την περίοδο έκρηξης της επανάστασης βίωνε, ασφαλώς, πολλαπλά προβλήματα. Η αποστασία του ισχυρότατου Αλή πασά των Ιωαννίνων απαίτησε την εμπλοκή μεγάλων σουλτανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου ήδη από τον Ιούλιο του 1820 (έως και τον Ιανουάριο του 1822), υπό την ηγεσία αρχικά του Ισμαήλ Πασόμπεη. Στις αρχές του 1821 εστάλη όμως στα Γιάννενα, προς αντικατάστασή του, ως αρχισερασκέρης, ο ικανότατος Μόρα Βαλεσή, Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, που ασφαλώς η απουσία του από την Πελοπόννησο έπαιξε κρίσιμο ρόλο στις ελληνικές επιτυχίες των πρώτων μηνών. Παράλληλα, από το Φθινόπωρο του 1820, στα ανατολικά σύνορα με τη σιϊτική Περσία του Φαθ Αλή Σαχ, σημειώνονταν χαμηλής έντασης συγκρούσεις που εξελίχθηκαν σε ανοιχτή πολεμική σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών μέχρι τον Ιούλιο του 1823, εξέλιξη που ασφαλώς ενέπλεξε ικανό αριθμό οθωμανικού στρατού. Επιπλέον στην περιοχή Παλαιστίνης-Συρίας-Λιβάνου οι τοπικοί πασάδες είχαν εμπλακεί σε πολεμικές έριδες μεταξύ τους για τον έλεγχο της παραλιακής ζώνης.
Τέλος έντονος ήταν ο φόβος ξεσπάσματος ενός νέου ρωσσο-τουρκικού πολέμου, μετά τον Ιούλιο του 1821, λόγω της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών με την αποχώρηση του Ρώσου πρέσβη Στρόγανωφ από την Κωνσταντινούπολη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και τις ανεξέλεγκτες σφαγές των Ορθοδόξων χριστιανών υπηκόων. Ο φόβος ενός ρωσσο-τουρκικού πολέμου δεν επιβεβαιώθηκε παρά μόλις τον Απρίλιο του 1828 , αλλά καθώς ήταν πάντα ένα πιθανό σενάριο, δέσμευε πολύτιμες δυνάμεις στα σύνορα, ενώ το ενδεχόμενο ναυτικής επίθεσης από τη κατεύθυνση της Σεβαστούπολης, κρατούσε τον κύριο όγκο του σουλτανικού ναυτικού (ειδικά των 4 τεράστιων τρίκροτων των 118-130 πυροβόλων) στην Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο υπό τον καπουδάν πασά Ντελή Αβδουλάχ. Το σενάριο αυτό βέβαια απέτρεψε και τη μαζική σφαγή των υπόδουλων Ελλήνων της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι αρχικές σκέψεις, ως αντίδραση της Πύλης στην επανάσταση, σχέδιο που προωθούσε ο αρχιγραμματέας του Διβανίου (σουλτανική κυβέρνηση) Μεχμέτ Σαϊντ Χαλέντ εφέντης. Γι’ αυτό το λόγο παύθηκε και δολοφονήθηκε το Μάρτιο και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης (Σεϊχ Ουλ Ισλάμ) Χατζή Χαλίλ εφέντη λόγω της μετριοπάθειάς και της άρνησής του να υπογράψει το σχετικό φετφά (διάταγμα).
Παρόλα ταύτα η αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε μέγεθος, με ανεξάντλητους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Στο πλευρό της βρίσκονταν οι ημιανεξάρτητοι πασάδες της Τύνιδας, του Αλγερίου, της Τρίπολης αλλά και ο Μεχμέτ Αλής της Αιγύπτου, ιδίως από το 1824. Παράλληλα απολάμβανε και τη διπλωματική υποστήριξη των δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας και την αμέριστη βοήθεια της Αυστρίας και του Μέττερνιχ προσωπικά. Ειδικά η στάση των αγγλικών και αυστριακών πλοίων στο Αιγαίο και το Ιόνιο, ήταν σε σταθερή βάση, απροκάλυπτα φιλοτουρκική και προκλητικά επιθετική απέναντι στους Έλληνες. Με σωρεία εχθρικών ενεργειών όπως ποικίλες μορφές συστηματικής κατασκοπείας, ενίσχυση με εφόδια τουρκικών φρουρίων, έτοιμων να παραδοθούν στους Έλληνες και παραχώρηση των Ιονίων λιμανιών στον τουρκικό στόλο για ανεφοδιασμό και επισκευές, στέκονταν αλληλέγγυα στο σουλτάνο.
Αν εξαιρεθούν οι επιχειρήσεις στον Δούναβη και τη Μολδοβλαχία με στόχο την καταστολή του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ουσιαστικά όλη η πολεμική κινητοποίηση του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) για την αντιμετώπιση της επανάστασης κατά το 1821, εστιάστηκε στην ενίσχυση της Τρίπολης και στον απεγκλωβισμό της από την πολιορκητική λαβίδα του Θ. Κολοκοτρώνη, που την έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Συνολικά εντός του 1821, σχεδόν 200.000 τουρκικού στρατού κινητοποιήθηκαν συνολικά σε διάφορα μέτωπα (Ηγεμονίες, Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ρούμελη, Μοριάς, Κρήτη, νησιά, μικρασιατικά παράλια) για να καταστείλουν τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Στην προσπάθεια αυτή ο ρόλος του Χουρσίτ πασά, του πλέον ικανού στρατιωτικού που διέθετε η Πύλη στην αρχή του αγώνα, ήταν κομβικός, αλλά καθώς παρέμενε εγκλωβισμένος στο μέτωπο της Ηπείρου εναντίον του Αλή πασά και των Σουλιωτών «συμμάχων» του, οι πρωτοβουλίες που πήρε για την ενίσχυση της πολιορκούμενης Τρίπολης, αν και σωστές, απέτυχαν οικτρά.
Ο Σεπτέμβριος του 1821 χαρακτηρίστηκε από την οριστική καταστολή της επανάστασης στις Ηγεμονίες, τη στενή πλέον πολιορκία του Αλή πασά μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων και από την πτώση της Τριπολιτσάς. Η επιχειρησιακή αδυναμία του – κατά τα άλλα εντυπωσιακού σε μέγεθος και ισχύ – οθωμανικού ναυτικού (σε όλη τη διάρκεια του 1821 έγιναν μόλις 3 έξοδοι της σουλτανικής αρμάδας – ανεπιτυχείς σε γενικές γραμμές), τα στρατηγικά και τακτικά λάθη του, η διστακτικότητα του καπετάν μπέη, Καρά Αλή, να επιδιώξει μια αποφασιστική σύγκρουση, αλλά και η παράλληλη εξαιρετική δράση του ελληνικού (τρινήσιου) στόλου, έπαιξαν φυσικά τεράστιο ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη. Η ήττα όμως και ο θάνατος του Αλή πασά τον Ιανουάριο του 1822, αποδέσμευσαν χιλιάδες στρατού και ως πρωταρχικός στόχος του σουλτάνου για τη συνέχεια τέθηκε η ανακατάληψή της Τρίπολης που λογικά θα σήμαινε και την απαρχή της ήττας των Ελλήνων.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία της αντικατάστασης δύο Μεγάλων βεζίρηδων, του Σαγίντ Αλή πασά που εξορίστηκε στην Καλλίπολη και του Μπεντερλί Αλή πασά που εκτελέστηκε από το σουλτάνο, μέσα σε μόλις 30 μέρες, μεταξύ Μαρτίου-Απριλίου, λόγω της αδυναμίας τους να καταστείλουν την επανάσταση. Συνολικά 9 Μεγάλοι βεζίρηδες άλλαξαν την περίοδο του αγώνα 1821-1829 (!), στοιχείο που δείχνει σαφέστατα το βαθμό του πανικού που είχε καταλάβει την Πύλη από την ελληνική επανάσταση και τις αρχικές της επιτυχίες.
Ο τεράστιος βαθμός στρατιωτικής κινητοποίησης της οθωμανικής δύναμης, όχι μόνο κατά το πρώτο έτος που αφορά το παρόν άρθρο, αλλά και σε όλη την επόμενη περίοδο 1822-1829 (ιδίως με τη συμμετοχή της ισχυρότατης Αιγύπτου το 1824-1828), μαρτυρά από μόνος του τη δυσκολία του επαναστατικού εγχειρήματος. Η χαώδης διαφοράς ισχύος μεταξύ των δυνάμεων που αναμετρήθηκαν στον ελλαδικό χώρο για 9 συναπτά έτη απαιτούσε από την πλευρά των Ελλήνων τεράστιο βαθμό μαχητικότητας, αποφασιστικότητας, ευφυΐας, αντοχής, ευρηματικότητας και ηρωισμού. Τα στοιχεία αυτά διέκριναν τους προγόνους μας σε εκείνη την τιτάνια σύγκρουση που ξεκινούσε και στην οποία τελικά ανταπεξήλθαν με απόλυτη επιτυχία, κατανικώντας υπερμεγέθεις στρατούς και στόλους, σε ένα εξαιρετικά δυσμενές πολιτικο-στρατιωτικό και διπλωματικό περιβάλλον, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(1) K. Αλεξανδρής, ΑI NAYTIKAI ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΑΓΩΝΟΣ 1821-1829, Αθήνα, 1930
(2) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΒ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
(3) Απ. Βακαλόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
(4) Διον. Κόκκινος, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
(5) Κων. Παπαρρηγόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
(6) Μ. Σίμψας, ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος Γ-Δ, εκδόσεις ΓΕΝ, Αθήνα, 1980
(7) Σπ. Τρικούπης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 23/3/2019 στην ιστοσελίδα AΡΔHN
varsos1821.gr