Φως στο μυστήριο της καταστροφής του γερμανικού επιβατικού αερόπλοιου «Χίντεμπουργκ» στις 6 Μαΐου 1937 στις ΗΠΑ επιχειρεί να «ρίξει» με μια νέα πειραματική έρευνα Έλληνας επιστήμονας της διασποράς.
Μαζί με τη βύθιση του «Τιτανικού», την καταστροφή εν πτήσει του αμερικανικού διαστημικού λεωφορείου «Τσάλεντζερ» και την καταστροφική έκρηξη του σοβιετικού πυρηνικού αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ, η καταστροφή του «Χίντεμπουργκ», του μεγαλύτερου αεροσκάφους που έχει φτιάξει ποτέ ο άνθρωπος, αποτελεί ένα από τις πιο εμβληματικά και χαραγμένα στην ιστορική μνήμη δυστυχήματα.
Το μήκους περίπου 244 μέτρων «Χίντεμπουργκ», ένα καμάρι της γερμανικής τεχνολογίας, ξεκινώντας από τη Φρανκφούρτη, είχε κάνει ένα τριήμερο ταξίδι πάνω από τον Ατλαντικό και ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο Νιού Τζέρσι των ΗΠΑ υπό τα εντυπωσιασμένα βλέμματα ενός μεγάλου πλήθους στο έδαφος, όταν ξαφνικά μέσα σε μισό λεπτό φλόγες ξεπήδησαν από το σκάφος και το κατέστρεψαν, στέλνοντας στο θάνατο 36 ανθρώπους. Εδώ και οκτώ δεκαετίες, έχουν γίνει πολλές εικασίες για το πώς ένα τόσο μεγάλο αερόπλοιο «καταβροχθίσθηκε» από τις φλόγες μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Πού βασίζεται η θεωρεία του Κωνσταντίνου Γιαπή
O καθηγητής Κωνσταντίνος Γιαπής του Τμήματος Χημείας και Χημικών Μηχανικών του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας (Caltech) παρουσιάζει τη θεωρία του -που βασίζεται σε δικά του πειράματα- σε ένα ντοκιμαντέρ που παρήχθη για λογαριασμό του δημοφιλούς τηλεοπτικού επιστημονικού «σόου» NOVA του αμερικανικού καναλιού PBS, όπου θα προβληθεί αρχικά στις 19 Μαΐου το βράδυ και στη συνέχεια σε περισσότερες από 100 χώρες. Στην Ελλάδα το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Hindenburg: Νέα Στοιχεία» θα προβληθεί το Σάββατο 29 Μαΐου και την Κυριακή 30 Μαΐου (στις 21:00 και 00:55 αντίστοιχα) από το National Geographic TV.
Ο Γιαπής όπως επισημαίνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων δεν είναι ειδικός στα «Ζέπελιν» ή στα αεροπορικά δυστυχήματα, ούτε στην εγκληματολογία, όμως -μελετώντας μικροηλεκτρονικές συσκευές- έχει μεγάλη εμπειρία στον τρόπο που τα ηλεκτρικά φορτία κινούνται πάνω σε μια επιφάνεια, που βρίσκεται σε επαφή με τον αέρα, και να προκαλέσουν σπινθήρες. Όπως δήλωσε, αρχικά ήταν διστακτικός, όταν τον προσέγγισαν οι παραγωγοί του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ: «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν ποιος νοιάζεται για κάτι που συνέβη πριν 84 χρόνια; Γιατί να θέλει κάποιος να μάθει περισσότερα;» Όμως όσο το σκεφτόταν, το πρόβλημα τον συνεπήρε: «Η δεύτερη αντίδραση μου ήταν γιατί δεν είναι γνωστή η αιτία; Γιατί δεν έχει λυθεί όλο αυτό τον καιρό;».
Ανατρέχοντας στα ιστορικά αρχεία του δυστυχήματος, συνειδητοποίησε ότι μέχρι σήμερα κανένας δεν είχε κάνει πειράματα για να εξακριβώσει τι πραγματικά συνέβη. Στην πραγματικότητα, σχεδόν όλα τα στοιχεία είχαν καεί μαζί με το αερόπλοιο και είχαν μείνει απλώς οι εικασίες.
Το «Χίντεμπουργκ», που είχε σχεδιαστεί από τη γερμανική εταιρεία Zeppelin, περιείχε επτά εκατομμύρια κυβικά πόδια εύφλεκτου υδρογόνου. Σε συνδυασμό με το οξυγόνο του αέρα γύρω από το αερόπλοιο και μια πηγή ανάφλεξης, «ουσιαστικά ήταν μια βόμβα», σύμφωνα με τον Γιαπή. Το αναπάντητο έως τώρα ερώτημα-κλειδί είναι πως δημιουργήθηκε ο μοιραίος σπινθήρας. Μερικοί ειδικοί είχαν προτείνει ότι οι μηχανές του σκάφους, που έκαιγαν ντίζελ, ευθύνονταν. Άλλοι υπέθεσαν ότι επρόκειτο για σαμποτάζ κατά της τότε ναζιστικής κυβέρνησης.
Οι πιο αξιόπιστες θεωρίες έχουν εστιάσει στην ηλεκτροστατική εκκένωση, με το σκεπτικό ότι καθώς το «Χίντεμπουργκ» πετούσε σε μια ατμόσφαιρα με κακοκαιρία, η επιφάνεια του ανέπτυξε στατικό φορτίο. Αν παράλληλα υπήρξε κάποια διαρροή του υδρογόνου, θα μπορούσε να γίνει το κακό και το αέριο να πάρει φωτιά. Όμως, σύμφωνα με τον Γιαπή, υπάρχουν δύο μεγάλα κενά σε αυτή τη θεωρία: πρώτον, το αερόπλοιο δεν έπιασε αμέσως φωτιά μόλις πέταξε τα σκοινιά αγκυροβόλησης στο έδαφος, όπως θα αναμενόταν αν με αυτό τον τρόπο ολοκληρωνόταν το κύκλωμα για τη δημιουργία σπινθήρα και, δεύτερον, η πιθανότητα να υπάρξει σπινθήρας ακριβώς στο σημείο όπου υπήρχε διαρροή υδρογόνου, είναι πολύ μικρή.
Οι πειραματικές εξηγήσεις
Ο Έλληνας ερευνητής κατασκεύασε στο εργαστήριο του ένα μοντέλο τμήματος της εξωτερικής επιφάνειας του αερόπλοιου, κάτι όχι εύκολο, καθώς στο πέρασμα του χρόνου έχουν χαθεί μερικές λεπτομέρειες για την κατασκευή του, ενώ άλλες κρατήθηκαν εξαρχής μυστικές από την εταιρεία «Ζέπελιν». «Η ακριβής σύνθεση κρατήθηκε μυστική…Τελικά έπρεπε να δημιουργήσω πολλαπλές εκδοχές της επικάλυψης της επιφάνειας και να αξιολογήσω τις ηλεκτρικές ιδιότητες της», όπως λέει.
Οι επιτροπές διερεύνησης του δυστυχήματος σε ΗΠΑ και Γερμανία δεν είχαν συμφωνήσει για τον μηχανισμό που προκάλεσε την καταστροφή. Οι Αμερικανοί υπέθεσαν ότι το υδρογόνο πήρε φωτιά από τις «φωτιές του Αγίου Έλμου» (καιρικό φαινόμενο γνωστό ως «’Αγιοι Νικόληδες» στην Ελλάδα), όταν φωτεινό πλάσμα δημιουργείται εν μέσω καταιγίδας, ενώ οι Γερμανοί υποστήριξαν ότι κάποιος σπινθήρας υψηλής έντασης (άγνωστης αιτιολογίας) πυροδότησε την έκρηξη.
Ο Γιαπής θεώρησε ως πιο εύλογη τη γερμανική θεωρία, την οποία έλεγξε πειραματικά και επιβεβαίωσε υπό το βλέμμα της τηλεοπτικής κάμερας. Αναπαριστώντας τις βροχερές συνθήκες εκείνου του μοιραίου βραδιού, πράγματι παρήχθησαν ισχυροί σπινθήρες πάνω στο μοντέλο του σκάφους. Αλλά γιατί υπήρξε καθυστέρηση τεσσάρων λεπτών ανάμεσα στο «δέσιμο» του «Χίντεμπουργκ» στο έδαφος και στη φωτιά; Οι Γερμανοί ειδικοί είχαν αποφανθεί ότι τα σκοινιά άρχισαν να είναι αγωγοί του ηλεκτρισμού μόνο αφότου βράχηκαν αρκετά. Όμως ο Γιαπής έδειξε πειραματικά -προς μεγάλη έκπληξη του- ότι το σκοινί ήταν καλός αγωγός ηλεκτρισμού ακόμη και στεγνό. Αυτό σήμαινε, κατά τους υπολογισμούς του, ότι η φωτιά θα έπρεπε να πιάσει σε 10 έως 15 δευτερόλεπτα.
Η εξήγηση του για την τετράλεπτη καθυστέρηση είναι ότι το «Χίντεμπουργκ» είχε συλλέξει θετικό ηλεκτρικό φορτίο προτού κάνει επαφή με το έδαφος. Όταν «γειώθηκε» με τα σκοινιά που έριξε στο έδαφος, περισσότερα ηλεκτρόνια ανέβηκαν στο «σκαρί» του, δίνοντας στο σκάφος μια θετικά φορτισμένη επιφάνεια και ένα αρνητικά φορτισμένο μεταλλικό σκελετό. Ο τελευταίος -όπως οι αντίθετοι πόλοι των μαγνητών- άρχισε να έλκει πάνω στην επιφάνεια του σκάφους περισσότερο θετικό ηλεκτρικό φορτίο από την ατμόσφαιρα της καταιγίδας. Με άλλα λόγια, το πλήρωμα, πετώντας τα σκοινιά στο έδαφος, διευκόλυνε την αύξηση του θετικού ηλεκτρικού φορτίου και το ξέσπασμα της πυρκαγιάς.
Στην ουσία, κατά τον Γιαπή, δημιουργήθηκε ένας πυκνωτής, μια απλή ηλεκτρική συσκευή αποθήκευσης ηλεκτρισμού, που συσσώρευσε περισσότερο ηλεκτρικό φορτίο από το περιβάλλον. «Έκανα μερικούς υπολογισμούς και βρήκα ότι πράγματι θα χρειάζονταν τέσσερα λεπτά για να φορτιστεί ένας πυκνωτής τέτοιου μεγάλου μεγέθους», όπως εξηγεί.
Το αερόπλοιο είχε πια μεταμορφωθεί σε ένα γιγάντιο πυκνωτή, που αποθήκευσε αρκετή ηλεκτρική ενέργεια για να παράγει ισχυρούς σπινθήρες που προκάλεσαν ανάφλεξη στο αέριο υδρογόνο, το οποίο -σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες- πιθανώς διέρρεε από το πίσω μέρος του σκάφους.
Πώς όμως η διαρροή «συναντήθηκε» με τον σπινθήρα;
Κατά τον κ.Γιαπή, σε εκατοντάδες μέρη στο σκάφος ο σκελετός βρισκόταν σε στενή επαφή με το βαμβακερό ύφασμα της επιφάνειας. «Αυτό σημαίνει ότι ο γιγάντιος πυκνωτής αποτελείτο στην πραγματικότητα από πολλούς μικρότερους πυκνωτές, ο καθένας ικανός να δημιουργήσει το δικό του σπινθήρα. Έτσι, πιστεύω ότι υπήρξαν πολλαπλοί σπινθήρες σε όλο το αερόπλοιο, μεταξύ άλλων και στο σημείο της διαρροής».
Ο Κ. Γιαπής αποφοίτησε το 1984 από τη Σχολή Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ στην Αθήνα, πήρε το διδακτορικό του το 1989 από το Τμήμα Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και έως το 1992 διεξήγαγε μεταδιδακτορική έρευνα στα Εργαστήρια ΑΤ&Τ Bell στο Νιού Τζέρσι. Έκτοτε διδάσκει στο Caltech και η έρευνά του σήμερα εστιάζεται στη χημεία πλάσματος, στη δυναμική αλληλεπίδραση αερίων-επιφανειών, στη νανοεπιστήμη-νανοτεχνολογία και στην αστροφυσική.