Την 1η Σεπτεμβρίου του 1939 η ναζιστική Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ εισβάλει στην Πολωνία και γίνεται η αρχή στην Ευρώπη, για την αιματοχυσία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Ελλάδα αρχικά ήταν παρατηρητής, όμως τον Οκτώβρη του 1940 ενεπλάκη στον πόλεμο μετά και το «όχι» στο τελεσίγραφο του Μπενίτο Μουσολίνι για την κατάληψη στρατηγικών θέσεων στην Ελλάδα από τον ιταλικό στρατό.
Ο ελληνικός στρατός άντεξε απέναντι στους Ιταλούς, απώθησε τον εχθρό πάνω από τα αλβανικά σύνορα, όμως η επίθεση της Βέρμαχτ τον Απρίλιο του 1941 έβαλε την Ελλάδα σε καθεστώς στρατιωτικής κατοχής η οποία κράτησε έως και τον Οκτώβρη του 1944. Σημειώνεται, ωστόσο, πως ορισμένες περιοχές της χώρας, κυρίως τα νησιά, είδαν τους ναζί να αποχωρούν έως τις αρχές του καλοκαιριού του 1945.
Γερμανικό αντιαεροπορικό πυροβόλο στην Ακρόπολη (4 Ιουνίου 1941)
Η περίοδος της κατοχής ήταν από τις πιο δύσκολες που βίωσε ο ελληνικός λαός, γνωρίζοντας τη βαρβαρότητα των κατακτητών με τα ολοκαυτώματα σε πολλά χωριά, τις εκτελέσεις και ταυτόχρονα θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τον λιμό και τις αρρώστιες.
Οι μαύρες μέρες είχαν ξεκινήσει στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι στην περιφέρεια αρχικά μπορούσαν να «νικήσουν» την πείνα που ερχόταν, έχοντας τα απαραίτητα στα χωράφια τους, όμως στα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και ο Πειραιάς η κατάσταση έγινε δραματική από τον πρώτο μήνα.
Μέχρι ο πόλεμος να φτάσει στην Ελλάδα, η χώρα δεν είχε αυτάρκεια. Η παραγωγή της χώρας δεν ήταν ικανή να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού για τροφή, με αποτέλεσμα να χρειάζεται εισαγωγές από το εξωτερικό σε πρώτες ύλες και τρόφιμα.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις λεηλασίες, τις καταστροφές στις υποδομές, ο ιδιαίτερα ψυχρός χειμώνας του 1941-42, αλλά και η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης για ναυτικό αποκλεισμό στέρησε από την Ελλάδα τον εφοδιασμό της.
Σκύλοι, γάτες και γαϊδούρια μετατράπηκαν σε… εκλεκτά φιλέτα
Η πείνα έδειξε το σκληρό της πρόσωπο στην Ελλάδα και τα στοιχεία κάνουν λόγο για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτου την περίοδο της κατοχής, λόγω του λιμού. Ο αριθμός δεν μπορεί να προσδιοριστεί, διότι αρκετοί άνθρωποι πέθαναν από αρρώστιες, οι οποίες βέβαια αυξήθηκαν ραγδαία καθώς η μη κατανάλωση των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών προκάλεσαν την κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων, όπως ήταν λογικό, δεν είχαν διέξοδο και έτσι στην απόγνωσή τους ξεκίνησαν να τρέφονται με τους σκύλους, τις γάτες, αλλά και τα γαϊδουράκια τα οποία εκείνη την εποχή ήταν χρήσιμα για τις μετακινήσεις.
Μάλιστα, οι μαυραγορίτες παρουσίαζαν το κρέας του σκύλου ως αρνί, εκείνο της γάτας ως κουνελιού, του γαϊδάρου ως αλόγου και του αλόγου ως βοδινού.
Στο διατροφολόγιο και ο εμετός των μεθυσμένων Γερμανών στρατιωτών
Οι σκύλοι, οι γάτες και τα υπόλοιπα ζώα κάποια στιγμή τελείωσαν. Ο λιμός, όμως, είχε «χτυπήσει» ήδη. Πλέον στο διατροφολόγιο είχαν προστεθεί τα πάντα! Η περίφημη «μπομπότα» (χυλός από καλαμποκάλευρο), νερωμένο γάλα που πολλές φορές ήταν κακής ποιότητας, αλλά και όλων των ειδών των χόρτων, έδειχναν εκλεκτά μπροστά στα σκουπίδια που άφηναν οι Γερμανοί.
Οι νοικοκυρές έβρισκαν τους πιο απίθανους τρόπους για να φτιάξουν ένα πιάτο φαΐ για την οικογένεια, ενώ υπήρχαν και ειδικές οδηγίες από τις εφημερίδες για το πως θα μπορούσαν να ξεγελάσουν το στομάχι τους με αργό μάσημα της τροφής. Σούπες από κάθε τι περιττό, που σήμερα θα πετούσαμε στα σκουπίδια, όπως για παράδειγμα οι άκρες από τα φασολάκια.
Καφές μόνο από ρεβίθια και κουκούτσια, ενώ η ζάχαρη δεν υπήρχαν πουθενά. Οι μελιτζάνες αντικατέστησαν τον… κιμά, φλούδες από πατάτες έκαναν κεφτεδάκια, όπως και οι φλούδες όλων των φρούτων μπορούσαν να γίνουν ρόφημα. Όλα αυτά βέβαια δεν βρισκόντουσαν σε αφθονία και το καθένα λαχανικό ή φρούτο μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πολυτέλεια.
Το πιο σοκαριστικό όλων, που έχει επιβεβαιωθεί, είναι πως πολλοί άνθρωποι που ξεπέρασαν την εξαθλίωση και ορφανά παιδιά που ζούσαν μόνα τους στους δρόμους, έτρωγαν ακόμη και τον εμετό των μεθυσμένων ναζί στρατιωτών έξω από ταβέρνες.
Οι πόλεις βίωσαν το μεγάλο κύμα του λιμού, αλλά και στα χωριά βέβαια η κατάσταση δεν ήταν ιδανική. Η μόνη διαφορά πως εκεί οι άνθρωποι μπορούσαν να επιβιώσουν, έχοντας διαθέσιμα περισσότερα αγαθά, όπως φρούτα, λίγο στάρι ή δημητριακά και κάποια ζώα.
Μαύρη αγορά και μία μονοκατοικία για τρεις τενεκέδες λάδι
Το κόστος ζωής είχε εκτοξευτεί με τον πληθωρισμό και τη διάλυση της οικονομίας. Ενδεικτικό είναι πως το 1944 μία δραχμή ισοδυναμούσε με 50 δισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές.
Τότε, λοιπόν, η μαύρη αγορά εκτοξεύτηκε. Ο κόσμος προκειμένου να προμηθευτεί λίγο λάδι ή κρέας, έδινε ακόμη και όλη του την περιουσία.
Η ναζιστική σημαία στην Ακρόπολη (27 Μαΐου 1941). Στο βάθος διακρίνεται ο Λυκαβηττός
Οι τιμές μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα «απογειώθηκαν». Τον πρώτο χρόνο η τιμή του ψωμιού ανέβηκε σχεδόν 90 φορές, τα φασολάκια από 35 δραχμές η οκά βρέθηκαν στις 300 δραχμές και το λάδι που ήταν απαραίτητο για τη διατροφή μετατράπηκε σε «χρυσό».
Μία οκά (ισοδυναμεί με 1.285 γραμμάρια) λάδι πωλούταν πριν τον πόλεμο έναντι 44 δραχμών. Αμέσως μετά την κατοχή το ποσό έφτασε στις 800 δραχμές, ενώ έναν χρόνο αργότερα η οκά κόστιζε 4.500 δραχμές.
Εκείνη την εποχή δεκάδες χιλιάδες σπίτια, κατοικίες και οικόπεδα πουλήθηκαν, με τους ιδιοκτήτες τους να τα ανταλλάσσουν ουσιαστικά με τρόφιμα. Μία μονοκατοικία, εξάλλου, είχε αξία σύμφωνα με τις αναφορές των ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια όσο τρεις τενεκέδες λάδι.