Σε σημαντικά κέρδη από την αγορά ακινήτων προσβλέπουν οι τραπεζικές διοικήσεις, εκτιμώντας ότι ο εν εξελίξει ανοδικός κύκλος στην κτηματαγορά αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία για την αναπλήρωση μέρους του αναληφθέντος κόστους εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Ειδικότερα, προσδοκούν τόσο την ενίσχυση των εσόδων τους από τις πωλήσεις συνδεδεμένων με χρέη ενεχύρων όσο και τη χρηματοδότηση συναλλαγών κόκκινων χαρτοφυλακίων και μεταβιβάσεων περιουσιακών στοιχείων, που θα μπορούσαν να φθάσουν ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ έως το 2026.
Αναπόφευκτες ζημιές
Η αλήθεια είναι ότι το κόστος επαναφοράς των δεικτών καθυστερήσεων σε μονοψήφια ποσοστά από τα ιστορικά υψηλά της προηγούμενης δεκαετίας, υπό τη μορφή έκτακτων προβλέψεων, δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί, λόγω της πίεσης του επόπτη για γρήγορα αποτελέσματα. Ταυτόχρονα τα πιστωτικά ιδρύματα δέχονται πίεση στα έσοδα από τόκους, καθώς τα κόκκινα δάνεια συνεισφέρουν και αυτά στην οργανική κερδοφορία, σε αξιοσημείωτο βαθμό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τέσσερις συστημικοί κατάφεραν μέσα σε περίπου 2,5 χρόνια να μειώσουν τις επισφάλειες από το 45% στο 10% των συνολικών τους χαρτοφυλακίων.
Μόνο πέρυσι αποενοποιήθηκαν 38,5 δισ. ευρώ, μειώνοντας τα εντός ισολογισμού NPEs στα 15 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσαν οι 4 μεγάλοι του κλάδου, το κόστος για τις συναλλαγές αυτές έφθασε το 2021 τα 5 δισ. ευρώ, τα οποία ήλθαν να προστεθούν στις έκτακτες προβλέψεις των 2 δισ. ευρώ του 2020.
Οι στόχοι του 2022
Η προσπάθεια θα συνεχιστεί και στην εφετινή χρήση, με στόχο την περαιτέρω μείωση των δεικτών καθυστερήσεων έως το τέλος του ερχόμενου Δεκεμβρίου (Alpha Bank: 7%, Eurobank: 6,8%, Εθνική 6%, Πειραιώς 8%).
Ενα από τα μεγάλα στοιχήματα λοιπόν για την ενίσχυση της κερδοφορίας τους, αποτελεί η αγορά ακινήτων. Τα μηνύματα των CEOs των τραπεζών που συνόδεψαν τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της περυσινής χρήσης ήταν αισιόδοξα, δεδομένων των δύσκολων συνθηκών μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η κεντρική εκτίμηση είναι ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την επάρκεια χρηματοδοτικών πόρων, είναι ικανά να διατηρήσουν την ανάπτυξη σε ικανοποιητικά επίπεδα. Για την κτηματαγορά, τα τμήματα ανάλυσης των συστημικών ομίλων προβλέπουν μία μέση ετήσια αύξηση τιμών 4%-5% έως το 2026, διαβλέποντας ότι η ζήτηση θα παραμείνει υψηλή.
Η στρατηγική
Στο πλαίσιο αυτό, η στρατηγική που θα εφαρμοστεί κινείται σε τρεις άξονες:
- Ρευστοποιήσεις ακινήτων: Ο στόχος των τραπεζικών διοικήσεων είναι η διάθεση τόσο σε έλληνες όσο και σε ξένους επενδυτές ενός εύλογου αριθμού ακινήτων από το σημερινό στοκ των 20.000. Πέραν των πωλήσεων, επιπλέον έσοδα μπορούν να προκύψουν και από μισθώσεις, σε μία περίοδο που τα ενοίκια στις κατοικίες βρίσκονται σε υψηλά πολλών ετών.
Πάντως, δεν προβλέπονται μαζικές πωλήσεις ώστε να μην επηρεαστούν αρνητικά οι αξίες. Επιπλέον, οι τράπεζες σε αυτήν τη φάση δεν σκοπεύουν να ρευστοποιήσουν οικιστικά και επαγγελματικά ακίνητα με σημαντική έκπτωση και είναι διατεθειμένες να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μεγιστοποιήσουν τα τιμήματα.
- Εργασίες από νέα δάνεια: Σημαντικά κέρδη έχουν να αποκομίσουν οι τράπεζες και από τη χρηματοδότηση των αυξημένων μεταβιβάσεων ακινήτων που αναμένονται τα επόμενα χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, θα επικεντρωθούν στη χορήγηση στεγαστικών δανείων στους τελικούς χρήστες που θα αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία μέσω πλειστηριασμών, αλλά και απευθείας πωλήσεων είτε από τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα είτε από τρίτους επενδυτές.
- Δευτερογενής αγορά NPEs: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η δευτερογενής αγορά NPEs, που στο τέλος του 2021 έφθασε τα 80 δισ. ευρώ. Πλέον τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα έχουν τη ρευστότητα να χτυπήσουν δουλειές που μέχρι σήμερα έπαιρναν ξένες τράπεζες. Ο λόγος γίνεται για τη χρηματοδότηση συναλλαγών μεταβίβασης χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που θα γίνουν από εδώ και στο εξής.